Εισήγηση – βόμβα του γενικού εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κρίνει ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο τη δυνατότητα που παρέχει η ελληνική νομοθεσία στον εκάστοτε υπουργό Εργασίας να αρνείται σε επιχειρήσεις τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων. Η εισήγηση αλλά και η απόφαση που αναμένεται το επόμενο διάστημα και εκτιμάται ότι θα ακολουθήσει τη θέση του εισαγγελέα, βάζει φωτιά στη διαπραγμάτευση για τα εργασιακά που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς οι ομαδικές απολύσεις αποτελούν ένα από τα πλέον δύσκολα, ανοικτά θέματα μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών. Και αυτό γιατί αρνητική θέση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου (ΔΕΕ) σε σχέση με το «υπουργικό βέτο» στο θέμα των ομαδικών απολύσεων που υπερασπίζεται η ελληνική κυβέρνηση, σίγουρα δυσκολεύει την όποια διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και ισχυροποιεί αυτή των δανειστών που εδώ και χρόνια ζητούν να καταργηθεί η δυνατότητα παρέμβασης της διοίκησης στο θέμα. Να σημειωθεί ότι η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά, σε μια προσπάθεια να «αποφύγει» το θέμα, μέσω μιας υπουργικής απόφασης και χωρίς να καταργήσει το «βέτο», εξουσιοδότησε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας να αποφασίζει, στο οποίο μάλιστα προΐσταται ο εκάστοτε διορισμένος από την κυβέρνηση γενικός γραμματέας Εργασίας.
Η εισήγηση-βόμβα έρχεται έπειτα από προδικαστικό αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στο οποίο έχει προσφύγει η εταιρεία ΑΓΕΤ Ηρακλής. Συγκεκριμένα, η εταιρεία που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge και δραστηριοποιείται στην παραγωγή, διανομή και εμπορία τσιμέντου από το 2013, στο πλαίσιο προγράμματος αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου, αποφάσισε την οριστική διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας, που απασχολούσε 236 εργαζομένους. Ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος 1387/1983, η ΑΓΕΤ Ηρακλής ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον υπουργό Εργασίας ώστε να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, η οποία απορρίφθηκε.
Η εταιρεία προσέφυγε στο ΣτΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του υπουργού και το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός με την οδηγία 98/59/ΕΚ και αφετέρου με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ).
Βάσει αυτών των ερωτημάτων, ήρθε η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα που κρίνει ασύμβατη με το ευρωπαϊκό δίκαιο την υποχρέωση διοικητικής έγκρισης πριν από την απόφαση για ομαδικές απολύσεις, ακόμη και σε περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης. Αναλυτικά, ο εισαγγελέας προτείνει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του ΣτΕ: «Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983, Ελεγχος των ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις, της 18ης Αυγούστου 1983, όπως έχει τροποποιηθεί, η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος-μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα».
Αν και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, όπως επισημαίνει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, κατά κανόνα γίνονται δεκτές, καθώς είναι πλήρως τεκμηριωμένες και ακολουθούν την πάγια νομολογία. Μάλιστα, και το ΣτΕ, εφόσον το Ευρωδικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση του εκάστοτε Ελληνα υπουργού στην απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη, θα πρέπει αναφορικά με το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα να ακολουθήσει το ΔΕΕ. Στην πράξη, το εθνικό δικαστήριο θα κληθεί να λύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, και κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο που θα αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα.
Να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο αναζήτησης των βέλτιστων πρακτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο η Ολλανδία προβλέπει δικαίωμα αρνησικυρίας σε ομαδικές απολύσεις, υπό διαφορετικούς όμως όρους και με εγγυήσεις που το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο δεν περιλαμβάνει.
kathimerini.gr