Η online πλατφόρμα ενημέρωσης και πολιτικής ανάλυσης «EU Observer» φιλοξενεί άρθρο του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη.
Στο άρθρο του ο Έλληνας ευρωβουλευτής επισημαίνει μεταξύ άλλων, ότι «ακόμα και οι ίδιοι οι εμπνευστές των πολιτικών λιτότητας δεν μπορούν πλέον να υποστηρίξουν τις επιλογές τους», καταλήγοντας συμπερασματικά στο ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει σήμερα χτίσει με μεγάλη προσπάθεια συμμαχίες με όσους αντιλαμβάνονται όχι μόνο την ανάγκη ρύθμισης του δημόσιου χρέους, αλλά την στροφή προς ένα νέο μοντέλο οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη».
Ακολουθεί το άρθρο:
Η Ευρώπη έτοιμη να διευθετήσει το ελληνικό δημόσιο χρέος
O Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έθεσε για ακόμη μία φορά, από το βήμα του δεύτερου Συνεδρίου του Σύριζα, το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους μέχρι το τέλους του 2016. Η απόφαση και το χρονοδιάγραμμα για την συγκεκριμενοποίηση των μέτρων έχει ληφθεί από το Eurogroup της 24ης Μαΐου, με τον ESM να επεξεργάζεται σειρά προτάσεων προκειμένου αυτές να κατατεθούν συνολικά στο Eurogroup του Δεκεμβρίου.
Η Κομισιόν, μέσω του Προέδρου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και του αρμόδιου Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί έχουν στείλει σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, εκφράζοντας τη δέσμευσή τους για πρόοδο των σχετικών μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους μέχρι το τέλους του χρόνου. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση εντείνεται και από την «Προοδευτική Συμμαχία» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της μεγάλης ομάδας ευρωβουλευτών από την Αριστερά, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, η οποία με πρόσφατη ανοιχτή επιστολή της, απευθυνόμενη στον Επίτροπο Μοσκοβισί, ζητεί ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μέχρι το τέλος του έτους.
Το δημόσιο χρέος αποτελεί μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα, και δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ζήτημα αποκλειστικά ελληνικό. Οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, αντιμετωπίζουν θέμα εξυπηρέτησης του χρέους, αδυνατώντας να «πιάσουν» βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης εν μέσω αυστηρών πολιτικών λιτότητας. Ωστόσο η ιταλική κυβέρνηση, πιεζόμενη τόσο από το ασταθές τραπεζικό της σύστημα, όσο και από την σκληρή οικονομική πολιτική που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, επιχειρεί «χαλάρωση» των δημοσιονομικών στόχων, τόσο για να καταπολεμήσει την ισχνή ζήτηση και κατανάλωση, όσο και για να αφουγκραστεί την ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων της ιταλικής κοινωνίας που ασφυκτιούν μέσα στο υπάρχον οικονομικό περιβάλλον.
Αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζει και η γαλλική κυβέρνηση, με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν να κεφαλαιοποιεί την δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για την εφαρμοζόμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυξάνοντας πολύ τα ποσοστά του. Τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γαλλία, τα λαϊκιστικά και ακροδεξιά/ξενοφοβικά κινήματα επιχειρούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, ποντάροντας στην ευρύτατη κοινωνική δυσαρέσκεια, ως το αποτέλεσμα μιας σειράς προβληματικών πολιτικών των Βρυξελλών.
Ο Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος εμφανώς αναπτύσσει μια προσωπική ατζέντα στα ζητήματα της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, επιδιώκει να υποβαθμίσει και να αναβάλλει την σημασία ρύθμισης του ελληνικού χρέους, αγνοώντας τις κοινές αποφάσεις τόσο των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, στις 24 Μαΐου , όσο και της Κομισιόν.
Είναι πρωτοφανές και άκρως ανησυχητικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, για την δημοκρατική ιστορία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ένας Υπουργός Οικονομικών να επιχειρεί να «μπλοκάρει» την αναζήτηση βιώσιμων λύσεων που δεν αφορά ένα μόνο κράτος-μέλος, αλλά συνολικά την επιβίωση της νομισματικής ένωσης. Με την επίμονα μη ρεαλιστική και διαλυτική πολιτική του στάση, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τροφοδοτεί με επιχειρήματα όλες εκείνες τις συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις που μεθοδεύουν την διάλυση της Ευρώπης, αγνοώντας πλήρως βασικές έννοιες που συνθέτουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που λειτουργεί ως συμβουλευτικός πυλώνας στις διαπραγματεύσεις για το ελληνικό χρέος, έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται το πλαίσιο για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Μια τέτοια εξέλιξη, θα έδινε «ανάσα» στο τραπεζικό σύστημα, τροφοδοτώντας, με πρόσθετη και φθηνότερη ρευστότητα, την ελληνική οικονομία.
Στο ευρύτερο πλαίσιο, η ΕΚΤ έχει κληθεί να αναλάβει -σε νομισματικό επίπεδο- το βάρος διαχείρισης των καταστροφικών συνεπειών των πολιτικών μονομερούς λιτότητας, που από το 2010 έχουν σχεδόν «παγώσει» τους ρυθμούς ανάπτυξης κάτω από το 2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, έχουν αποδυναμώσει πλήρως τους μακροοικονομικούς δείκτες, και έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον απο-επένδυσης στον ευρωπαϊκό Νότο. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο ανέρχεται σε 80 δισ. ευρώ ανά μήνα, συνεχίζει να είναι απαραίτητο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες ελλείψει σαφών δειγμάτων ότι η οικονομία της Ευρωζώνης μπορεί να ανακάμψει και να παρουσιάσει σταθερά σημάδια βελτίωσης.
Όλες αυτές οι εξελίξεις οδηγούν σε τρία σημαντικά συμπεράσματα:
– Το πρώτο είναι πως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου ακόμα και οι ίδιοι οι εμπνευστές των πολιτικών λιτότητας δεν μπορούν πλέον να υποστηρίξουν τις επιλογές τους.
– Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η ελληνική κυβέρνηση έχει χτίσει με μεγάλη προσπάθεια εκείνες τις συμμαχίες με όσους αντιλαμβάνονται όχι μόνο την ανάγκη ρύθμισης του δημόσιου χρέους, αλλά την στροφή προς ένα νέο μοντέλο οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, που θα δημιουργεί βιώσιμη ανάπτυξη, θα αντιμετωπίζει τις συνέπειες των πολιτικών λιτότητας, και θα είναι προς όφελος όλων των ευρωπαϊκών οικονομιών.
– Το τρίτο συμπέρασμα είναι πως τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν προς την ίδια κατεύθυνση στο ζήτημα του ελληνικού προγράμματος, του δημόσιου χρέους, αλλά και ευρύτερα στο ζήτημα της αλλαγής του μίγματος οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.