Ερώτηση Δ. Σαμπαζιώτη για επέκταση ακατάσχετου στις κοινοτικές ενισχύσεις

ÓÕÍÅÄÑÉÁÓÇ ÔÇÓ ÊÏÉÍÏÂÏÕËÅÕÔÉÊÇÓ ÏÌÁÄÁÓ ÔÇÓ Í.Ä / ÄÇÌÇÔÑÇÓ ÓÁÌÐÁÆÉÙÔÇÓ (ÔÁÔÉÁÍÁ ÌÐÏËÁÑÇ/ EUROKINISSI)Ε­ρώ­τη­ση κα­τέ­θε­σε ο βου­λευ­τής Μεσ­ση­νί­ας Δη­μή­τρης Σαμ­πα­ζι­ώ­της προς τους Υ­πουρ­γούς Οι­κο­νο­μι­κών και Α­γρο­τι­κής Α­νά­πτυ­ξης & Τρο­φί­μων Σαμ­πα­ζι­ώ­τη για την ε­πέ­κτα­ση του α­κα­τά­σχε­του στις κοι­νο­τι­κές ε­νι­σχύ­σεις και ε­πι­δο­τή­σεις και α­πο­τρο­πή συμ­ψη­φι­σμού ε­πι­στρο­φών ΦΠΑ με φό­ρο ει­σο­δή­μα­τος α­γρο­τών.

Συγ­κε­κρι­μέ­να, ο κ. Σαμ­πα­ζι­ώ­της στην Ε­ρώ­τη­σή του α­να­φέ­ρει:

«Σύμ­φω­να με την ι­σχύ­ου­σα νο­μο­θε­σί­α, ε­ξαι­ρούν­ται α­πό την κα­τά­σχε­ση στα χέ­ρια τρί­του –με­τα­ξύ άλ­λων- και οι μι­σθοί, οι συν­τά­ξεις και οι α­σφα­λι­στι­κές πα­ρο­χές (Κώ­δι­κας Πο­λι­τι­κής Δι­κο­νο­μί­ας, άρ­θρο 982 παρ. 2 περ. δ).

Α­πό τη στιγ­μή που οι πα­ρο­χές αυ­τές κα­τα­τε­θούν στους τρα­πε­ζι­κούς λο­γα­ρια­σμούς των δι­και­ού­χων τους, δεν με­τα­τρέ­πον­ται σε κοι­νές χρη­μα­τι­κές α­παι­τή­σεις, αλ­λά πα­ρα­μέ­νουν α­κα­τά­σχε­τες, με την προ­ϋ­πό­θε­ση α­φε­νός ό­τι τα πο­σά που έ­χουν κα­τα­τε­θεί δεν υ­περ­βαί­νουν τον έ­να μι­σθό, τη μί­α σύν­τα­ξη και τη μί­α α­σφα­λι­στι­κή πα­ρο­χή και α­φε­τέ­ρου ό­τι η α­νά­λη­ψή τους α­πό τους δι­και­ού­χους τους θα γί­νει το αρ­γό­τε­ρο την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα της κα­τα­βο­λής τους (ΚΠολΔ 982 παρ. 3, ό­πως έ­χει τρο­πο­ποι­η­θεί με το Ν. 3714/2008).

Ει­δι­κά ό­σον α­φο­ρά τις ο­φει­λές προς το Δη­μό­σιο, δεν ε­φαρ­μό­ζε­ται η ως ά­νω ρύθ­μι­ση, ό­πως ρη­τά ο­ρί­ζε­ται στην ει­ση­γη­τι­κή έκ­θε­ση του Ν. 4254/2014. Για τις ο­φει­λές αυ­τές έ­χει ε­φαρ­μο­γή το άρ­θρο 31 του Κώ­δι­κα Εί­σπρα­ξης Δη­μο­σί­ων Ε­σό­δων (ΚΕ­ΔΕ), ό­που προ­βλέ­πε­ται ό­τι ε­ξαι­ρούν­ται της κα­τά­σχε­σης στα χέ­ρια τρί­του οι μι­σθοί, συν­τά­ξεις και α­σφα­λι­στι­κά βο­η­θή­μα­τα που κα­τα­βάλ­λον­ται πε­ρι­ο­δι­κά, ε­φό­σον το πο­σό αυ­τό εί­ναι μι­κρό­τε­ρο των 1.500 ευ­ρώ, ε­νώ στις πε­ρι­πτώ­σεις που υ­περ­βαί­νουν το πο­σό αυ­τό, ε­πι­τρέ­πε­ται η κα­τά­σχε­ση μέ­χρι του ¼, εις τρό­πον ώ­στε το πο­σό που α­πο­μέ­νει να μην υ­πο­λεί­πε­ται των 1.500 ευ­ρώ (ΚΕ­ΔΕ, άρ­θρο 31, ό­πως έ­χει τρο­πο­ποι­η­θεί με το Ν. 4254/2014). Ε­πι­πλέ­ον προ­βλέ­πε­ται ως α­κα­τά­σχε­το το ½ των ε­φά­παξ βο­η­θη­μά­των που κα­τα­βάλ­λον­ται στους δι­και­ού­χους α­πό τους α­σφα­λι­στι­κούς φο­ρείς, λό­γω συν­τα­ξι­ο­δό­τη­σης.

Α­πό τη στιγ­μή που οι πα­ρο­χές αυ­τές κα­τα­τε­θούν στους τρα­πε­ζι­κούς λο­γα­ρια­σμούς των δι­και­ού­χων τους, ε­φαρ­μό­ζε­ται η παρ. 2 του άρ­θρου 31 του ΚΕ­ΔΕ, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α ι­σχύ­ει το α­κα­τά­σχε­το των κα­τα­θέ­σε­ων σε πι­στω­τι­κά ι­δρύ­μα­τα μέ­χρι του πο­σού των 1.500 ευ­ρώ για κά­θε έ­να πρό­σω­πο και σε έ­να πι­στω­τι­κό ί­δρυ­μα, ε­νώ ε­φό­σον υ­πάρ­χει λο­γα­ρια­σμός κα­τα­βο­λής μι­σθών, συν­τά­ξε­ων και πε­ρι­ο­δι­κών α­σφα­λι­στι­κών πα­ρο­χών, τό­τε ι­σχύ­ει το α­κα­τά­σχε­το α­πο­κλει­στι­κά για τον συγ­κε­κρι­μέ­νο λο­γα­ρια­σμό.

Το πνεύ­μα δη­λα­δή του νο­μο­θέ­τη εί­ναι η προ­στα­σί­α των μέ­σων βι­ο­πο­ρι­σμού κά­θε αν­θρώ­που, ό­πως αυ­τή προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται στο άρ­θρο 5 του Συν­τάγ­μα­τος, αλ­λά και σε πλη­θώ­ρα δι­α­τά­ξε­ων του ι­δι­ω­τι­κού δι­καί­ου.

Ε­νώ, ό­μως, πα­ρέ­χε­ται η εν λό­γω προ­στα­σί­α σε μι­σθούς, συν­τά­ξεις και α­σφα­λι­στι­κές πα­ρο­χές, η προ­στα­σί­α που πα­ρέ­χε­ται σε κοι­νο­τι­κές ε­πι­δο­τή­σεις και ε­νι­σχύ­σεις μό­νο ως α­νε­παρ­κέ­στα­τη μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί.

Συγ­κε­κρι­μέ­να, ο Κώ­δι­κας Πο­λι­τι­κής Δι­κο­νο­μί­ας προ­βλέ­πει ό­τι ε­ξαι­ρούν­ται α­πό την κα­τά­σχε­ση οι κά­θε εί­δους κοι­νο­τι­κές ε­νι­σχύ­σεις ή ε­πι­δο­τή­σεις στα χέ­ρια του Ο­ΠΕ­ΚΕ­ΠΕ, ως τρί­του, μέ­χρι την κα­τά­θε­σή τους στον τρα­πε­ζι­κό λο­γα­ρια­σμό των δι­και­ού­χων ή τη με άλ­λο τρό­πο κα­τα­βο­λή τους σε αυ­τούς (ΚΠολΔ 982 παρ. 2 περ. ε).

Α­πό τη στιγ­μή, συ­νε­πώς, που οι ε­νι­σχύ­σεις και ε­πι­δο­τή­σεις αυ­τές κα­τα­τε­θούν στους τρα­πε­ζι­κούς λο­γα­ρια­σμούς των δι­και­ού­χων τους, ε­πι­τρέ­πε­ται ά­με­σα η κα­τά­σχε­σή τους, χω­ρίς να με­σο­λα­βεί η προ­στα­σί­α του χρο­νι­κού δι­α­στή­μα­τος της ε­πό­με­νης η­μέ­ρας α­πό την κα­τα­βο­λή, ό­πως συμ­βαί­νει με μισθούς, συν­τά­ξεις και α­σφα­λι­στι­κές πα­ρο­χές.

Ει­δι­κά, ό­σον α­φο­ρά τις ο­φει­λές προς το Δη­μό­σιο, πα­ρέ­χε­ται η προ­στα­σί­α της παρ. 2 του άρ­θρου 31 του ΚΕ­ΔΕ, που έγ­κει­ται στο α­κα­τά­σχε­το των ε­πι­δο­τή­σε­ων και ε­νι­σχύ­σε­ων μέ­χρι του πο­σού των 1.500 ευ­ρώ, ε­φό­σον ο τραπεζικός λο­γα­ρια­σμός στον ο­ποί­ο κα­τα­τί­θεν­ται έ­χει γνω­στο­ποι­η­θεί στη φο­ρο­λο­γι­κή δι­οί­κη­ση ως α­κα­τά­σχε­τος και ε­φό­σον –ε­πι­πλέ­ον- ο δι­και­ού­χος α­γρο­το­κτη­νο­τρό­φος δεν δι­α­θέ­τει λο­γα­ρια­σμό κα­τά­θε­σης των προ­βλε­πό­με­νων πε­ρι­ο­δι­κών πα­ρο­χών, για­τί στην περίπτωση αυ­τή γνω­στο­ποι­εί­ται ως α­κα­τά­σχε­τος α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο ο συγ­κε­κρι­μέ­νος λο­γα­ρια­σμός.

Εν προ­κει­μέ­νω δη­λα­δή ο νο­μο­θέ­της πα­ρα­γνω­ρί­ζει ό­τι οι κοι­νο­τι­κές ε­πι­δο­τή­σεις και ε­νι­σχύ­σεις κα­τα­βάλ­λον­ται στους α­γρο­το­κτη­νο­τρό­φους, ώ­στε να προ­μη­θευ­τούν ό­λα τα α­παι­τού­με­να ε­φό­δια για την ε­πό­με­νη καλ­λι­ερ­γη­τι­κή και κτη­νο­τρο­φι­κή πε­ρί­ο­δο, να α­πο­κα­τα­στή­σουν τις ει­σο­δη­μα­τι­κές α­πώ­λει­ες, κα­θώς και τις ζη­μι­ές που έ­χει τυ­χόν υ­πο­στεί η πα­ρα­γω­γή τους, να στη­ρί­ξουν και να α­να­πτύ­ξουν τις εκ­με­ταλ­λεύ­σεις και τις καλ­λι­έρ­γει­ές τους, να αν­τι­σταθ­μί­σουν τα προβλήματα που τους δη­μι­ουρ­γούν τα μό­νι­μα φυ­σι­κά μει­ο­νε­κτή­μα­τα των μει­ο­νε­κτι­κών πε­ρι­ο­χών και γε­νι­κώς να προ­βούν σε ό­λες τις πρά­ξεις που θα ε­ξα­σφα­λί­σουν τη συ­νέ­χι­ση της λει­τουρ­γί­ας της δρα­στη­ρι­ό­τη­τάς τους.

Ε­πο­μέ­νως, η στέ­ρη­ση τέ­τοι­ων ε­νι­σχύ­σε­ων συ­νε­πά­γε­ται για τη συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­νό­τη­τα των δι­και­ού­χων τους και στέ­ρη­ση της δυ­να­τό­τη­τας να συ­νε­χί­σουν την ά­σκη­ση της βι­ο­πο­ρι­στι­κής τους δρά­σης.

Ση­μει­ω­τέ­ον ό­τι οι ε­νι­σχύ­σεις και ε­πι­δο­τή­σεις των α­γρο­το­κτη­νο­τρό­φων προ­στα­τεύ­ον­ται α­πό την ευ­ρω­πα­ϊ­κή νο­μο­θε­σί­α στο α­κέ­ραι­ο (Κα­νο­νι­σμός 1290/2005 άρ­θρο 11). Ό­πως άλ­λω­στε, εί­χε δι­α­τυ­πω­θεί αρ­μο­δί­ως και α­πό τον Ε­πί­τρο­πο Γε­ωρ­γί­ας, οι ε­νι­σχύ­σεις αυ­τές εί­ναι ε­νι­σχύ­σεις για τους γε­ωρ­γούς. Δεν εί­ναι ε­νι­σχύ­σεις για τον ο­ποι­ον­δή­πο­τε δη­μό­σιο φο­ρέ­α, εί­τε συλ­λέ­γει φό­ρους εί­τε συλ­λέ­γει ο­ποι­ο­δή­πο­τε άλ­λο χρέ­ος των α­γρο­τών.

Στο ση­μεί­ο αυ­τό πρέ­πει να ε­πι­ση­μαν­θεί ό­τι η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα και η -εξ αυ­τού του λό­γου- α­σά­φεια του νο­μο­θε­τι­κού πλαι­σί­ου πε­ρί α­κα­τά­σχε­των α­παι­τή­σε­ων, έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα την ά­σκη­ση κα­τα­χρη­στι­κών συμπεριφορών σε βά­ρος των α­γρο­το­κτη­νο­τρό­φων.

Κα­τα­χρη­στι­κό­τη­τα, ό­μως, ε­νέ­χει και η τα­κτι­κή της φο­ρο­λο­γι­κής δι­οί­κη­σης να συμ­ψη­φί­ζει τα πο­σά της ε­πι­στρο­φής του ΦΠΑ στους δι­και­ού­χους α­γρό­τες, με το σύ­νο­λο του οφειλόμενου α­πό αυ­τούς φό­ρου ει­σο­δή­μα­τος για το τρέ­χον οι­κο­νο­μι­κό έ­τος. Πέ­ραν του μη λη­ξι­πρό­θε­σμου χα­ρα­κτή­ρα του συ­νό­λου του ο­φει­λό­με­νου φό­ρου ει­σο­δή­μα­τος για την πα­ρελ­θού­σα χρή­ση, αλ­λά και πέ­ραν της κρί­σης πε­ρί συν­ταγ­μα­τι­κό­τη­τας της δι­ά­τα­ξης που ε­πι­τρέ­πει τον συμ­ψη­φι­σμό μη λη­ξι­πρό­θε­σμων α­παι­τή­σε­ων του Δη­μο­σί­ου, η εν λό­γω τα­κτι­κή πα­ρα­γνω­ρί­ζει α­κό­μα και τη δυ­να­τό­τη­τα που η ί­δια η φο­ρο­λο­γι­κή δι­οί­κη­ση πα­ρέ­χει σε ό­λους τους φο­ρο­λο­γού­με­νους για κα­τα­βο­λή του φό­ρου ει­σο­δή­μα­τος σε τρεις δι­μη­νια­ίες δό­σεις μέ­χρι και το τέ­λος Νο­εμ­βρί­ου τρέ­χον­τος έ­τους.

Πέ­ραν ό­λων των άλ­λων, δι­α­τα­ράσ­σε­ται και η ι­σό­τη­τα στη φο­ρο­λο­γι­κή με­τα­χεί­ρι­ση των πο­λι­τών, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι α­γρό­τες στε­ρούν­ται της δυ­να­τό­τη­τας να κα­τα­βάλ­λουν το φό­ρο ει­σο­δή­μα­τος σε τρεις δό­σεις και συ­νε­πώς να προ­γραμ­μα­τί­σουν, ό­πως οι υ­πό­λοι­ποι φο­ρο­λο­γού­με­νοι, τις –ι­δι­αί­τε­ρα αυ­ξη­μέ­νες- οι­κο­νο­μι­κές υ­πο­χρε­ώ­σεις τους προς το Δη­μό­σιο και τον ευ­ρύ­τε­ρο δη­μό­σιο το­μέ­α. Ε­πί­σης οι α­γρό­τες στε­ρούν­ται των δι­και­ού­με­νων πο­σών α­πό την ε­πι­στρο­φή ΦΠΑ, κα­τά τη δε­δο­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, τα ο­ποί­α α­νέ­με­ναν, προ­κει­μέ­νου να κα­λύ­ψουν ά­με­σες –α­κό­μα και βι­ο­πο­ρι­στι­κές- α­νάγ­κες.

Ε­ρω­τών­ται οι κ.κ. Υ­πουρ­γοί:

Προ­τί­θεν­ται να α­πλο­ποι­ή­σουν –ή και να δι­ευ­κρι­νί­σουν μέ­σω σχε­τι­κής εγ­κυ­κλί­ου- το νο­μο­θε­τι­κό πλαί­σιο, που κα­το­χυ­ρώ­νει το α­κα­τά­σχε­το των α­παι­τή­σε­ων, ώ­στε να μην προ­κα­λούν­ται κα­τα­χρη­στι­κές σε βά­ρος των α­γρο­το­κτη­νο­τρό­φων συμ­πε­ρι­φο­ρές, λό­γω της α­σά­φειας και πο­λυ­πλο­κό­τη­τάς του;

Προ­τί­θεν­ται να συμ­πε­ρι­λά­βουν τις κοι­νο­τι­κές ε­νι­σχύ­σεις και ε­πι­δο­τή­σεις σε ό­λες τις σχε­τι­κές προ­στα­τευ­τι­κές δι­α­τά­ξεις της νο­μο­θε­σί­ας (τό­σο του ΚΕ­ΔΕ ό­σο και του Κώ­δι­κα Πο­λι­τι­κής Δι­κο­νο­μί­ας), ώ­στε να θε­ω­ρούν­ται α­κα­τά­σχε­τες, για χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα του­λά­χι­στον της ε­πό­με­νης ερ­γά­σι­μης η­μέ­ρας, με­τά την κα­τά­θε­σή τους στους τρα­πε­ζι­κούς λο­γα­ρια­σμούς των δι­και­ού­χων τους;

Ποι­α ά­με­σα και  συγ­κε­κρι­μέ­να μέ­τρα προ­τί­θεν­ται να λά­βουν, ώ­στε να α­πο­τρα­πεί ο πε­ραι­τέ­ρω κα­τα­χρη­στι­κός συμ­ψη­φι­σμός των ο­φει­λό­με­νων στους α­γρό­τες πο­σών α­πό ε­πι­στρο­φή ΦΠΑ, με το σύ­νο­λο του ο­φει­λό­με­νου α­πό αυ­τούς φό­ρου ει­σο­δή­μα­τος τρέ­χον­τος οι­κο­νο­μι­κού έ­τους; Ποι­α ά­με­σα μέ­τρα προ­τί­θεν­ται να λά­βουν για την α­πο­κα­τά­στα­ση της ι­σο­νο­μί­ας, σε ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις που έ­χει ή­δη δι­ε­νερ­γη­θεί ο κα­τα­χρη­στι­κός αυ­τός συμ­ψη­φι­σμός;»