Μετά τις εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένες ομιλίες της εριτίμου κας Ευαγγελίας Δαμουλή – Φίλια και του συντονιστή Φιλολόγου κ Λάπα οι οποίοι έριξαν άπλετον φως στις άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές της δράσης του μεγάλου ζωγράφου – αγιογράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου στο Άγιο όρος, θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω την Ένωση Μεσσηνίων Συγγραφέων και ιδιαίτερα τον φίλο πρόεδρο Τέλη Φράγκο για την τιμή της ανάθεσης εις εμέ της ομιλίας για την καταγωγή του Φώτη Κόντογλου από την ιστορική Αρκαδιά βασιζόμενος κυρίως σε τεκμηριωμένη έρευνα δύο αειμνήστων ιστορικών και διανοητών, Διονύση Πιτταρά και Ι. Μ. Χατζηφώτη, καθώς επίσης να ευχαριστήσω όλους εσάς και ιδιαίτερα ξεχωριστά τον καθένα για την αποψινή σας παρουσία και ιδιαίτερα τους εκ Κυπαρισσίας και Φιλιατρών παριστάμενους.
Πέραν αυτών κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στην επιτυχημένη διάλεξη του Ομότιμου Καθηγητή της ιστορίας της Τέχνης στο πανεπιστήμιο της Αθήνας κ. Νικολάου Ζία, τον Απρίλιο του 2013 στη Δημοτική Πινακοθήκη της Καλαμάτας με πρωτοβουλία του γλύπτη κ. Λαμπρινίδη της ΦΑΡΙΣ με τίτλο «ο Φώτης Κόντογλου και η συμβολή του στη δημιουργική σχέση με την παράδοση όπου επεσήμανε ότι υπήρξε λογοτέχνης, αρθρογράφος και ζωγράφος.
Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση ελληνικής και ορθόδοξης αυτογνωσίας, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο δηλαδή ο πλέον χαρακτηριστικώς εκπρόσωπος της καθ’ ημάς ανατολής. Οι απόψεις του επηρέασαν βαθύτατα σημαντικούς καλλιτέχνες και γενικότερα ανθρώπους του πνεύματος της γενιάς του, αλλά και επενέργησαν στην πορεία της νεοελληνικής τέχνης. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος κ. ά. Αν θέλο9υμε να βρούμε την άκρη της καλλιτεχνικής του καταγωγής, θα πρέπει να σταθούμε στους μοναδικούς λαϊκούς ζωγράφους, τον Θεόφιλο και τον Παναγιώτη Ζωγράφο, τον εικονογράφο του Μακρυγιάννη
Έχει πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς στο τεύχος Οκτ. -Δεκ. του περιοδικού “η λέξη” του 2008 αυτά τα οποία γράφουν για τον Κόντογλου οι σημαντικότεροι των γραμμάτων και των τεχνών μας: Μινωτής, Παπατσώνης, Καρούζος, Βρεττάκος, Πλωρίτης, Ιωάννου, Καμπανέλης, Κούνδουρος, Σαββόπουλος, Σπύρος Βασιλείου και φυσικά Τσαρούχης και Εγγονόπουλος και πολύ άλλοι που αναφέρονται στο ρόλο που έπαιξε ο Κόντογλου στη ζωή και το έργο τους. Είναι να απορεί κανείς πώς ένας τόσο ιδιαίτερος και “μονοδιάστατος” άνθρωπος κατάφερε να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τη Νεοελληνική μας τέχνη και τον ορισμό της “Ελληνικότητας” σ’ αυτήν.
“Αν παλιότερα είχαμε το Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στο μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω, αυτοί μόνον οι τρεις: Καρυωτάκης, Παρθένης, Κόντογλου” -δηλώνει ο Εγγονόπουλος.
Στη διάλεξη του κ. Ζία παρουσιάστηκε εκτενώς το σημαντικότατο εικαστικό έργο που πραγματοποίησε ο Φώτης Κόντογλου, κοσμώντας το Δημαρχείο Αθηνών. Το έργο πραγματοποιήθηκε το 1937-1940, με θέματα από την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Στη μνημειώδη αυτή εικονογράφηση με 65 φιγούρες αλλά και άλλες συνθέσεις «ιστορείται το ενιαίο της φυλής» από τον Θησέα έως τον Κολοκοτρώνη, ένα έργο για το οποίο έμεινε απλήρωτος, όπως ιστορείται .
Μετά την γενικότερη αναφορά μου στο όλον θέμα και μετά την διαπίστωση ότι και ο κατά πάντα σεβαστός Καθηγητής κ. Ζίας δεν είχε ασχοληθεί με την καταγωγή του Φώτη Κόντογλου και όντας υποψιασμένος από τον αείμνηστο Διονύση Πίτταρα ασχολήθηκα περαιτέρω.
Παρεμπιπτόντως θα αναφέρω ότι στη Μεσσηνία και συγκεκριμένα στον Ιερό Ναό του Μετοχίου του Αγίου Όρους, στη Μικρομάνη, το ξύλινο τέμπλο είναι πιστό του τέμπλου που είχε φιλοτεχνήσει ο Κόντογλου στο Ι. Ναό Αγίων Αναργύρων της Πάρνηθας Αττικής.
Επίσης ερευνάται από φιλότεχνο γλύπτη η ανεύρεση πίνακα ζωγραφικής του Κόντογλου με θέμα την Καλαμάτα. Θα είμαστε ευτυχείς να κοσμήσει τη Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας.
Συνεπώς το κύριο θέμα της αποψινής ομιλίας μου είναι να τεκμηριωθεί η καταγωγή του από την ιστορική Αρκαδιά, τη σημερινή Κυπαρισσία, σε συνδυασμό με το μεγάλο ζωγραφικό- αγιογραφικό και λογοτεχνικό έργο του Φώτη Κόντογλου. Με το πρώτο αποθανατίζει την «εθνική τέχνη» και το δεύτερο την περίφημη αγιογραφική-παραδοσιακή βυζαντινή τεχνοτροπία του. Το λογοτεχνικό του έργο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη» και κυρίως η αναφορά του στο δημοτικό μας τραγούδι «Τα έμορφα τραγούδια μας» τον κατατάσσει στη χορεία των μεγάλων διανοητών και αντανακλά «ένα αισθητικό και ηθικό όραμα θεμελιωμένο στην ελληνοκεντρική παράδοση» όπως πρόσφατα γράφτηκε.
Εισερχόμενος στο κύριο θέμα της ομιλίας μου επισημαίνω, αρχικά, την επισταμένη ιστορική έρευνα, μελέτη και ανακοίνωση δύο ανεκδότων εγγράφων, από τον ιστοριοδίφη Σωτήρη Ν. Αθανασιάδη που αξιολογήθηκαν από τον αλησμόνητο έγκριτο συγγραφέα και πολύ αγαπητό μου φίλο και τότε Διευθυντή της «Τριφυλιακής Εστίας» Διονύση Πιτταρά και αξιοποιήθηκαν από τον επίσης αλησμόνητο ιστορικό μελετητή Ι. Μ. Χατζηφώτη, έγιναν αιτία να αποκαλυφθεί και να τεκμηριωθεί με αδιάσειστα στοιχεία,., η αρκαδινή καταγωγή του μεγάλου Κόντογλου.
Προλογίζοντας τα πρώτα δύο «ανέκδοτα τότε έγγραφα αγωνιστών του 1821 με τίτλο «ΟΙ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ» ο Διον. Πιτταράς (στο υπ. αριθμ. 28 τεύχος σελ. 225 της Τριφυλιακής Εστίας) έγραφε ότι η Επανάσταση του 1769 (στα Ορλοφικά) άφησε στην Τριφυλία κλαθμό και οδυρμό και τον σύνθρηνο των όσων επέζησαν, αλλά και αυτών που προσκύνησαν εξ ανάγκης. Πολλοί κατάφεραν και έφυγαν. Άλλοι για τα Επτάνησα και άλλοι για το Αιγαίο, την Μικρασία, τον Πόντο. Ένας Κοντός ή Κοντόπουλος από την Τριφυλία έφυγε με την οικογένεια του «δια να λυτρωθή από τον κίνδυνον των Οθωμανών». Όταν γύρισαν τα παιδιά του στην πατρική γη, μετά από 50-60 χρόνια είχαν πάρει κοντά στο επώνυμο τους το τούρκικο υποκοριστικό ογλου. Κι από Κοντόπουλοι ή Κοντοί είχαν γίνει Κόντογλου.
Προλογίζοντας ο Διόν. Πιτταράς την ανακοίνωση του Ι. Μ. Χατζηφώτη (στην Τρ. Εστ. σελ. 563 Τ. 48) γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Είναι μια πολύ ευχάριστη στιγμή, για μας και την Αρκαδιά μας να γνωρίζουμε τον αποξεχασμένο κόσμο της μαζί και τους Αρκαδινούς άλλων εποχών, που μύριοι φοβεροί κατατρεγμοί τους έφεραν έξω πολύ απ’ τον τόπο τους, όχι μόνο χωρίς ποτέ να το θέλουν, αλλά με οδύνη ψυχής, με σπαραγμό και βαθιά θλίψη για τη χαμένη πατρίδα. Αναφερόμαστε στα τραγικά επακόλουθα μετά τα Ορλωφικά. Και με τον Κόντογλου τώρα αλλά και με τον άλλο εκλεκτό της Ιωνίας, τον ιστορικό μας Δημήτρη Φωτιάδη, εξακολουθεί, θα λέγαμε, μια ακόμη επιστροφή στους κόλπους της πανάρχαιας μητροπολιτικής πατρίδας. Είναι η τελευταία ίσως επιστροφή σ’ ένα κόσμο τόσο οικείο κι αγαπημένο, άλλοτε. Σ’ έναν κόσμο που χάνεται σήμερα και για πάντα – κι ας μην ήταν αλήθεια! – μαζί με την ιερή μνήμη της θρυλικής Αρκαδίας.
Για τη «διαίσθηση» που είχαμε για το μεγάλο ζωγράφο- αγιογράφο και συγγραφέα Φώτη Κόντογλου, ότι μπορεί να ’ναι ένας δικός μας μελετητής της ιστορίας μας ο Ι. Μ. Χατζηφώτης μας χαρίζει με την ερευνά του για τον Κόντογλου μια ευτυχισμένη στιγμή για την πολιτιστική και πνευματική μας παράδοση.
Ο ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ
Στην ανακοίνωση του ο Ι. Μ. Χ. αναφέρει, εκτός των άλλων και τα παρακάτω:
«Όπως γνωρίζουμε, το επίθετο Κόντογλου, με το οποίο είναι γνωστός ο μεγάλος Νεοέλληνας πεζογράφος, αγιογράφος και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου (1896/7 -1965), δεν ήταν το πατρικό του (αυτό ήταν Αποστολέλλης), αλλά το μητρικό του. «Τούτο, έγραφα άλλοτε, έχει την εξήγηση του. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ο Φώτιος. Τον έχασε πολύ νωρίς κι έτσι η ευθύνη της οικογενείας του πέρασε στον Αρχιμανδρίτη Στέφανο Κόντογλου, αδελφό της μάνας του, που ήταν «Ηγούμενος της παρά τας Κυδωνίας Ιεράς Μονής της Αγίας Παρασκευής» και διαδέχτηκε τον θείο του, επίσης Στέφανο, που κοιμήθηκε το 1895». Και σημείωνα όσες πληροφορίες δίνει ο Κόντογλου για τον θείο του αυτό. Για την καταγωγή όμως των Κόντογλου δεν είχε ως σήμερα εντοπισθεί κανένα στοιχείο. Από την κόρη του Φώτη μόνο, κ. Δέσποινα Μαρτίνου-Κόντογλου, είχα την πληροφορία ότι Κόντογλου υπήρχαν στη Σμύρνη κι από εκεί θα πέρασε ο προγονό τους στο Αϊβαλί, όπου γεννήθηκε ο πατέρας της».
ΔΥΟ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
Το 1979 στο περιοδικό «Τριφυλιακή Εστία», ο αλησμόνητος φίλος συγγραφέας και διευθυντής της Διονύσης Πιτταράς, παρουσίασε δυο ανέκδοτα έγγραφα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Στη συνέχεια ο ιστοριοδίφης Σωτήριος Νικ. Αθανασιάδης δημοσίευε τα δυο έγγραφα που αναφέρονταν στον πολίτη Γεώργιο Κόντογλου και είναι χρονολογημένα το 1829. Όπως ήταν φυσικό, το δημοσίευμα αυτό συγκέντρωσε αμέσως το ενδιαφέρον μου, αφού μάλιστα στο ένα από αυτά γινόταν λόγος για τη Σμύρνη – όπου ο Γεώργιος Κόντογλου είχε την οικογένειά του. Ζήτησα από τον Αθανασιάδη περισσότερες πληροφορίες και είχε την καλωσύνη να μου στείλει φωτοτυπίες των πρωτοτύπων κι ενός ακόμη ανεκδότου εγγράφου από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, που φωτίζει ακόμη περισσότερο το θέμα αφού μας πληροφορεί ότι και ο πατέρας του Γεωργίου, Ανδρέας Κόντογλου, έμενε στη Σμύρνη, όπου «επλήρωσε το κοινόν χρέος φθάσας εις βαθύ γήρας». Στη συνέχεια επανεκδίδω από τα πρωτότυπα όλα τα έγγραφα (αποκαθιστώντας την ορθογραφία), τα οποία αποτελούν τεκμήρια της καταγωγής της μητέρας του Φώτη Κόντογλου από τον Μοριά, όπου ο ίδιος είχε εργασθεί, ταξιδέψει και τον οποίο περιγράφει στα βιβλία του. Το δεύτερο έγγραφο είναι το ανέκδοτο. Και τα τρία μας πληροφορούν σχετικά με την περιουσία του Ανδρέα Κόντογλου πριν αποδημήσει και την οικονομική κατάσταση του γιου του Γεωργίου Κόντογλου, μετά τον επαναπατρισμό του. Με αναφορά του προς τον Καποδίστρια ο Γεώργιος Κόντογλου ζητούσε να ξαναπάρει τα πατρικά του κτήματα, γιατί αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα:
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος,
Η επανάστασις της Πελοποννήσου του 1769 έτους, εβίασε τον πατέρα μου να εξέλθη έκτοτε εις αλλοτρίαν γην δια να λυτρωθή μετά της οικογενείας του από τον κίνδυνον των Οθωμανών, παρά των τα ιδιόκτητα και πατρώα του κτήματα εις την διάκρισιν αυτών, οίτινες και τα κατέσχον μέχρι του νυν. Ήδη δε Θεού ευδοκία και δια της σοφής κηδεμονίας σας φαίνεται ότι ταύτα πάντα ελυτρώθησαν, και έκαστος Έλλην έρχεται να εξουσιάζη και να δουλεύη την πατρικήν του γην. Λαμβάνω το θάρρος και ο υποφαινόμενος να προστρέξω εις το πατρικόν έλεός σας όπως δυνάμει των εσώκλειστων αποδείξεων διατάξητε να λάβω υπό την εξουσίαν μου τα πατρικά μου κτήματα, δια να μεταφέρω εκεί την εις Σμύρνην ευρισκομένην οικογένειάν μου. Εάν δε τούτο είναι αδύνατον κατά το παρόν δια τα τοιαύτα, περικαλώ να επιτάξη εν τοσούτω να λάβω καμμίαν εθνικήν υπηρεσίαν, δια να ημπορώ να ζω, διότι ότι ευρίσκομαι εις μεγαλοτάτην ένδειαν υστερούμενος των προς το ζην αναγκαίων.
Και με βαθύτατον σέβας υποσημειούμαι.
Ο πολίτης
Γεώργιος Κόντογλου
Εν Αιγίνη τη 5η Φεβρουαρίου 1829».
ΤΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ
Την αναφορά του ο Γεώργιος Κόντογλου συνόδευε με δυο επίσημα πιστοποιητικά των κατοίκων της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς), επικυρωμένα από τη Δημογεροντία της, που βεβαιώνουν τα λεγόμενα του. Στο πρώτο από αυτά (έχει χρονολογία 15 Νοεμβρίου 1828) βεβαιώνεται ότι δεν είχε πουλήσει τα πατρικά του κτήματα, αλλά τα είχαν καταλάβει οι Τούρκοι.
Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα δυο επισήμων πιστοποιητικών κατοίκων της Κυπαρισσίας που βεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Γεώργιου Κόντογλου που περιέχονται στην από 5/2/1829 αναφορά του προς τον Καποδίστρια την οποία δημοσιεύουμε σε αυτό το αφιέρωμα.
Στο πρώτο από αυτά με ημερομηνία 15/11/1828 βεβαιώνεται εκτός των άλλων ότι δεν είχε πουλήσει τα παρακάτω κτήματα, αλλά τα είχαν καταλάβει οι Τούρκοι:
«Πιστοποιείται ότι ο μακαρίτης Κόντογλου ήταν προ εξήκοντα έτη αυτόχθων και κάτοικος της πόλεως Αρκαδιάς με ακίνητα κτήματα και οικίας, και ότι εις την τότε επανάστασιν των γενητόρων μας κατά των Οθωμανών κατέφυγε να διασωθή εκτός της Ελλάδος εις ασφαλές μέρος.
Αφ’ ου λοιπόν κατείπαυσεν η ταραχή και επροσκλήθημεν από τους Ιονίους Νήσους να επιστρέψουμε εις την Πατρίδα, επανήλθε και ο διαληφθείς Κόντογλου μετά της οικογενείας του, και έμεινεν ως και οι γενήτορές μας, κύριος των ακινήτων κτημάτων του. Τα μετά ταύτα όμως δεινά της τυραννίας εβίασαν τον πατριώτην μας τούτον ν’ αναχώρηση με όλην του την οικογένειαν εις την Μικράν Ασίαν, όπου και επλήρωσε το κοινόν χρέος εις την μεγαλόπολιν Σμύρνης, φθάσας εις βαθύ γήρας.
Εν Αρκαδιά τη 14η Νοεμβρίου 1828
Ίδιον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω
Οι κάτοικοι της πόλεως Αρκαδιάς
Το δεύτερο πιστοποιητικό με χρονολογία 6-12-1828 παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία για τα πατρικά κτήματα του Γεωργίου Κόντογλου:
«Ο συμπολίτης ημών κύριος Γεώργιος Κόντογλου, έχων σκοπόν να αναφερθή περί των πατρικών του κτημάτων, ένθα ανήκει, και επιθυμίαν να αποδείξη τα Κοντογλέικα κτήματα ως αληθώς πατρικά του, εζήτησε την παρούσαν απόδειξίν μας. Ημείς δε νέοι όντες τη ηλικία δεν ενθυμούμεθα, ούτε ηξεύρομε εντελώς ποία και πού είναι τα κτήματα των μετά την πρώτην επανάστασιν της Πελοποννήσου φυγάδων συμπολιτών μας, μ’ όλον τούτο ηκούσαμε πολλάκις από τους αποθανόντας γονείς μας, ότι τα κάτωθεν κτήματα ήτον πάλαι ποτέ του μακαρίτου Ανδρέα Κόντογλου πατρός του ενταύθα κυρίου Γεωργίου.
Το οσπίτιον εις το οποίον εκατοίκει ο Μπάσογλους, ένα περιβόλι ελαιόδενδρα εις Κοντρί υπό την εξουσίαν του ιδίου, ένα όμοιον εις την Γιαννσίτζεναν (πλησίον των Μανωλαίων) υπό την εξουσίαν του Σουλεμάναγα, εις την Νοτιάν μερικά ελαιόδενδρα υπό την εξουσίαν του Κουσουρή, πλησίον του Αγίου Νικολάου, τα ελαιόδενδρα υπό την εξουσίαν του Χουσείν Σπαή, εις το Καμινάκι (φθαρμένα επί του νυν από την πυρκαϊάν) υπό την εξουσίαν του Σκυλοκάβλη και εις τον Ξηροπόταμον τα ελαιόδενδρα υπό την εξουσίαν του Μέμου.
Όθεν εις ένδειξιν δίδεται η παρούσα μας απόδειξις κατ’ αίτησιν του κυρίου Γεωργίου Κόντογλου, δια να τον χρησιμεύση εν καιρώ τω δέοντι.
Εν Αρκαδιά τη 6η Δεκεμβρίου 1828
Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω
Οι αυτόχθονες της πόλεως Αρκαδιάς»
ΚΑΙ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Ακολούθως ο αείμνηστος Ι. Χατζηφώτης αναφέρει:
Χαρακτήρισα τα παραπάνω έγγραφα τεκμήρια της καταγωγής της μητέρας του Κόντογλου, γιατί ενισχύονται από την ακόλουθη σημείωση που υπάρχει στο Αρχείο του Φώτη Κόντογλου και βρίσκεται στα χέρια της κόρης του κ. Δέσποινας Μαρτίνου – Κόντογλου, την οποία και ευχαριστώ θερμότατα γιατί μου έδωσε την δυνατότητα να τα μελετήσω. Πρόκειται για την υπ’ αριθμό 15 σημείωση στο κεφάλαιο «Ανεξιχνίαστα Μυστήρια» και έχει ως εξής: «Κ’ εγώ είμαι από την Αρκαδιά». Το τετράδιο, όπου περιλαμβάνονται οι σημειώσεις αυτές, επιγράφεται από τον ίδιο τον Κόντογλου: «Σημειώσεις εκ της μελέτης βιβλίων διαφόρων και άλλων τυπωμάτων».
Το νέο αυτό στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού σε Αρκάδες η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) της Τριφυλίας, όπου ο Ανδρέας και Γεώργιος Κόντογλου, οφείλει την ονομασία της. Όπως είναι γνωστό:
«Πλήθη αποχωρησάντων εκ της πατρίδος αυτών Αρκάδων εγκατεστάθησαν κατά το 747-748 μ. Χ. πέριξ της περιοχής του δεσπόζοντος της αρχαίας Κυπαρισσίας φρουρίου. Και ο Γερμανός ιστορικός Χέρτσβεργ αποδέχεται ότι η εγκατάστασις Αρκάδων εις την περιοχήν της πόλεως Κυπαρισσίας εγένετο ολίγον μετά το 747. Πολυπληθέστεροι δε γενόμενοι εις ανάμνησιν της εγκαταλειφθείσης πατρίδος των, «ονόμασαν την νέαν αυτών πατρίδα Αρκαδιάν»
Σε επιστολή του Δ. Κανελλόπουλου προς τον Θ. Κολοκοτρώνην, γραμμένη στις 23 Μαΐου 1825, μετά την άλωση της Κυπαρισσίας από τα στίφη του Ιμπραήμ, οι κάτοικοί της αναφέρονται ως Αρκάδες. Η συνείδηση της καταγωγής του παρέμεινε πάντοτε έντονη. Εδώ χωριά της Αρκαδιάς εννοούνται τα χωριά της Τριφυλίας:
«Τα χωριά της Αρκαδιάς εχάθησαν. Ο λαός εσκλαβώθη. Εδώ είναι φθασμένες ψυχές έως 2.000 Αρκάδιοι και απέρασαν δια Καρύταινα».
Κι αξίζει να σημειωθεί, ότι στο Δημαρχείο Αθηνών ο Κόντογλου, ανάμεσα στον «Ιαπετό, τον αρχαιότατο ανθρώπων», τον «Γραικό, τον προπάτορα των Γραικών» και τον «Έλληνα, εξ ου οι Έλληνες» στις τοιχογραφίες του πρώτου ορόφου, τοποθετεί και τον «Αρκάδα, τον πρώτο καλύβας ποιήσαντα». Ενώ στο θαυμάσιο βιβλίο του «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» πλέκει το εγκώμιο των Αρκάδων στο ωραίο κομμάτι του «Οι Αρκάδες, τα παιδιά των βουνών»:
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Αλλά και για την ιστορική Αρκαδιά (Κυπαρισσία) έχει γράψει ο Κόντογλου. Το έργο του ήταν ανέκδοτο. Εξεδόθη το 2004 από τον Ι. Χατζηφώτη με εισαγωγή, η επιμέλεια και σχόλιά του. Παραθέτω εδώ το κείμενο αυτό.
«Δυνατό και αρχαίο, σε απόγκρεμο βουνό. Πολλές εποχές. Ελληνικά, βυζαντινά, φράγκικα, τουρκικά. Έχει έναν πύργο οκτάγωνο βυζαντινό με τετράγωνα παράθυρα κατά το μέρος της πολιτείας. Ένας άλλος πύργος τεσσαράγκωνος ελληνικός γκρεμισμένος, φαίνουνται μονάχα τα θεμέλια κοντά στην καστρόπορτα. Ένας άλλος πύργος τεσσαράγκωνος φράγκικος, με ελληνικές πέτρες χτισμένος. Δυο πύργοι τούρκικοι και τειχιά με μπιντένια. Τον 15ον αιώνα αφέντες είτανε οι Στρατηγόπουλοι κ’ οι Μελησσινοί. Ύστερα την πήρανε οι Φράγκοι».
Ο «Καστρολόγος», όπως αναφέρεται στον πρόλογο της έκδοσης είναι έργο μιας ολόκληρης ζωής, που δούλευε παράλληλα με τον «δίδυμό» του «Μοναστηρολόγο» με αμείωτο κέφι πάντοτε και μεράκι, αλλά άφησε στο στάδιο της συλλογής και πρώτης κατάστρωσης του υλικού, αν και η αγάπη του για τα κάστρα είναι γνωστή και ευρύτερα παραδεκτή (. . .). Φιλοδοξία του ήταν να δώσει μια πλήρη καταγραφή των κάστρων της Ελλάδας όχι μόνον εκείνων που σώζονται, αλλά και όσων έχουν καταστραφεί και χαθεί. (. . .)
Από όσα παραπάνω σημειώθηκαν, στοιχειοθετείται η αρκαδινή καταγωγή του Φώτη Κόντογλου, στηρίζεται ο εντοπισμός της στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), όπου ύπαρχε οικογένεια Κόντογλου που πήγε με τα Ορλωφικά στη Μικρασία (Σμύρνη, εκεί που καθώς γνωρίζουμε ήταν εγκαταστημένη η οικογένεια Κόντογλου, που μέλη της πέρασαν στο Αϊβαλί, γενέτειρα του Φώτη) κι εξηγείται η συχνή αναφορά του στους Αρκάδες και την Αρκαδιά για την καταγωγή του από την οποία είχε ακουστά από το σόι της μάνας του.
Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Στην εκδήλωση που οργανώθηκε για την απονομή του τιμητικού διπλώματος στην μοναχοκόρη του Δέσποινα Μαρτίνου – Κόντογλου το 1983 γίνεται αναφορά στο 54 τεύχος της Τρ. Εστίας»:
«Το Δ.Σ. του Συλλόγου «ΑΡΚΑΔΙΑ» οργάνωσε στο ξενοδοχείο ΚΙΝΓΚ ΜΙΝΩΣ μια ωραία και σεμνή εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του μεγάλου αγιογράφου και διανοητή ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, που οι πρόγονοι του από την πλευρά της μάνας του, είχαν τις ρίζες τους στην πανέμορφη ιστορική Κυπαρισσία. Ήταν μια εκδήλωση που θ’ αποτελεί κι αυτή μια ακόμη ιστορική ενέργεια του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου «Αρκαδιά» για τον κόσμο που πιστεύει στην Αρκαδινή παράδοση και στο πνεύμα της αιώνιας αυτής πόλης.
Μετά τις ομιλίες των κ. κ. Διόν. Πιτταρά και Ι. Μ. Χατζηφώτη επεδόθη το παρακάτω ψήφισμα στη κόρη του, η οποία κατασυγκινημένη από την αυθόρμητη αυτή πατριωτική ζεστασιά είπε:
«Επιτέλους, έχουμε και εμείς πατρίδα»
Το ψήφισμα έχει ως εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Κυπαρίσσιων «Η ΑΡΚΑΔΙΑ» έχει υπόψη του ότι στην αγαπημένη μας ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ βρίσκονται οι ρίζες, από την πλευρά της Μητέρας του μεγάλου ζωγράφου, αγιογράφου και λογοτέχνη, αείμνηστου
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε πληθωρική και πολυεδρική προσωπικότητα. Στη ζωή, με μαχητική διάθεση και πίστη σε ωραίες ιδέες, ανέβηκε στην κορυφή της κοινωνικής και πνευματικής πυραμίδας. Σαν ζωγράφος εμπνεύστηκε από το Βυζαντινό Πολιτισμό. Σαν αγιογράφος έδωσε άπειρα έργα, φωτισμένα όλα από τη Βυζαντινή Ζωγραφική. Σαν άνθρωπος υπήρξε σεμνός και ενάρετος, υπόδειγμα για τους ανθρώπους της Τέχνης.
Στον εκλεκτό τούτο συμπατριώτη μας από τη ρίζα της σεπτής Μητέρας του, από την οποία πήρε και το όνομα Κόντογλου, για τον οποίον εμείς οι Κυπαρίσσιοι είμαστε πολύ υπερήφανοι, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί χρέος του να αποτίσει ελάχιστο φόρο τιμής.
Έτσι: αποφασίζουμε ομόφωνα
Να οργανώσει την 23 Νοεμβρίου 1983 εκδήλωση στη μνήμη του αείμνηστου Φώτη Κόντογλου.
Να παραδοθεί σαν «τιμητικό δίπλωμα» στην κόρη του κ. Δέσποινα Μαρτίνου – Κόντογλου αντίγραφο της παρούσας απόφασης, και
Να δημοσιευθεί η παρούσα στο περιοδικό «Τριφυλιακή Εστία.
Ο Πρόεδρος
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΙΤΤΑΡΑΣ
Ο Αντιπρόεδρος
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΖΑΔΕΣ
Η Γεν. Γραμματέας
ΟΛΓΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Τα Μέλη
ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ
ΘΑΝΟΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»
Έτσι λοιπόν η ιστορική Αρκαδία κλείνει στους κόλπους της έναν ακόμη άξιο του Γένους και της Ορθοδοξίας, τον μεγάλο αγιογράφο και ουρανοπολίτη Φώτη Κόντογλου, όπως και έναν άλλο μεγάλο εκλεκτό της, ουρανοπολίτη και αυτόν, τον από την Αρκαδιά καταγόμενο μεγάλο ιστορικό του Γένους Δημήτρη Φωτιάδη, που επέστρεψαν «στους κόλπους της Μητροπολιτικής Πατρίδας και φρουρούν την ιερή Γη της θρυλικής Αρκαδιάς, την σημερινή αγαπημένη μας Κυπαρισσία.
Σας ευχαριστώ.