«Η πραγματική ευθύνη: να σχεδιάσουμε το μέλλον»

Γράφει ο Αλέξης Χαρίτσης

Όλα κάνουν τον κύκλο τους σε ταχύτατο χρόνο. Αυτό που φαντάζει -και συχνά είναι- πρωτοφανές και συγκλονιστικό, μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες εξαφανίζεται από τη δημόσια σφαίρα βυθίζοντάς μας σε έναν πολιτικό χρόνο που δεν αφήνει χώρο για πραγματική συζήτηση και ουσιαστικό ανασχεδιασμό . Το καλοκαίρι η χώρα μας βρέθηκε στη δίνη δύο, σχεδόν ταυτόχρονων, γεγονότων που θα έπρεπε να λειτουργήσουν ως συναγερμός: τις καταστροφικές πυρκαγιές και τις εξίσου καταστροφικές πλημμύρες. Αφήνω προς το παρόν στην άκρη τις βαρύτατες κυβερνητικές ευθύνες που συναντήθηκαν με τις χρόνιες παθογένειες στην πρόληψη και θωράκιση της κοινωνίας μας. Θέλω να εστιάσω σε κάτι άλλο. Η διαχείριση αυτών των καταστροφών παραπέμπει σε ένα εξαιρετικά γνώριμο μοτίβο: ύστερα από τις μέρες του εντυπωσιασμού και των υποσχέσεων για τις αποζημιώσεις των πληγέντων ακολούθησαν οι γνώριμες πια εξαγγελίες για τη ανάγκη μιας νέας αρχής. Και ύστερα από ελάχιστο καιρό, όλα αυτά πήραν το δρόμο της λήθης. Ο Έβρος και η Θεσσαλία δεν άλλαξαν σελίδα. Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο που μας οδηγεί, νομοτελειακά, στην επόμενη κρίση. Στην επόμενη πυρκαγιά. Στην επόμενη πλημμύρα. Ανοχύρωτη στη δίνη της κλιματικής κρίσης.

Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα στην οποία βρισκόμαστε. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει επιτύχει στον στρατηγικό της στόχο για τη διαμόρφωση μιας Δεξιάς ηγεμονίας που στις διαδοχικές κρίσεις του παρόντος και στις προκλήσεις του μέλλοντος απαντά με παρωχημένα εργαλεία του παρελθόντος. Μετατρέπει την εκλογική της επιτυχία σε διαρκές άλλοθι για την επιβεβαίωση της πολιτικής της. Και συγκαλύπτει το προφανές: ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Τη συνταγή αυτή την διαπιστώνει οποιοσδήποτε δεν είναι εγκλωβισμένος στη ρητορική του «41%». Εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, η ακρίβεια υπονομεύει την παραγωγική προοπτική της χώρας και ροκανίζει τα εισοδήματα των πολιτών. Οι περίφημες επενδύσεις είναι περιορισμένες και αφορούν στον κλάδο των κατασκευών, του τουρισμού και σε αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων που οδηγούν σε έκρηξη τιμών ενοικίων και ακινήτων και όχι στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας που φέρνουν προστιθέμενη αξία. Ο σχεδιασμός του Ταμείου Ανάκαμψης δεν υπηρετεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, συμπεριληπτικό, δίκαιο και βιώσιμο, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός αδιαφανούς αναδιανομής του δημόσιου χρήματος στους λίγους και ισχυρούς. Μπορεί το πολιτικό σύστημα του παλιού δικομματισμού να οργανώνει τιμητικές εκδηλώσεις για πρώην πρωθυπουργούς, αλλά αδιαφορεί όταν αυτοί επισημαίνουν ότι βιώνουμε έναν «κερδοσκοπικό οπορτουνισμό» που δεν εξυπηρετεί την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της χώρας. Εξυπηρετήσεις και προνόμια στην κορυφή της πυραμίδας, επιδόματα στην βάση της, επικοινωνιακά τεχνάσματα, εξαγγελίες δίχως αντίκρισμα και η όλη λογική της «φτηνής ανάπτυξης» δίχως κανόνες μπορεί να εξασφαλίζουν την συναίνεση αρκετών προς το παρόν, αλλά υπονομεύουν το μέλλον της χώρας: η Ελλάδα είναι ανοχύρωτη στις διεθνείς κρίσεις, εγκλωβισμένη στις εσωτερικές της παθογένειες, απροετοίμαστη για τις αλλαγές που ήδη συντελούνται παγκοσμίως και απειλούν την κοινωνική, οικολογική και αναπτυξιακή της πορεία στο μέλλον.

 

Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στην κυβέρνηση. Διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα και τις προοδευτικές δυνάμεις που, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες εκλογές, δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν ένα πειστικό και συνολικό σχέδιο για μια διαφορετική πορεία της χώρας. Αυτή η προβληματική κατάσταση επιτάθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με την ανάδειξη ενός νέου προέδρου και τη συγκρότηση μιας ηγετικής ομάδας που πιστεύει ότι η αντιπολίτευση είναι απλώς και μόνο το άθροισμα γενικόλογων απολίτικων καταγγελιών και αντιφατικών -συχνά συντηρητικών- συνθημάτων. Και, όπως είναι γνωστό, οδήγησε πολλούς από εμάς, βουλευτές, στελέχη και μέλη του κόμματος, σε μια δύσκολη, αλλά αναγκαία απόφαση: να αποχωρήσουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και να αναλάβουμε την ευθύνη για την ανακοπή της διάλυσης της αριστεράς, αλλά και ευρύτερα της προοδευτικής παράταξης στη χώρα μας, προτάσσοντας το νέο πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο που απαιτεί η εποχή μας.

Η αφετηρία για αυτό το σχέδιο βρίσκεται σε μια σκληρή διαπίστωση: ότι μόνο βαθιές τομές -τομές ριζοσπαστικές και προοδευτικές, που απαιτούν συγκρούσεις, αλλά την ίδια στιγμή θα αναδείξουν ένα νέο υπόδειγμα- μπορούν να οδηγήσουν στη θετική έξοδο από τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρισκόμαστε. Και οι τομές αυτές έχουν συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους: κλιματική και κοινωνική δικαιοσύνη, νέο αναπτυξιακό πρότυπο, οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση.

Οι δυνατότητες υπάρχουν. Προκύπτουν τόσο από την κοινωνική αφύπνιση γύρω από τις σύγχρονες προκλήσεις, όσο και από το γεγονός ότι η χώρα μας τα επόμενα χρόνια έχει στη διάθεσή της χρηματοδοτικά εργαλεία που μπορούν, υπό τον όρο ότι θα κατευθυνθούν εκεί που πρέπει, να υποστηρίξουν την αλλαγή παραδείγματος. Υπάρχουν, στο βαθμό όμως που θα υπάρχουν και οι ανάλογες προτεραιότητες: να μετατρέψουμε δηλαδή τις εμπειρίες της κρίσης, όπως στο παράδειγμα της Θεσσαλίας, σε εφαλτήρια ενός φιλόδοξου σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος που δεν θα επιδιώκει την επιστροφή στο «χτες», αλλά τη μετάβαση στο «αύριο».

Η πολιτική αυτή έχει στο κέντρο της έναν νέο ρόλο του Κράτους – που ενσωματώνει τις διεθνείς τάσεις που εμφανίστηκαν στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Ενός Κράτους που συνεργάζεται ισότιμα και με αμοιβαίο όφελος με τον ιδιωτικό τομέα αντί να γίνεται έρμαιο ισχυρών συμφερόντων. Ένα Κράτος-στρατηγός, όχι ως αυταρχικός μηχανισμός, αλλά ως επικεφαλής του σχεδιασμού ολοκληρωμένων δημόσιων πολιτικών και της εκπόνησης, αξιολόγησης και ανατροφοδότησης της αναπτυξιακής στρατηγικής.

Στόχος μας είναι ένα νέο Αναπτυξιακό Κράτος που, διασφαλίζοντας τους αναγκαίους ανθρώπινους και υλικούς πόρους, θα σχεδιάζει και θα υλοποιεί προς όφελος της κοινωνικής συνοχής, της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, της επιδίωξης της δίκαιης ανάπτυξης, πάντοτε σε συνεργασία και συντονισμό με τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, κινητοποιώντας νέα παραγωγικά υποκείμενα. Στο έδαφος αυτό, επιμένουμε ότι το μοντέλο ανάπτυξης του μέλλοντος μπορεί και οφείλει να είναι προσανατολισμένο στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας μέσα από τη δυναμική αναγέννηση και αναπροσανατολισμό του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σε μια εποχή διαδοχικών αγροτοδιατροφικών κρίσεων, είναι αδιανόητο να βλέπουμε με απάθεια την ερήμωση της υπαίθρου και την καθήλωση της αγροτικής παραγωγής. Σε μια εποχή όπου το ζητούμενο είναι οι παραγωγικές επενδύσεις, είναι προβληματικό η χώρα μας να εξαντλεί την φιλοδοξία της στην ανάπτυξη σχεδόν αποκλειστικά των υπηρεσιών και μάλιστα χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Σε μια εποχή γενικευμένου προβληματισμού για την πράσινη μετάβαση, είναι ντροπή στη χώρα μας να αντιμετωπίζεται η προστασία του περιβάλλοντος ως εμπόδιο, πρόβλημα ή πολυτέλεια, αντί να συζητάμε για το πραγματικό πρασίνισμα της οικονομίας με όρους συμπερίληψης και δημοκρατίας.

 

Προφανώς το νέο δεν θα προκύψει από παρθενογένεση. Αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν υπόγεια και δυναμικά ρεύματα που αναζητούν το δρόμο για ένα αναπτυξιακό άλμα και την ίδια στιγμή θέτουν στο επίκεντρό τους τις μεγάλες συζητήσεις της εποχής μας. Και με δική μας ευθύνη, αυτές οι αναζητήσεις δεν έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στόχος μας λοιπόν είναι να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανασύνθεση μιας σύγχρονης πρότασης που θα έρχεται σε ρήξη με την ηγεμονία της Δεξιάς και κυρίως θα πείθει ότι αυτός δεν είναι ο μόνος δρόμος που έχει η ελληνική κοινωνία. Έχουμε επίγνωση των δυσκολιών. Αλλά ταυτόχρονα, και αυτό είναι που καθόρισε την απόφασή μας, έχουμε επίγνωση των δυνατοτήτων και της ιστορικής αναγκαιότητας. Η πραγματική ευθύνη είναι να σχεδιάσουμε το μέλλον της χώρας. Και αυτή δεν προκύπτει από μια αυτοαναφορική αναζήτηση μιας καθαρής ιδεολογικής ταυτότητας. Προκύπτει από την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ευρείας αριστερής και προοδευτικής παράταξης που θα λέει αυτά που πιστεύει και θα πιστεύει αυτά που λέει. Με πρώτο και κύριο ότι το σημερινό μοντέλο είναι και άδικο και αναποτελεσματικό. Η μόνη εναλλακτική είναι ο δρόμος της δίκαιης ανάπτυξης, της κλιματικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής ισότητας. Και αυτός είναι ο δικός μας δρόμος.

 

Άρθρο του βουλευτή Ν. Μεσσηνίας, Αλέξη Χαρίτση, στην ιστοσελίδα  KReport