Ο βουλευτής Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ Θανάσης Πετράκος, με αφορμή την παρουσίαση χθες, στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου, της εφαρμογής της νέας Κοινής Γεωργικής Πολιτικής 2014-2020 από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μεταξύ άλλων τόνισε ότι:
«Οι αγρότες της Μεσσηνίας δυστυχώς δεν έχουν να περιμένουν πολλά πράγματα από την νέα ΚΑΠ. Αντίθετα, η εφαρμογή της ξυπνά τα πλέον εφιαλτικά σενάρια. Δεν είναι μόνο η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας που κινδυνεύει πλέον με αφανισμό και οι ελαιοκαλλιεργητές που θα είναι από τους πλέον «ριγμένους» με την εφαρμογής της νέας ΚΑΠ. Κινδυνεύει το σύνολο των αγροτών.
Δυστυχώς η κυβέρνηση, ακολουθώντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της στο χώρο της αγροτικής παραγωγής, οδηγεί στην εξαθλίωση και τον αφανισμό τους μικρομεσαίους Μεσσήνιους παραγωγούς που ασχολούνται με τις παραδοσιακές καλλιέργειες του Νομού μας.»
Ακολουθεί η πλήρης δήλωση του κ. Πετράκου:
«Η απαράδεκτη προχειρότητα με την οποία έδρασε η κυβέρνηση στο θέμα της εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, αποτελεί απόδειξη της εγκληματικής της αδιαφορίας απέναντι στον αγροτικό κόσμο, έναν τομέα ο οποίος θα έπρεπε να αποτελέσει την ατμομηχανή της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας. Μόλις μία εβδομάδα πριν την καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης του σχεδίου στην ΕΕ, η κυβέρνηση παρουσίασε στο θερινό τμήμα (!) της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου το σχέδιό της για την εφαρμογή της νέας Κοινής Γεωργικής Πολιτικής 2014-2020!!!
Μάλιστα, όχι μόνο δεν έφερε καν το θέμα στο Κοινοβούλιο, ώστε να γίνει εκτενής συζήτηση για αυτό το τόσο σημαντικό για τον αγροτικό κόσμο και την οικονομία της χώρας, ζήτημα, αλλά δεν έκανε και καμία ανοιχτή διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς. Την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά, ενημέρωσε τους λίγους βουλευτές που συμμετέχουν στο β’ θερινό τμήμα της αρμόδιας Επιτροπής. Η εν κρυπτώ λειτουργία της φανερώνει στην καλύτερη περίπτωση την έλλειψη οποιουδήποτε σχεδιασμού και στη χειρότερη, εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Αυτό που γνωρίζαμε βέβαια, μετά και την ανακοίνωση των γενικών γραμμών της εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, δεν αλλάζει. Οι ακραίες νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΕΕ που οδηγούν σε μείωση των διατιθέμενων κονδυλίων για τη γεωργία, και η πειθήνια υπακοή της κυβέρνησης σε αυτές, τορπιλίζουν συνολικά τον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα της νότιας Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Ελλάδας. Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται και με τις καθόλα ετεροβαρείς, ιδιαίτερα για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας για την ΕΕ, δεν χρήζει πλέον στήριξης, αλλά μπορεί να χρησιμεύσει ως αντικείμενο προς διαπραγμάτευση-εκχώρηση στις συμφωνίες με τρίτες χώρες. Η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης να στηρίζει με κάθε τρόπο τις πολιτικές αυτές, προϊδεάζει ήδη για το τι μέλλει γενέσθαι στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας.
Οι αγρότες της Μεσσηνίας δυστυχώς δεν έχουν να περιμένουν πολλά πράγματα από την νέα ΚΑΠ. Αντίθετα, η εφαρμογή της ξυπνά τα πλέον εφιαλτικά σενάρια. Δεν είναι μόνο η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας που κινδυνεύει πλέον με αφανισμό και οι ελαιοκαλλιεργητές που θα είναι από τους πλέον «ριγμένους» με την εφαρμογής της νέας ΚΑΠ. Κινδυνεύει το σύνολο των αγροτών.
Δυστυχώς η κυβέρνηση, ακολουθώντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της στο χώρο της αγροτικής παραγωγής, οδηγεί στην εξαθλίωση και τον αφανισμό τους μικρομεσαίους Μεσσήνιους παραγωγούς που ασχολούνται με τις παραδοσιακές καλλιέργειες του Νομού μας.
Καλούμε το σύνολο των Μεσσήνιων παραγωγών να αντισταθούν στα σχέδια της κυβέρνησης και της ΕΕ και συντασσόμενοι με τον ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλλουν στην ανατροπή της πορείας εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένο ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας. Είναι επίσης δεδομένο ότι, για να επιτευχθεί αυτό, είναι πλέον, πιο αναγκαίος από ποτέ, ο πολιτικός και κοινωνικός αγώνας για τη ριζική αναθεώρηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, την αύξηση του προϋπολογισμού για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και τη ριζική ανακατανομή των πόρων, προς όφελος των μεσογειακών προϊόντων και των μικρομεσαίων αγροτών».