«Η αυθαίρετη και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, στοίχισε το τελευταίο δίμηνο 40.113 θέσεις εργασίας στη μισθωτή απασχόληση του ιδιωτικού τομέα.» Τονίζει σε ανακοίνωσή του ο βουλευτής Κυκλάδων της ΝΔ και πρώην Υπουργός Εργασίας Ιωάννης Βρούτσης, στην εξαγγελία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να αυξήσει το κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βρούτσης στην ανακοίνωσή του αναφέρει:
Η αυθαίρετη και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, στοίχισε το τελευταίο δίμηνο 40.113 θέσεις εργασίας στη μισθωτή απασχόληση του ιδιωτικού τομέα
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι με την πρωτοβουλία της να επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ θα λυθούν τα προβλήματα της οικονομίας και της απασχόλησης. Θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, θα μειωθεί η ανεργία και θα κινηθεί η οικονομία.
Μακάρι τα πράγματα στην οικονομία να ήταν τόσο απλά και εύκολα, σαν μια απλή γραμμική εξίσωση. Δυστυχώς είναι πιο σύνθετα και πολύ ευαίσθητα.
Γιατί αν ήταν έτσι, τότε γιατί να μην πάμε τον κατώτατο μισθό στα 851, τα 951 ή και τα 1.051 ευρώ, ώστε η ανεργία να πέσει ακόμη περισσότερο και να λύσουμε όλοι μια και καλή τα προβλήματά μας;
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Κανείς και πολύ περισσότερο εμείς, ούτε πιστεύουμε ούτε θέλουμε μια ανάπτυξη που να βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς και σε περαιτέρω συμπίεση του εργατικού κόστους. Το αντίθετο. Στο επίκεντρο του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος που τόσο μεθοδικά αρχίζαμε να χτίζουμε τα προηγούμενα χρόνια και που τόσο βίαια διακόπηκε από τη λαϊκίστικη ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν και είναι η βελτίωση της ποιότητας και παραγωγικότητας της οικονομίας, η εξωστρέφεια και ο ανταγωνιστικός δυναμισμός. Ώστε οι μισθοί να αυξάνονται όπως αυξάνεται και η παραγωγικότητα, «καθρεφτίζοντας» την πραγματική δύναμη της οικονομίας. Σε αυτό το σημείο, ακριβώς, βρίσκεται η κρίσιμη προϋπόθεση για μια ευεργετική επίδραση των μισθών σε όλη την οικονομία. Στο να συμβαδίζει, δηλαδή η αύξηση των αμοιβών με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα.
Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο νέος μηχανισμός διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού – μια από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας – που στο Yπουργείο Εργασίας θεσμοθετήσαμε με τους ν. 4093/2012 και 4172/2013, υιοθέτησε μια νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση, μια σύγχρονη αντίληψη. Ο κατώτατος μισθός, δηλαδή, θα διαμορφώνεται ύστερα από κοινωνικό διάλογο, λαμβάνοντας όμως υπόψη – για πρώτη φορά στην Ελλάδα – τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας.
Αυτό θα είναι το ελάχιστο κατώφλι των μισθών, το «εισόδημα ασφαλείας» για όλους τους εργαζόμενους. Στο πλαίσιο αυτού του νέου μηχανισμού του κατώτατου μισθού, οι ίδιοι οι κοινωνικοί εταίροι, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα μπορούν στο μέλλον, όπως μπορούν και σήμερα, να συμφωνούν μόνοι τους – στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας τους – όποιες υψηλότερες αμοιβές θέλουν, ανάλογα με την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες κάθε κλάδου και επιχείρησης ξεχωριστά. Αυτή είναι εξάλλου η λογική με την οποία διαμορφώνονται οι αμοιβές σε όλη την Ευρώπη. Τέτοια μοντέλα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού υπάρχουν στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών.
Από εκεί και πέρα, το να πιστεύει κάποιος ότι με μια απότομη αύξηση των κατώτατων αμοιβών στα 751 ευρώ, όπως δηλαδή ήταν το 2009 – με αυθαίρετο και ατεκμηρίωτο επιστημονικά τρόπο – θα ξαναγυρίσουμε αυτόματα και στις συνθήκες προ κρίσης, σα να μη συνέβη τίποτε, αποτελεί μια αυταπάτη. Ουσιαστικά θα έχουμε μια «ολική επαναφορά» σε προϋπάρχουσες στρεβλώσεις και αποτυχημένες πρακτικές. Το «σοκ» και η «ασφυξία» θα είναι έντονα, ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως πλέον και στην ίδια την κυβέρνηση παραδέχονται, και το τίμημα θα είναι μεγάλο. Η ανεργία θα τραβήξει ξανά την ανηφόρα, αντιστρέφοντας βίαια την τάση αποκλιμάκωσης και σταδιακής μείωσης που με τόσο κόπο και θυσίες είχαμε καταφέρει το τελευταίο διάστημα.
Ακόμη χειρότερη θα είναι η κατάσταση για τους νέους, όπως και το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την καταπολέμηση της ανεργίας ομολογεί: «…. σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να προσλαμβάνουν άτομα αυτής της ηλικίας, κατάσταση που θα επιδεινωθεί όταν ο ΣΥΡΙΖΑ καταργήσει τον ειδικό κατώτατο μισθό για τους νέους (€511) και ανεβάσει τον ενιαίο κατώτατο στα €751 (47% αύξηση κατώτατου μισθού για τους νέους)…».
Κοινώς, μια αύξηση του κατώτατου μισθού αυτή τη στιγμή θα γύριζε «μπούμερανγκ» για τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Πολύ περισσότερο, εάν γυρίσουμε στον παλαιό τρόπο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού σε όλη την οικονομία μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους (δηλαδή σε μια Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας χωρίς τη συμμετοχή του κράτους), επιστρέφουμε ουσιαστικά σε μια πρακτική του παρελθόντος, όπου η διαμόρφωση των αμοιβών γίνονταν με πολιτικο-συνδικαλιστικά κριτήρια και όχι με οικονομικά. Τότε που κάποιοι, αδιαφορώντας για τις πραγματικές διαστάσεις της οικονομίας, αποφάσιζαν και έστελναν το λογαριασμό αλλού. Είτε στις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, τροφοδοτώντας απολύσεις αλλά και πρακτικές αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, είτε στο ίδιο το κράτος τροφοδοτώντας δημοσιονομικές ανισορροπίες, καθώς επιπλέον υπάρχουν πλήθος παροχών και επιδομάτων που η εξέλιξή τους συναρτάται με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού.
Μια διαδικασία που απέτυχε και ξεπεράστηκε από την ίδια την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας. Που ουσιαστικά, ενώ υποτίθεται ότι γινόταν στο όνομα του «καλού των εργαζομένων», λειτουργούσε αντίστροφα, υπονομεύοντας τους εργαζόμενους, την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Είναι λοιπόν, απόλυτα βέβαιο ότι η επιστροφή στην παλαιά αποτυχημένη διαδικασία θα έχει αρνητικά αποτελέσματα και επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στους δείκτες της ανεργίας. Εφοδιάσαμε και δημιουργήσαμε στο Υπουργείο Εργασίας τα πλέον σύγχρονα εργαλεία, όπως η «ΕΡΓΑΝΗ», με την οποία μπορούμε να μετρήσουμε σε πραγματικό χρόνο τις επιπτώσεις από εφαρμοζόμενες πολιτικές στην αγορά εργασίας. Δυστυχώς, η συζήτηση που διεξάγεται συνεχώς στο δημόσιο διάλογο από τον Δεκέμβριο, όλο τον Ιανουάριο και μέχρι σήμερα, έχει οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις – προεξοφλώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση θα επιβάλλει αυτόν τον κατώτατο μισθό – στη διατήρηση του μισθολογικού τους κόστους μέσω της μείωσης της απασχόλησης. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Η αγορά εργασίας εξέπεμψε για πρώτη φορά μετά από ένα μεγάλο διάστημα «αρνητικά πρόδρομα σήματα». Όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, από την 1η Δεκεμβρίου 2014 μέχρι την 28η Ιανουαρίου 2015 χάθηκαν 40.113 θέσεις εργασίας μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα, Δεκέμβριος 2013 – Ιανουάριος 2014, και χωρίς να υπολογίσουμε πόσες επιπλέον θέσεις χάθηκαν από το «πάγωμα» του προγραμματισμού προσλήψεων των επιχειρήσεων, καθώς η εξαγγελία και μόνο για αύξηση του μισθολογικού κόστους απέτρεψε κάθε σχεδιασμό προσλήψεων.
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΔΙΜΗΝΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΔΙΜΗΝΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014 – 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015
ΣΤΟΙΧΕΙΑ «ΕΡΓΑΝΗ» |
|||||||
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΔΕΚ. 2013 – ΙΑΝ. 2014 | 26.396 | ||||||
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΔΕΚ. 2014 – 28 ΙΑΝ. 2015 | -13.717 | ||||||
ΔΙΑΦΟΡΑ | -40.113 ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ |
Η θέση μας είναι λοιπόν, ότι για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού σε όλη την οικονομία πρέπει να έχει λόγο και το κράτος και οι οικονομικοί/επιστημονικοί φορείς και, φυσικά, οι κοινωνικοί εταίροι. Το σκεπτικό, λοιπόν, της μεταρρύθμισης στην αγορά εργασίας, δεν εδράζεται σε μία λογική αποκλειστικής συμπίεσης του μισθολογικού κόστους –συρρικνώνοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων υπέρ των επιχειρήσεων– αλλά σε μία λογική σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία θα εναρμονίζεται με τη μεγέθυνση της οικονομίας και την εποικοδομητική συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών. Το πρότυπο μοντέλο πολυμερούς συνεργασίας –κράτος, εργαζόμενοι, εργοδότες, ερευνητικοί φορείς– που θεσμοθετήσαμε –με την πρόσφατη μεταρρύθμιση– για την επεξεργασία και τον προσδιορισμό του νέου μηχανισμού για τον κατώτατο μισθό σε όλη την οικονομία, είναι η πλέον σύγχρονη και αποτελεσματική λύση, σύμφωνα με τις καλύτερες ευρωπαϊκές εμπειρίες. Από εκεί και πέρα, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες μπορούν να δώσουν όσες υψηλότερες αμοιβές θέλουν ανά κλάδο ή επιχείρηση εάν το επιτρέπει η ανταγωνιστική τους θέση (και όχι αδιακρίτως). Εμείς από την πλευρά μας ενθαρρύνουμε και στηρίζουμε αυτές τις συμφωνίες εργαζομένων και εργοδοτών για βιώσιμες και ευεργετικές αυξήσεις αμοιβών κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παραγωγικότητα και το δυναμισμό κάθε κλάδου και επιχείρησης. Και από την άλλη πλευρά, μέσα από την ενδυνάμωση και τον εκσυγχρονισμό των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Εργασίας, κατά τα τελευταία δυόμιση χρόνια, όπως το σχέδιο «ΑΡΤΕΜΙΣ», χτυπήσαμε στη ρίζα την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας, με αποτελεσματικό τρόπο, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα του Έλληνα εργαζόμενου.
Όλα τα προηγούμενα δείχνουν ότι η νέα κυβέρνηση πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι προχειρότητες και πειραματισμοί στην οικονομία, που στηρίζονται στις γνωστές προσεγγίσεις λαϊκισμού, οδηγούν τα πράγματα σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Οι πιο κρίσιμοι δείκτες στην αγορά εργασίας είναι οι δείκτες της καταγραφής της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα από την «ΕΡΓΑΝΗ» αλλά και το ποσοστό ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ. Και οι δυο αυτοί δείκτες, όπως επιβεβαιώνεται με απόλυτη ακρίβεια από τα ίδια τα στοιχεία, είχαν αρχίσει να βελτιώνονται αισθητά τους τελευταίους μήνες.
Συγκεκριμένα, στη μισθωτή απασχόληση του ιδιωτικού τομέα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της «ΕΡΓΑΝΗ», δημιουργήθηκαν 99.956 νέες θέσεις απασχόλησης (ενδεκάμηνο του 2014), ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία αποκλιμακώθηκε κατά 2,3% (και 11,6% στους νέους 15-24 ετών). Επειδή λοιπόν, η ελπίδα που στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις και ανυπόστατες υποσχέσεις μπορεί να μετατραπεί άμεσα σε εφιάλτη, προτείνουμε στην κυβέρνηση να κάνει στροφή άμεσα στον ρεαλισμό. Άλλωστε οι εκλογές τελείωσαν…