Το μέτρο της απαλλαγής από το ΦΠΑ, αδικείται από το όριο που αποφάσισε το οικονομικό επιτελείο και αδικεί τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που το χρειάζονται, τονίζει ο Β. Κορκίδης. Ο διπλασιασμός του ποσού θα πρέπει να αποτελέσει βασικό μέλημα των υπεύθυνων, σημειώνει.
Η ΕΣΕΕ εκφράζει τις επιφυλάξεις της για τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις του Πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκαν στη Βουλή και άπτονται ζητημάτων ΦΠΑ, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να συνδράμουν περισσότερο, τόσο στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας όσο και στην μερική έστω, αποκατάσταση των όρων εύρυθμης λειτουργίας της, αναφέρει ο Β. Κορκίδης σε σχετικό άρθρο για την απαλλαγή του ΦΠΑ.
Οπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης “είναι γεγονός πως κάποια από τα υποβληθέντα αιτήματα της ΕΣΕΕ προς την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, τελικά εισακούστηκαν, επιβεβαιώνοντας την άποψη πως για θέματα που σχετίζονται με την ομαλή λειτουργία της αγοράς θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν οι θέσεις των φορέων εκπροσώπησης του εγχώριου επιχειρείν.
Ειδικότερα, η κατάργηση της υποβολής εκκαθαριστικών δηλώσεων ΦΠΑ και ο συμψηφισμός του χρεωστικού και του πιστωτικού ΦΠΑ των επιχειρήσεων, τόσο με ιδιώτες όσο και με το σύνολο των φορέων του Δημοσίου, χωρίς περιορισμούς, συνιστούν βασικά και νευραλγικής σημασίας αιτήματα του εμπορικού κόσμου. Με βάση μάλιστα τις διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης, η δρομολόγηση μείζονος σημασίας ρυθμίσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (Φθινόπωρο 2014), όπως η πρόβλεψη για αυτόματη επιστροφή ΦΠΑ χωρίς τη διενέργεια ελέγχων για τις συνεπείς επιχειρήσεις, θα αποτελέσει ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς την ενδεδειγμένη κατεύθυνση.
Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, ήδη από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους είχε εκφράσει την ικανοποίησή της αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη, εκ μέρους του οικονομικού επιτελείου, απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ επιχειρήσεων με χαμηλό ετήσιο τζίρο, μία πρωτοβουλία αμφίδρομης ωφέλειας τόσο για τον επιχειρηματικό κόσμο όσο και για την επιτυχή έκβαση της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής (με μικρή απώλεια δημοσίων εσόδων).
Άλλωστε η ΕΣΕΕ, στα πλαίσια συνεργασίας με το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην κοινώς επιχειρούμενη προσπάθεια εξάλειψης πληθώρας γραφειοκρατικών εμποδίων σε βασικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, είχε καταθέσει σαφείς και εμπεριστατωμένες προτάσεις για ζητήματα που άπτονται του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε η αδήριτη ανάγκη για απαλλαγή από το ΦΠΑ επιχειρήσεων με πραγματοποιούμενο ετήσιο τζίρο τουλάχιστον 20.000 ευρώ.
Παρόλα αυτά, το αρχικώς προβλεφθέν ετήσιο επίπεδο τζίρου των 10.000 ευρώ μέχρι το οποίο οι επιτηδευματίες θα έχουν τη δυνατότητα εξαίρεσης από το καθεστώς ΦΠΑ, είχε κριθεί ανεπαρκές, από τη στιγμή που δεν αποτύπωνε την πραγματικά επικρατούσα κατάσταση και τις αδιαμφισβήτητες ανάγκες του πλέον αντιπροσωπευτικού κλάδου δραστηριοποίησης του εγχώριου επιχειρείν, εκείνον του Λιανικού Εμπορίου.
Προς επιβεβαίωση των παραπάνω, κύκλοι της Κυβέρνησης, αναλογιζόμενοι τη μικρή απήχηση και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα του προωθούμενου μέτρου, ασκούσαν πιέσεις για αναπροσαρμογή του εν λόγω ποσού (10.000) στα επίπεδα των 20.000 – 25.000 ευρώ καταγεγραμμένου ετήσιου κύκλου εργασιών. Δυστυχώς, η διαφαινόμενη επικράτηση της αρχικής εισήγησης αφήνει δυσαρεστημένη τη συντριπτική πλειοψηφία του εμπορικού κόσμου”.
Σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη “οι μικρομεσαίοι του εμπορίου εκφράζουν την επιφυλακτικότητά τους για την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου και τις προοπτικές/δυνατότητες επίλυσης καίριων προβλημάτων της αγοράς, καθώς το ιδιαίτερα χαμηλά προβλεπόμενο επίπεδο τζίρου αφήνει «εκτός νυμφώνος» το βασικό πυρήνα των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, εκείνων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της “μικρής λιανικής” της αγοράς.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το ποσό των 10.000 ευρώ αποτελεί ένα ευτελές μέγεθος και κρίνεται ανεπαρκές για την κάλυψη ακόμη και του βασικού λειτουργικού κόστους που επωμίζεται μία τυπική μικρή (ατομική) εμπορική επιχείρηση, καθώς μόνο τα ετήσια έξοδα που επιβαρύνουν το προϋπολογισμό της επιχείρησης και τα οποία εξειδικεύονται στην εμπορική μίσθωση (ενοίκιο, περίπου 6.000 ευρώ), του προς εκμετάλλευση ακινήτου αλλά και στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (λογαριασμός ΔΕΗ ΔΕΗ +1,00%, περίπου 2.000 ευρώ), προσεγγίζουν αθροιστικά τα 8.000 ευρώ. Στην περίπτωση βεβαίως που η επιχείρηση απασχολεί έστω και έναν εργαζόμενο, με μικρή ή σχεδόν μηδενική προϋπηρεσία, το συνολικό της κόστος (εκτός υποχρεώσεων σε Εφορία, Ασφαλιστικά Ταμεία και Προμηθευτές) εκτινάσσεται σε επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 23.000 και 25.000 ευρώ.
Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα πως ένας επιτηδευματίας με όλη την καλή διάθεση που τον διακρίνει, αναφορικά με τη συμβολή του στην τόνωση της απασχόλησης μέσω της διατήρησης του εργατικού δυναμικού που διαθέτει, θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε τόσο αντίξοες και δυσχερείς συνθήκες.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία και προκειμένου μία μικρή αντιπροσωπευτική εμπορική επιχείρηση στον τομέα του Λιανικού Εμπορίου να καταστεί βιώσιμη, κερδοφόρα και να μπορέσει να ανταποκριθεί στο σύνολο των υποχρεώσεών της, απαιτείται να διενεργεί σε ετήσια βάση έναν minimum κύκλο εργασιών περίπου 20.000 – 25.000 ευρώ, για τον οποίο θα πρέπει να της δίνεται η δυνατότητα εξαίρεσης από την υποχρέωση του ΦΠΑ.
Η διεύρυνσή του προς υιοθέτηση ποσού σε ένα επίπεδο ίσο ή μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, θα αποτελέσει μία πραγματική οικονομική «ανάσα» στην ασθμαίνουσα αγορά, απαλλάσσοντάς την από περιττά έξοδα και γραφειοκρατικά εμπόδια, ενώ ταυτόχρονα θα συνεισφέρει στην τόνωση των δημοσίων εσόδων, ένεκα των βελτιωτικών προβλέψεων εισπραξιμότητας του Φόρου Εισοδήματος (ΦΕΦΠ,ΦΕΝΠ).
Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα των αρμόδιων χάραξης και λήψης μέτρων οικονομικής πολιτικής, συνοψίζεται στη θέσπιση χρηστικών και ορθολογικών διατάξεων που συντελούν στην επίλυση χρόνιων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και οι οποίες ικανοποιούν πάγια αιτήματα των παραγωγικών φορέων. Ως εκ τούτου, ο διπλασιασμός του ποσού που θεσπίστηκε θα πρέπει να αποτελέσει βασικό μέλημα των υπεύθυνων άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι ώστε τις ευεργετικές συνέπειες του μέτρου να καρπωθούν οι “start-up” επιχειρήσεις, που στα πρώτα τους βήματα αποτελούν τη μικρή επιχειρηματικότητα της ελληνικής οικονομίας και χρήζουν άμεσης αρωγής.
Το μέτρο της απαλλαγής από το ΦΠΑ, αδικείται από το όριο που αποφάσισε το οικονομικό επιτελείο και αδικεί τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που το χρειάζονται. Εάν π.χ. τα όρια της απαλλαγής ΦΠΑ ήταν από 10.000€ εως 25.000€ το πιθανότερο θα ήταν να υποβληθούν στο ΥΠΟΙΚ του χρόνου πολλές χιλιάδες παραπάνω δηλώσεις άνω των 10.000€, αντί για τις 415.000 δηλώσεις που φέτος δήλωσαν λιγότερα απο 10.000€ τζίρο.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι τα απαραίτητα φορολογικά μέτρα καταλήγουν σε επικοινωνιακά ημίμετρα”, τονίζει ο κ. Κορκίδης.
euro2day.gr