Ο Κώστας Σημίτης και οι δρόμοι της ζωής του. Μια αυτοβιογραφία

simitis0Την ερχόμενη Τετάρτη από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Κώστα Σημίτη με τίτλο «Δρόμοι ζωής» με αφιέρωση στη σύζυγό του Δάφνη Σημίτη. Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών πρωθυπουργός της χώρας γράφει για τον εαυτό του, την άνοδο και την παρακμή του ΠΑΣΟΚ, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τη Δ. Λιάνη, τη μάχη για την πρωθυπουργία και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, τον Κοσκωτά, τον εκσυγχρονισμό και την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον ίδιο.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός σε ανακοίνωσή του «Οι Δρόμοι ζωής είναι μια πολιτική αυτοβιογραφία, η προσωπική μαρτυρία μου για την πορεία της χώρας, από τη γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, την καχεκτική δημοκρατία και τη στρατιωτική δικτατορία, ως τη μεταπολίτευση και την εδραίωση της δημοκρατίας».

Το Thetoc εξασφάλισε το βιβλίο του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών πρώην πρωθυπουργού (1996 – 2004) της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αναλώνεται στο ΠΑΣΟΚ από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής του έως και το 2004, στην πολυκύμαντη σχέση του συγγραφέα με τον Ανδρέα Παπανδρέου και στη «μάχη» εξουσίας στο εσωτερικό του κόμματος κατά τη διάρκεια της ασθένειας του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και μετά το θάνατό του. Ο αναγνώστης θα διαβάσει επίσης την άποψη του κ. Σημίτη για την προσπάθειά εκσυγχρονισμού της χώρας,  για όσα έγιναν και για όσα δεν έγιναν. Ωστόσο απουσιάζει κάθε αναφορά στην σημερινή κατάσταση στη χώρα, στην ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, στα μνημόνια και  στο σημερινό ΠΑΣΟΚ.

Τι γράφει ο Κ. Σημίτης στο βιβλίο του:    

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο κ. Σημίτης γράφει ότι δεν είχε ποτέ πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με την πολιτική, να πολιτευτεί, να εκλεγεί βουλευτής, πολλώ δε μάλλον να εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός της χώρας.  Ότι δενακολούθησε συμβατικές συμπεριφορές και γι αυτό όπως γράφει πολλές φορές φαινόταν εσωστρεφής και απόμακρος.

Καμπή για μένα η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ

Όπως γράφει ο Κ. Σημίτης: «Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε, για μένα, καμπή, την απόδειξη ότι η συνέπεια στις θέσεις μου επέβαλλε δράση».

«Η κομματική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ πέρασε, από την ίδρυσή της μέχρι το 2004, διάφορες φάσεις. Η φάση της δημιουργίας της διήρκεσε περίπου έως το 1980. Η δεύτερη, της εισροής πολλών νέων μελών, ολοκληρώθηκε στα μέσα περίπου της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας. Πολλοί, βέβαια, ήρθαν για ιδιοτελείς λόγους. Ήθελαν να εξασφαλίσουν διορισμούς ή ευνοϊκή μεταχείριση».

Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό η παρακμή του ΠΑΣΟΚ αρχίζει από το 1985. Ωστόσο όπως γράφει «Με το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, λειτούργησαν οι συνταγματικές ελευθερίες για όλους τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις. Έγινε δυνατή η έκφραση όλων των απόψεων, η ελεύθερη άσκηση κριτικής, η ελεύθερη δραστηριότητα αντιπροσωπευτικών συνδικάτων, η εναλλαγή στην εξουσία. Η ισονομία θεωρήθηκε μη αμφισβητήσιμο κεκτημένο, και η παραβίασή της προκαλεί πλέον διαμαρτυρίες και καταδικάζεται. Σημαντική ήταν η συμβολή του ΠΑΣΟΚ και στην προώθηση του αιτήματος για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή του εισοδήματος. Σύμφωνα με τα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα, η κοινωνική ασφάλιση, η παροχή υπηρεσιών υγείας, η φροντίδα για τους ηλικιωμένους έπαψαν να είναι παροχές μιας μεγαλόψυχης κυβέρνησης και απέκτησαν τον χαρακτήρα καθολικών κοινωνικών δικαιωμάτων».

Ο Ανδρέας ήταν «εντυπωσιακός» συζητητής  

Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά στον Ανδρέα Παπανδρέου και στις σχέσεις του Κ. Σημίτη με τον ιδρυτή του κινήματος. «Όταν ανέλαβα πρωθυπουργός», γράφει «γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν, όμως, τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση. Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές. Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση».

Για τον Ανδρέα Παπανδρέου ο κ. Σημίτης γράφει ότι τον συνάντησε για πρώτη φορά το 1965. «Τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, που ήταν για ένα διάστημα στην οδό Ομήρου. Ο Νοταράς, ο Καράγιωργας και εγώ αποτελούσαμε την αντιπροσωπεία του Ομίλου Παπαναστασίου. Ο Καράγιωργας είχε εργασθεί ως σύμβουλός του στο Υπουργείο Συντονισμού, και η γυναίκα του Νίκη ήταν ιδιαιτέρα του όταν ο Ανδρέας εκτελούσε χρέη οικονομικού συμβούλου στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο Ανδρέας ήταν, για μας, το κατεξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας κίνησης όπως αυτή που θεωρούσαμε επιβεβλημένη. Αμφιβάλλαμε, όμως, αν ήταν σε θέση να υπερβεί το εμπόδιο που αποτελούσε η παραδοσιακή ηγεσία της Ένωσης Κέντρου».

Τον χαρακτηρίζει «εντυπωσιακό» συζητητή. Με γνώση των θεμάτων που αναλύει, επιμονή στις απόψεις του και «με δυνατή παρουσία». Όπως γράφει όμως «Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε, έτσι, πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία».

«Ο Ανδρέας αντιπροσώπευε έναν τύπο πολιτικού σπάνιο στην Ελλάδα. Ξεχώριζε από τους άλλους, με τις γνώσεις του, την επαφή του με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, τη δύναμη της σκέψης και τη ρητορική του δεινότητα. Είχε χάρισμα στην παρουσίαση των ιδεών του και δύναμη λόγου. Αντιλαμβανόταν και εξέφραζε με τρόπο απλό αλλά πειστικό το λαϊκό αίσθημα».

Ωστόσο ο Κ. Σημίτης κάνει λόγο για «επιφυλακτικότητα του Ανδρέα απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια». Όπως γράφει «οι ενδοιασμοί του, η αποστασιοποίησή του είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει μια αντιφατική συμπεριφορά».

Ο Ανδρέας, η ασθένεια, η Δήμητρα Λιάνη και ο «Αυριανισμός»  

Εκτενείς είναι οι αναφορές στη μακρά περίοδο ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου. «Ο Ανδρέας όπως τον γνώριζα, δεν θα πήγαινε ποτέ στο νοσοκομείο, ακόμη και αν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα. Υπολόγιζε τις επιπτώσεις κάθε είδησης στο κύρος του. Θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξεπεράσει το πρόβλημα, χωρίς να γίνει αντιληπτό. Η δημόσια αναγνώριση ότι είχε ανάγκη νοσοκομειακής περίθαλψης αποδείκνυε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης της ασθένειάς του».

Για τη Δ. Λιάνη γράφει ότι «Κατά την επιστροφή του Ανδρέα από το Χέρφιλντ, το 1988 επισημοποιήθηκε η σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη, με την οποία συνδεόταν από τα μέσα του 1986. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ πιέζονταν να επικροτήσουν τον νέο δεσμό, ωςπαράδειγμα μιας ελεύθερης από συμβατικότητες ζωής. Όσοι δεν συμφωνούσαν, θεωρώντας την όλη υπόθεση ασόβαρη και ανάξια να απασχολεί ένα κόμμα με κυβερνητικές ευθύνες, τέθηκαν ταχύτατα στο περιθώριο. Δημιουργήθηκε μια νέα αυλή γύρω από τον Ανδρέα. Ο κόσμος όμως τοποθετούσε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Θεωρούσε ότι ο Ανδρέας είχε χάσει την αίσθηση των ευθυνών του ως πρωθυπουργού».

Εντύπωση προκαλεί ότι ο Κ. Σημίτης γράφει πως εκείνη ακριβώς την περίοδο (1988-1989), ίδιος έμεινε περίπου για ένα εξάμηνο στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου, γιατί επισκευαζόταν το σπίτι του στην Αναγνωστοπούλου και διαπίστωσε ότι τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ.  «Θυμάμαι ότι τις πρώτες μέρες μάς είχε κάνει εντύπωση η καθαρότητα του ήχου στο τηλέφωνο, δεν υπήρχαν παράσιτα, βουητά ή άλλοι ήχοι. Έπειτα από λίγες μέρες, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Στο τηλέφωνο ακούγονταν οι γνώριμοι ήχοι της παρακολούθησης. Έξω από το σπίτι εμφανίσθηκε ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες. Με συνόδευε από απόσταση, άλλοτε οι επιβάτες του παρακολουθούσαν απλώς από το απέναντι πεζοδρόμιο ποιοι επισκέπτονταν την πολυκατοικία. Η ασφάλειά μου με πληροφόρησε ότι ήταν ‘‘παιδιά της ΕΥΠ’’ σε υπηρεσία. Αισθάνθηκα ότι το ΠΑΣΟΚπραγματοποιούσε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση. Κύριος φορέας και προφήτης του νέου κομματικού λόγου αναδείχθηκε η εφημερίδα ΄΄Αυριανή΄΄ , ο ραδιοφωνικός σταθμός ΄΄Ράδιο Αθήνα΄΄ και το τηλεοπτικό της κανάλι, το Κανάλι 29».

«Διαμάχη» με τον Α. Παπανδρέου 

«Η εισαγωγή του Ανδρέα στις 20 Νοεμβρίου 1995 στο Ωνάσειο προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση. Στην περίπτωση του Ανδρέα, το περιβάλλον του αρνιόταν πεισματικά να αναγνωρίσει την αλήθεια. Το απασχολούσε μόνο ο κίνδυνος απώλειας της εξουσίας που κατείχε μέσω του Ανδρέα».

Όπως γράφει «Οι πρακτικές της περιόδου τόσο του σκανδάλου Κοσκωτά όσο και της ασθένειας του Ανδρέα εμπότισαν την ηγετική ομάδα που περιέβαλλε τον Ανδρέα με την αντίληψη πως οτιδήποτε συμβάλλει στην κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας είναιθεμιτό».

Για την εκλογή στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριος του ’96 γράφει: «Σύμφωνα με πληροφορίες ορισμένων δημοσιογράφων, ο Ανδρέας, αφού πήρε την απόφαση να παραιτηθεί, ζήτησε από συνεργάτες του να φροντίσουν να μην εκλεγώ εγώ στη θέση του. Δεν ενδιαφέρθηκα να τις επιβεβαιώσω, και θεωρώ ότι, ακόμη και αν είναι ακριβείς, δεν έχουν καμία αξία. Ο Ανδρέας ελάχιστη αυτονομία διέθετε –αν διέθετε– απέναντι στο περιβάλλον του. Το περιβάλλον του δεν ήθελε να εκλεγώ πρωθυπουργός, γιατί είχα αποδοκιμάσει επανειλημμένα το ρόλο που έπαιζε. Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, να τον πιέζει να εκφραστεί αρνητικά για μένα».

«Βαθμιαία διαμορφώθηκε η άποψη ότι τρεις θα ήταν οι κύριοι υποψήφιοι: ο Αρσένης, ο Τσοχατζόπουλος και εγώ. Ο πρώτος είχε απήχηση στους μεγαλύτερης ηλικίας και ανώτερης μόρφωσης οπαδούς του Ανδρέα, οι οποίοι ήθελαν επικεφαλής πρόσωπο με πείρα στα οικονομικά και στις διεθνείς σχέσεις. Ο δεύτερος ήταν εκπρόσωπος του κομματικού μηχανισμού και των πελατειακών δικτύων που το κόμμα είχε δημιουργήσει. Για μένα, επικρατούσε η άποψη ότι εκπροσωπούσα τους εκσυγχρονιστές, όρος ο οποίοςχρησιμοποιούνταν για όσους είχαν κατά καιρούς αποστασιοποιηθεί από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και υποστήριζαν μια αλλαγή πολιτικής».

«Μετά την εκλογή μου επισκέφθηκα τον Ανδρέα στο Ωνάσειο. Έμοιαζε κουρασμένος και ήταν φιλικός, χωρίς όμως να εκδηλώνει τα συναισθήματά του. Αισθάνθηκα, όπως όταν συναντιόμασταν άλλοτε, την ανάγκη μιας πραγματικής συνεννόησης για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Οι περιστάσεις, όμως, ήταν τώρα διαφορετικές. Μαζί μας ήταν η κ. Λιάνη, ο Γιώργος Παπανδρέου, και άλλοι. Ο Ανδρέας μού είπε ότι μέσω της συζύγου του θα μου μετέφερε οτιδήποτε ήθελε. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος ήτανσιωπηλά, συγκρατημένα. Η επίσκεψή μου έμοιαζε μάλλον με τελετή αποχώρησης και όχι με αυτό που εγώ αισθανόμουν ότι ήταν, δηλαδή μια συνάντηση όπου θα είχα την ευκαιρία να εκφράσω την εκτίμηση και τη φιλία μου».

Συνέδριο ΠΑΣΟΚ 27 Ιουνίου ‘96 – Η «μάχη» για την προεδρία στο ΠΑΣΟΚ 

«Αναγκαίο βήμα μετά την εκλογή μου ως πρωθυπουργού τον Ιανουάριο του 1996 ήταν η συμμετοχή μου στην καθοδήγηση του κόμματος. Εάν το κόμμα δεν στήριζε την κυβερνητική πολιτική, θα ήταν αδύνατη η εφαρμογή της, αλλά και η αποδοχή της από την κοινή γνώμη Πρόεδρος του κόμματος παρέμενε ο Ανδρέας και, μαζί με αυτόν, λειτουργούσαν ως ηγετικός πυρήνας όλα τα πρόσωπα που κυβερνούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό το πλέγμα στελεχών δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένο ούτε να χάσει θέσεις-κλειδιά, ούτε να αποδεχθεί περιορισμούς της εξουσίας του. Κατά την επιλογή της νέας κυβέρνησης ήμουν ιδιαίτερα προσεκτικός. Δεν άκουσα όσους με συμβούλευαν να απομακρύνω από την κυβέρνηση σχεδόν όλους όσοι ανήκαν στο έως τότε σύστημα εξουσίας του ΠΑΣΟΚ. Το Συνέδριο του 1996 υπήρξε, από άποψη ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, το σημαντικότερο απ’ όσα είχαν προηγηθεί. Κυρίως επειδή υπήρχε ένα πολιτικό διακύβευμα: Ποια πολιτική θα ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ στο εξής; Θα επικρατούσαν όσοι υποστήριζαν την αλλαγή της μέχρι τότε πολιτικής ή τα παραδοσιακά στελέχη, το κατεστημένο του κόμματος; Οι συνεργάτες μου με διαβεβαίωναν ότι ο θάνατος του Ανδρέα είχε αλλάξει τα δεδομένα. Να θέσω με σαφήνεια το δίλημμα στο οποίο έπρεπε να απαντήσουν οι σύνεδροι: Ήθελαν μία και αποτελεσματική κυβέρνηση, ή διάφορους πόλους εξουσίας που θα υπονόμευαν ο ένας τον άλλο; Αν επέλεγαν το πρώτο, που ήταν και η καθαρή λύση, ήμουν διατεθειμένος να συνεχίσω. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπέβαλλα αμέσως την παραίτησή μου. Διαρχίες, ή πολλές και διαφορετικές γλώσσες κυβέρνησης και κόμματος, μου ήταν κάτι αδιανόητο»

Τα δύο μπλοκ για την προεδρία στο ΠΑΣΟΚ 

«Γύρω από την υποψηφιότητα του Τσοχατζόπουλου είχαν συσπειρωθεί εκείνοι που, ως «ανδρεϊκοί», είχαν αναλάβει τη διαχείριση των κυβερνητικών και κομματικών υποθέσεων. Κάποιοι από αυτούς, όπως και πολλοί νεολαίοι, θεωρούσαν ότι ήταν γνήσιοι αριστεροί. Άλλοι, π.χ. ορισμένοι βουλευτές και ηλικιωμένοι συμπαραστάτες της ηγεσίας, υπογράμμιζαν την κεντρώα τους προέλευση. Οι επαγγελματίες συνδικαλιστές παρουσιάζονταν ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. Κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν το μέλημα να μη διαταραχθούν οι ισορροπίες στις οποίες όφειλαν τον ρόλο τους. Ήταν το κατεστημένο του ΠΑΣΟΚ, αυτοί που αποτελούσαν το δίκτυο της εξουσίας του. Στην ‘’εκσυγχρονιστική’’ πτέρυγα, από την άλλη, ανήκαν κυρίως πρόσωπα μέσης ηλικίας, ενταγμένα στην παραγωγική διαδικασία, με επαγγελματική πείρα. Ανήκαν, επίσης, σ’ αυτήν πολλοί εργαζόμενοι, κυρίως υπάλληλοι, και το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών με πανεπιστημιακή ή ανώτερη μόρφωση. Πολιτικά, τους κάλυπτε ο όρος ‘’Κεντροαριστερά’’. Θεωρούσαν ότι αποτελούσαν μια νέα κατηγορία ασχολουμένων με την πολιτική, οι οποίοι δεν είχαν σχέση ούτε με την Ένωση Κέντρου, ούτε με τα δίκτυα των διαφόρων παραγόντων του ΠΑΣΟΚ. Ήταν οπαδοί της σύγκλισης της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τις εθνικιστικές ρητορείες».

Για Λαλιώτη – Τσοχατζόπουλο 

«Ο Τσοχατζόπουλος ήταν από τους λίγους στο ΠΑΚ Γερμανίας που ήταν αποτελεσματικός στην οργανωτική δουλειά. Σιγά σιγά εντάχθηκε στους ‘’ανδρεϊκούς’’, που υπάκουαν χωρίς δεύτερη σκέψη στον Ανδρέα. Γνώρισα τον Λαλιώτη την εποχή της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ. Ήταν ανήσυχος, με μυαλό ανοιχτό για θεωρητικές αναζητήσεις. Του έλειπε η επαγγελματική εμπειρία και η γνώση του κόσμου πέραν των ελληνικών συνόρων, πράγμα που επηρέαζε αισθητά την κρίση του».

Για Κοσκωτά 

«Είχα συναντήσει τον Κοσκωτά, ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας, σε δύο από τα γεύματα που παρέθετε τακτικά ο Χαλικιάς στους εκπροσώπους των τραπεζών. Στόχος τους ήταν η συζήτηση της οικονομικής κατάστασης και, ιδίως, η συμβολή των τραπεζών στη  σταθεροποίηση, με έλεγχο του δανεισμού. Και τις δύο φορές ο Κοσκωτάς έμοιαζε εντελώς αδιάφορος για τη συζήτηση. Μίλησε μόνο έπειτα από παρότρυνση του Χαλικιά. Είπε γενικότητες. Αποκόμισα την εντύπωση ότι ο ‘’δυναμικός επιχειρηματίας’’, όπως τονπαρουσίαζε ο Τύπος, ήταν μάλλον ένας υπάλληλος που ενεργούσε για λογαριασμό άλλων. Ενδιαφερόταν μόνο για την παρακολούθηση των μικροϋποθέσεών του, και όχι για τις προοπτικές της χώρας. Η σκέψη ότι ενδεχομένως να είχε καταχραστεί τα κεφάλαια τηςΤράπεζας Κρήτης μού φάνηκε, όταν πρωτοακούστηκε, εξωφρενική».

Τι γράφει για την κατάσταση στην Ελλάδα

«Στη χώρα υπάρχει παράδοση παραοικονομίας. Υπάρχει επίσης παράδοση φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Έχει εμπεδωθεί η εκτεταμένη παρανομία στα πολεοδομικά θέματα, ηπρακτική των καταπατήσεων δασικών εκτάσεων και παραλιών. Την ανομία εκτρέφει η αδιαφορία του κράτους για τα προβλήματα του πολίτη, η  γραφειοκρατική αντίληψη και η διαφθορά των υπαλλήλων, η πολύπλοκη, ασαφής και αυθαίρετη νομοθεσία. Το να ζει κανείς στην Ελλάδα προϋποθέτει έναν διαρκή συμβιβασμό ανάμεσα στο νόμιμο, όπως ερμηνεύεται από τη γραφειοκρατία, και την πραγματικότητα.Έχει εμπεδωθεί, έτσι, στον μέσο πολίτη η νοοτροπία ότι δικαιούται να παραβιάζει τη γραμμή μεταξύ θεμιτού και αθέμιτου για να βρει λύση στα προβλήματά του μέσα στον δαίδαλο που τον περιβάλλει. Μόνο οι χονδροειδείς υπερβάσεις και η υπέρμετρη ιδιοτέλεια  αποτελούν, κατά την άποψή του, κολάσιμες πράξεις. Στις θέσεις που κατείχα, διαπίστωσα έλλειψη προετοιμασίας και σταθερής κατεύθυνσης, ιδεολογικές εμμονές χωρίς καμία σχέση με την πραγματικότητα, πειραματισμούς και πελατειακό πνεύμα»

1996-2004. Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ 

Για την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον ίδιο γράφει: «Αν συγκρίνουμε αυτούς τους αριθμούς με τις πολύ καλύτερες επιδόσεις από το 1995 έως το 2004, η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που προκαλεί απορία. Νομίζει κανείς ότι οι εξελίξεις, ιδίως από το 1998 και μετά, αφορούν μια άλλη χώρα. Η Ελλάδα είχε, μετά το 1998, έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ένωση, και παρουσίαζε συνεχή αύξηση των επενδύσεων, μείωση των ελλειμμάτων και χαμηλό μονοψήφιο πληθωρισμό. Χαρακτηριστικό ήταν και το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 49% το 1974 σε 99,2% το 1995, δηλαδή κατά 50 μονάδες. Κατά την οκταετία 1996-2003, μειώθηκε από 99,2% το 1995, σε 97,8% στο τέλος του 2003, δηλαδή κατά 1,4%. Η εξέλιξη αυτή έδειξε ότι αλλαγή ήταν δυνατή. Δεν έγινε όμως η απαραίτητηπροσπάθεια. Δεκατρία περίπου χρόνια είχαν περάσει ανεκμετάλλευτα. Από το 1996 και μετά, ήταν βέβαια πιο ευνοϊκή η διεθνής οικονομική συγκυρία, όχι όμως σε βαθμό που να δικαιολογεί την τεράστια διαφορά με την προηγούμενη περίοδο.Η πάταξη της διαφθοράς, η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, η αναμόρφωση του ασφαλιστικού αποτελούν παραδείγματα προσπαθειών που δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα»

Ήμουν εσωστρεφής και φαινόμουν απόμακρος 

«Για να πετύχεις, λοιπόν, χρειάζεται να είσαι εξωστρεφής και να επιδεικνύεσαι. Με αυτή την έννοια, ήμουν εσωστρεφής. Δεν έκανα εκείνο που δεν μου ταίριαζε. Δυσφορούσα, όταν με πίεζαν να ακολουθήσω τον κανόνα της επίδειξης. Και πολλές φορές φαινόμουν απόμακρος. Μ’ ενδιέφερε κυρίως να προσέχει ο κόσμος τις πολιτικές μου αναλύσεις και προ τάσεις. Να πείθω με επιχειρήματα. Δεν επιδίωξα να ‘’πουλήσω’’ την εικόνα ενός ηγέτη  που οδηγεί σταθερά τις μάζες προς ένα καλύτερο αύριο».

Ο όμιλος Παπαναστασίου, η επταετία και το ΠΑΚ  

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναφορές του Κ. Σημίτη στα πρώτα χρόνια ενασχόλησής του με την πολιτική και τον αγώνα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα. «Ο ‘’Όμιλος Παπαναστασίου’’, που ίδρυσα με φίλους μου, ήταν ένα βήμα σύμφωνο με την αρχική μου τοποθέτηση, που συνίστατο στην αποστασιοποίηση από την ενεργό πολιτική. Η ‘’Δημοκρατική Άμυνα’’ και η συμμετοχή μου στην αντίσταση κατά της δικτατορίας ήταν η αναγκαία απάντηση στη βία της Άκρας Δεξιάς.

Η αντίσταση την επταετία και οι βόμβες  

«Συνεργαζόμουν με τον Σάκη Καράγιωργα, και δραστηριοποιούσα έναν κύκλο στον οποίο ανήκαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Ροκόφυλλος, ο Μάνος Δελούκας, ο Νίκος και η Βέτα Οικονομίδου. Σε πρώτη φάση μοιράζαμε –για την ακρίβεια, πετούσαμε–προκηρύξεις τα βράδια. Περάσαμε, λοιπόν, σε μια δεύτερη φάση. Τοποθετούσαμε μικρές αυτοσχέδιες βόμβες. Φροντίζαμε να τις βάζουμε πάντα με τρόπο που να μην προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός. Κατασκευαστής τους ήταν ο Γιάννης Σταράκης, δημοσιογράφος,  ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην Ελλάδα.Τις παραλάμβανα από τον Καράγιωργα, στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μηχανισμός έπρεπε να συναρμολογείται πριν από τη χρήση. Τοποθέτησα, αρχικά, βόμβες σε συνοικίες. Η έκρηξή τους δεν  αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Τον επιθυμητό θόρυβο προκάλεσε μια αρκετά μεγαλύτερης ισχύος ΄΄βόμβα΄΄ ή ΄΄κροτίδα΄΄, όπως τις αποκαλούσε η χούντα. Μου είχε δώσει δύο ο Γιώργος Μαγκάκης. Τη μία την τοποθέτησα στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στην είσοδο τουθεάτρου ‘‘Orwo’’, μεσημέρι, ώρα που δεν λειτουργούσε το θέατρο. Η έκρηξη αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τις σχετικές καταγγελίες κατά της χούντας. Είχα διαλέξει το σημείο, με σκοπό οι δημοσιογράφοι που σύχναζαν στις καφετέριες της περιοχής να ακούσουν τον θόρυβο, που ήταν αρκετά δυνατός. Τη δεύτερη ΄΄βόμβα΄΄ ήθελα να τη βάλω στο ίδιο κτίριο, σε μια απομονωμένη είσοδο της οδού Αμερικής. Είχε όμως ελαττωματικό μηχανισμό, και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια».

πηγή