Το πρωί της Δευτέρας 2.2.2015 ο Πρωθυπουργός της Χώρας αναχωρούσε για τη διαιρεμένη Μεγαλόνησο, αρχίζοντας το μακρύ ταξίδι του στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου, και τιμώντας τον όρκο του, να διαπραγματευθεί το άγος του κράτους μας, δηλαδή το χρέος, το οποίο, είτε θα μας εξολοθρεύσει, είτε θα το υποτάξουμε. Ήδη ο νέος Πρωθυπουργός, ευόρκως κατάφερε στη μόλις μιας εβδομάδας θητεία του, να αποκαταστήσει την έννοια της πολιτικής ως πεδίο ρήξης και τήξης συμφερόντων, της πολιτικής που πρέπει να διεκδικήσει την αυτονομία της από τις αγορές. Άλλωστε, μόνον η πολιτική μπορεί να υπηρετεί και ηθικούς στόχους. Οι αγορές υπηρετούν μόνο το κέρδος και τη σιμωνία. Την ίδια ημέρα, ημέρα θρησκευτικής γιορτής της Καλαμάτας, στις τοπικές εφημερίδες δημοσιευόταν άρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας για την «αξία» της μη ορκοδοσίας. Είναι σίγουρο, ότι ο χρόνος της δημοσίευσης επιλέχθηκε εντέχνως από το γράφοντα Μητροπολίτη. Άλλο τόσο, όμως, είναι σίγουρο, ότι το επίμαχο άρθρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θεόπνευστο ούτε καν εναρμονισμένο με τη δογματική της ορθοδοξίας και την ερμηνευτική της οικονομία. Άλλωστε, είναι εμφανές, ότι το επίμαχο φοβικό άρθρο συνιστά στην ουσία πολιτικό σχόλιο, με προφανή ιδεολογική καταγωγή και κυρίως με πρόδηλη στόχευση. Η σημειολογική και σημασιολογική του αξία είναι ένα μήνυμα προς τον Πρωθυπουργό. Τα προνόμια της Εκκλησίας, η εμπλοκή της με το κράτος και η διαπλοκή της με την κρατική εξουσία πρέπει να διαιωνιστούν, λες και η Εκκλησία δε διαθέτει τη ρώμη να λειτουργήσει αυτόνομα και ανεξάρτητα, ως η κοινωνία των πιστών, που σταυρώνεται καθημερινά. Η αντίληψη, ότι η Εκκλησία πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί ως Ν.Π.Δ.Δ, μισθοδοτούμενη απ’ το δημόσιο ταμείο και απολαμβάνουσα προνόμια, την καθιστά εξουσιαστικό και όχι απελευθερωτικό φορέα ενώ συγχρόνως, τη μετατρέπει σε άτυπο κέντρο κατανομής πολιτικής επιρροής, που άλλοτε κατευθύνει ψήφους και άλλοτε διαμεσολαβεί σε ιερά ρουσφέτια. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας με το άρθρο του δεν αρκέστηκε να εκφράσει τη διαφωνία του με τον πολιτικό όρκο, ούτε επίσης υπέμεινε τη βάσανο να συγκρίνει την άποψή του με τις παντελώς αντίθετες απόψεις, που δημοσίως εξέφρασαν συνάδελφοί του. Δεν ασχολήθηκε καν με την κατ’ οικονομίαν και υψηλού συμβολισμού σώφρονα σιωπή του Αρχιεπισκόπου. Αντιθέτως, πολιτικολόγησε δια της αποδόσεως στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα αρνητικών χαρακτηρισμών. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας χαρακτηρίζει τον πρωθυπουργό ως θιασώτη του αιφνιδιασμού και ως υποκριτή, του αποδίδει ανειλικρίνεια, τον φωτογραφίζει ως γλυκανάλατο και τον κατηγορεί ως χρήστη επικοινωνιακών μεθόδων και μεθοδεύσεων. Το επίμαχο άρθρο μοιάζει να γράφτηκε και να δημοσιεύτηκε για να επικοινωνηθούν οι χαρακτηρισμοί αυτοί εις βάρος του Πρωθυπουργού και όχι για να υπηρετηθεί η Εκκλησία, δηλαδή η κοινωνία των πιστών της. Την Εκκλησία την γεωδοτούν οι κανόνες της και όχι οι πρακτικές της, την προσανατολίζει η δογματική της παράδοση και όχι οι ανάγκες δημοσιότητας και προβολής του ιερατείου. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας καλό είναι να θυμηθεί το χωρίο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι άλλως» (5.34.37). Επίσης πρέπει να θυμηθεί, ότι η Πενθέκτη οικουμενική Σύνοδος επικύρωσε με αριθμό 29 τον κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, που με δωρική επιτακτικότητα όρισε «ο όρκος απαγορεύεται». Περαιτέρω, ας ανατρέξει στην εγκύκλιο επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμου Δ’ του 1849, συνυπογραφείσα από όλους τους ορθόδοξους Πατριάρχες και τα μέλη της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που θεωρεί «αθέμιτον όλως ……. το ορκίζεσθαι τοις ευσεβείς Χριστιανοίς, είτε κατ’ ιδίαν, είτε εν δικαστηρίοις ». Σύμφωνα δε με τον ίδιο ως άνω Οικουμενικό Πατριάρχη «Η Εκκλησία ημών απαγορεύει τον όρκο. Εάν όμως κάποιος πιεζόμενος αφορήτως υπό της κρατικής εξουσίας ορκισθεί θα δεηθώμεν εις την ευσπλαχνίαν του Κυρίου να τον συγχωρήσει». Ας θυμηθεί ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, έναν άγιο του πνεύματος και των γραμμάτων μας, που υποστήριζε δικαίως και αληθώς, ότι «ο όρκος είναι ντροπή για την ανθρωπότητα» και «επιστροφή στην Μαγική νοοτροπία», συνιστώντας «βεβήλωση του Ευαγγελίου», αν δεν τον θεωρεί κι αυτόν κομμουνιστή ή βέβηλο αριστερίζοντα. Μετά τις συστάσεις αυτές ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας οφείλει και μια απάντηση. Γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι Μητροπολίτες με βάση τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος για την αναγνώριση της καταστάσεώς τους και προ της ενθρονίσεως τους δεν ορκίζονται αλλά παράσχουν «Διαβεβαίωση» στην αρχιεροσύνη τους; Γιατί οι κληρικοί όλων των βαθμών και οι ιερομόναχοι δεν ορκίζονται και απλώς «διαβεβαιώνουν» στην ιεροσύνη τους; Στο τέλος, ποια η διαφορά μεταξύ της «διαβεβαιώσεως» των κληρικών και τη επικλήσεως της τιμής και της συνειδήσεως του πολιτικού όρκου, που έδωσε ο Πρωθυπουργός; Φρονώ, ότι η τιμή και η συνείδηση προηγείται και οικοδομεί την ιεροσύνη, η οποία ως έννοια δεν μετράται, δεν ελέγχεται, ούτε συσκευάζεται εντός πλουμιστών αμφίων και χλιδάτης υποκρισίας. Όσο για την φοβία του Μητροπολίτη Μεσσηνίας περί δήθεν αναθεωρητισμού της νέας κυβέρνησης σχετικά με την σχέση κράτους εξουσίας, αυτή είναι πρόωρη, άκαιρη, άσφαιρη και πάντως υποκριτική. Θυμίζει πρόσφατες φοβίες, που τέθηκαν ως πολιτικά διλλήματα και ηττήθηκαν. Αυτό που απομένει είναι η ευχή του Μητροπολίτη Μεσσηνίας, να αφυπνιστούμε από την χειμέρια νάρκη μας. Ο ελληνικός λαός την Κυριακή 25.1.2015 το έπραξε. Αφυπνίστηκε από τη χειμέρια νάρκη των Μνημονίων και της φοβίας. Αφυπνίστηκε και να που όλοι πλέον συζητάμε για πολιτική, αφήνοντας στην άκρη τον μαμμωνά και τις αγορές. Ο λαός αφυπνίστηκε και άρα αφυπνίστηκε το ποίμνιο της Εκκλησίας. Καιρός να αφυπνιστούν και οι ομώντες στην ιεροσύνη τους ταγοί της Εκκλησίας. Ας αφυπνιστούν και ας αρχίσουν δουλειά καθώς πρέπει να ενεργήσουν μια ατελείωτη και βασανιστική διαδικασία εξομολογήσεων όλων αυτών, που όρκισαν με λιβάνια και παράτες και ευθύς κατέστησαν επίορκοι εις βάρος του λαού, του γενικού συμφέροντος και του Συντάγματος. Βέβαια μερικά από τα ραντεβού αυτά θα είναι δύσκολα, διότι δεν ξέρω αν έχουν ωράριο εξομολογήσεως οι φυλακές. Την ευχή Σας κ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας και μην ανησυχείτε. Είτε καταλάβετε είτε όχι τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, πάντα θα υπάρχουν κάποιοι φρόνιμοι για να τους ορκίζετε.