«Προσήλως αντισυνταγματικό” χαρακτηρίζει τον ΕΝΦΙΑ ο πρόεδρος του ΔΣΑ Βασίλης Αλεξανδρης και ζητεί από τους αρμόδιους να προχωρήσουν σε “νομοθετικές μεταβολές, που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση των αδικιών και την αποφυγή της οικονομικής εξοντώσεως των φορολογουμένων” με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών.
Παράλληλα, ο κ. Αλεξανδρής προαναγγέλλει πρωτοβουλίες του δικηγορικού Σώματος που θα “υπεραμύνονται των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων και θα δύνανται να συμβάλουν στην επίτευξη ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος”.
Στην επιστολή του ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας κάνει λόγο για πρόδηλη αντισυνταγματικότητα του ΕΝΦΙΑ αφού όπως αναφέρει με την επιβολή του αγνοήθηκε το στοιχείο της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών. Μιλά για ένα φόρο που επιβλήθηκε “επί αξιών οι οποίες πόρρω απέχουν από τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς” και δεν παραλείπει να υπογραμμίσει την “διπλή ουσιαστικά φορολόγηση των ίδιων ακινήτων” γεγονός που επιδεινώνει, όπως τονίζει, την κατάσταση.
Συγκεκριμένα στην επιστολή ο κ. Αλεξανδρής αναφέρει:
“Οι σοβαρές και τεκμηριωμένες νομικά και κοινωνικά ενστάσεις για την υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, που έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια, μολονότι θα έπρεπε να εισακουσθούν παραχρήμα και να σηματοδοτήσουν έναν νέο, δίκαιο φόρο επί της ακίνητης ιδιοκτησίας, αγνοήθηκαν πλήρως, παρά τις επανειλημμένες «υποσχέσεις» για εξομάλυνση των αδικιών και αποκατάσταση των ισορροπιών, με αποτέλεσμα να βιώνουμε καθημερινά τις παράλογες συνέπειες της επιβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. Οι σχετικές ρυθμίσεις θέτουν σε δοκιμασία την κοινωνικοοικονομική υπόσταση των φορολογουμένων, εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας και, επιπλέον, πλήττουν βάναυσα την ανάπτυξη του συναφούς πεδίου της Ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, με την επιβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. αγνοήθηκε – για μια ακόμη φορά – το στοιχείο της φοροδοτικής ικανότητας, που πρέπει να διέπει οιονδήποτε φόρο στα ακίνητα. Ειδικότερα, ο εν λόγω φόρος ουδόλως συνδέθηκε τόσο με την παραγωγή εισοδήματος από το φορολογούμενο ακίνητο, αλλά όσο και με την εν γένει εισοδηματική κατάσταση του υποχρέου. Έτσι, η φορολόγηση απρόσοδης ακίνητης περιουσίας καταλήγει απροκάλυπτα στη δήμευσή της και, συνακόλουθα, σε εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών συνταγματικών απαγορεύσεων. Είναι, δε, ευνόητο ότι η μη συνεκτίμηση της συνολικής εισοδηματικής καταστάσεως του υποχρέου οδηγεί στην επιβολή υπέρμετρων βαρών, ως προς τα οποία υφίσταται αντικειμενική αδυναμία ανταποκρίσεως στην καταβολή τους. Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελληνική Πολιτεία, έννομες τάξεις άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών έχουν ήδη προ πολλών ετών αποδεχθεί την ανάγκη συνδέσεως της φορολογίας της ακίνητης ιδιοκτησίας με το εισόδημα του φορολογουμένου (βλ. την απόφαση της 22ας Ιουνίου 1995 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, BVerfGE, 93, 121, και την απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 1998 του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, no 98-405 DC).
Η πρόδηλη αντισυνταγματικότητα επιβεβαιώνεται και από μια περαιτέρω διαπίστωση: Η επιβολή φόρου επί αξιών, οι οποίες πόρρω απέχουν από τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς, καταλήγει σε φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας ύλης, η οποία ασφαλώς δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή. Η μη εκπλήρωση της νόμιμης υποχρεώσεως περί αναπροσαρμογής του ύψους των αντικειμενικών αξιών ανά διετία, ήτοι η απροθυμία του νομοθέτη να τις αναγάγει στα πραγματικά τους – ραγδαίως μειωμένα – ύψη, οδηγούν σε μια ανήθικη φορολόγηση ψευδών δεδομένων. Ως εκ τούτου, το πάγιο αίτημα περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται αυτές στα δεδομένα της κοινής πείρας και της συναλλακτικής πρακτικής και αφετέρου να επιδείξει και το ίδιο το Κράτος την αναγκαία συμμόρφωση στις νόμιμες υποχρεώσεις του, παρίσταται ακόμη πιο επιτακτικό, άλλως η μη εκπλήρωσή του αλλοιώνει ακόμη περισσότερο τη σαθρή βάση επιβολής του εν λόγω φόρου.
Επιπλέον, η διπλή ουσιαστικά φορολόγηση των ιδίων ακινήτων, διά της επιβολής τόσο κυρίου, όσο και συμπληρωματικού φόρου, αλλά και η άνιση μεταχείριση διαφόρων κατηγοριών ακινήτων επιδεινώνουν την κατάσταση και καταδεικνύουν ακόμη πιο έντονα τις αδυναμίες του επιβληθέντος φόρου.
Τέλος, το υπέρογκο αυτό βάρος πλήττει καίρια, για μια ακόμη φορά, τη λειτουργία της κτηματαγοράς, η οποία, καίτοι αποτελεί ουσιώδες πεδίο της Ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο έχει απονεκρωθεί, αλλά και, με τέτοια μέτρα, στερείται κάθε περιθωρίου ανακάμψεως.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, αλλά και για την έντονη κοινωνική αναστάτωση, που έχει προκαλέσει η επιβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α., καλούμε τους αρμοδίους φορείς της Ελληνικής Πολιτείας να επανεκτιμήσουν την κατάσταση και να επιφέρουν εκείνες τις νομοθετικές μεταβολές, που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση των αδικιών και την αποφυγή της οικονομικής εξοντώσεως των φορολογουμένων.
Η δημόσια αυτή προτροπή συνιστά ταυτόχρονα πρόσκληση για έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο. Το Δικηγορικό Σώμα, ως εκ του ρόλου του, θεματοφύλακας της νομιμότητας και συμπαραστάτης στα δίκαια αιτήματα της κοινωνίας, προετοιμάζει ήδη και θα υλοποιήσει άμεσα όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες, που θα υπεραμύνονται των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων και θα δύνανται να συμβάλουν στην επίτευξη ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος”.
Capital.gr