Ο πρώην υπουργός Οικονομικών και στέλεχος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών Φίλιππος Σαχινίδης αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» και όπως αναφέρει «το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο όσο δανείζεται από τον ESM με χαμηλά επιτόκια. Αν η Ελλάδα βγει να δανειστεί από τις αγορές ακόμη και μικρά ποσά, η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να τεθεί υπό αίρεση».
Ακολουθεί το άρθρο του Φ. Σαχινίδης στην «Καθημερινή»:
Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του 2015 έδωσε στη χώρα τη δυνατότητα να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι το 2018.
Ο στόχος –όπως και των προηγούμενων προγραμμάτων– είναι, μέσω της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και της προώθησης των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, να προετοιμαστεί η χώρα ώστε να βγει στις αγορές και να κλείσει ο κύκλος του αναγκαστικού δανεισμού που ξεκίνησε το 2010, μετά τη δημοσιονομική κατάρρευση του 2009.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όφειλε να προχωρήσει στην έγκαιρη εφαρμογή των δεσμεύσεων που ανέλαβε. Γιατί όπως έδειξε η εμπειρία από το 2010 και μετά και ειδικά αυτή του πρώτου εξαμήνου του 2015, όλες οι καθυστερήσεις λειτουργούν εις βάρος της οικονομίας. Ενισχύουν την αβεβαιότητα, παρατείνουν την ύφεση και συντηρούν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Τελικά, οδηγούν σε περισσότερα μέτρα και μετατίθεται στο απώτερο μέλλον ο χρόνος εξόδου στις αγορές. Επιπρόσθετα, η έγκαιρη εφαρμογή των δεσμεύσεων, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, θα βελτίωνε την αναπτυξιακή προοπτική.
Σύμφωνα με τη δέσμευση που ανέλαβαν οι θεσμικοί δανειστές, η επιτυχής ολοκλήρωση των αξιολογήσεων θα οδηγούσε σε λήψη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Η ελάφρυνση θα καθιστούσε το χρέος βιώσιμο και θα επέτρεπε την ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Έτσι, η χώρα θα επιχειρούσε το 2017 να βγει δοκιμαστικά στις αγορές ώστε στα τέλη του 2018 να καλύπτει αποκλειστικά από αυτές τις δανειακές της ανάγκες.
Ήδη βαδίζουμε προς το μέσον του τρίτου προγράμματος και με μεγάλη καθυστέρηση ξεκίνησε η δεύτερη αξιολόγηση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στο πιο ευνοϊκό σενάριο η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί στο τέλος Νοεμβρίου, έτσι ώστε στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου να ανακοινωθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Σε ό, τι αφορά στα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπων θεσμικών φορέων αλλά και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Σόιμπλε, αυτά δεν πρόκειται να ανακοινωθούν πριν από το 2018. Κάτι πολύ πιθανό δεδομένου ότι πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα ήθελαν να ανοίξει μια συζήτηση για ελάφρυνση στο ελληνικό χρέος όσο βρίσκονται αντιμέτωπες με κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις.
Επομένως, το ενδεχόμενο να βγει η Ελλάδα στις αγορές το πρώτο εξάμηνο του 2017 απομακρύνεται, δυσκολεύοντας τον στόχο για κάλυψη του συνόλου των δανειακών αναγκών της χώρας από τις αγορές μετά το 2018.
Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα μήπως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πρέπει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο ενός τέταρτου προγράμματος. Το ζήτημα αυτό έχει μελετηθεί από το επιστημονικό ινστιτούτο Bruegel. Ο Z. Darvas σε άρθρο του επισημαίνει ότι ακόμη και με το πιο πιθανό σενάριο –μικρό πρωτογενές πλεόνασμα και μέτρια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ– είναι δύσκολο για την Ελλάδα να καταφέρει να επιστρέψει στις αγορές δανειζόμενη με ένα ικανοποιητικό επιτόκιο που θα καθιστά βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Με λίγα λόγια, το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο όσο δανείζεται από τον ESM με χαμηλά επιτόκια. Αν η Ελλάδα βγει να δανειστεί από τις αγορές ακόμη και μικρά ποσά, η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να τεθεί υπό αίρεση.
Οι επιλογές λοιπόν που υπάρχουν σήμερα για την Ελλάδα και τους θεσμικούς δανειστές, που διακρατούν πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους, είναι δύο:
• Να περικοπεί σημαντικό μέρος του ελληνικού χρέους.
• Να συνεχίσει να δανείζεται η Ελλάδα με τα πολύ ευνοϊκά επιτόκια του ESM, τα οποία καθιστούν βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Αν η πρώτη επιλογή δεν βρίσκει ανταπόκριση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τότε η μόνη που απομένει είναι οι θεσμικοί δανειστές να συνεχίσουν να δανείζουν την Ελλάδα μέσω ενός τέταρτου προγράμματος.
Όμως και η «λύση» του τέταρτου μνημονίου δεν θα οδηγήσει αυτόματα σε θετικούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Η κυβέρνηση οφείλει να προωθήσει διαρθρωτικές αλλαγές που θα επιταχύνουν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου και θα διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα και την προσέλκυση επενδύσεων. Έναντι αυτών των δεσμεύσεων θα διεκδικήσει περαιτέρω μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η μείωση αυτή θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Έτσι, θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για να περάσει η οικονομία σε σταθερή ανάπτυξη, να καταστεί βιώσιμο το χρέος και να προετοιμαστεί η χώρα για μια ασφαλή έξοδο στις αγορές όπως το πέτυχαν και οι υπόλοιπες χώρες που προσέφυγαν σε αναγκαστικό δανεισμό.
Πηγή: thecaller.gr