Εγκαταλελειμμένοι σταθμοί, κτίρια ιστορικής σημασίας που ρημάζουν, βανδαλισμοί σταθμών με ανεκτίμητη αρχιτεκτονική αξία συνθέτουν την εικόνα στο μεγαλύτερο μέρος του ανενεργού δικτύου του ΟΣΕ στην Πελοπόννησο. Το σχέδιο εξυγίανσης του ΟΣΕ, που οδήγησε σε αναστολή των δρομολογίων της Πελοποννήσου το 2011, δεν είχε επιπτώσεις μόνο σε συγκοινωνιακό επίπεδο αλλά επηρέασε και μια σειρά παραγόντων που επίσης επιβαρύνει οικονομικά τον οργανισμό. Το δίκτυο της Πελοποννήσου χρονολογείται από τον 19ο αιώνα και αποτελείται, εκτός από μετρική γραμμή, και από μια σειρά σιδηροδρομικών σταθμών ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Οταν το τρένο έπαψε να σφυρίζει σε αυτές τις περιοχές, αχρηστεύτηκαν και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, για τους οποίους όμως δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη. Αποτέλεσμα είναι πολλοί από αυτούς να βρίσκονται στο έλεος της φθοράς του χρόνου, επηρεάζοντας σε αρκετές περιπτώσεις και τις γύρω περιοχές. Συνολικά, το δίκτυο της Πελοποννήσου περιλαμβάνει 153 σιδηροδρομικούς σταθμούς και στάσεις, πολλοί εκ των οποίων διαθέτουν χώρους αναμονής και εξυπηρέτησης επιβατών, αλλά και κτίρια αποθήκευσης εμπορευμάτων.
Από αυτούς τους σταθμούς και στάσεις, οι 79 έχουν χαρακτηριστεί μνημεία, γεγονός το οποίο όμως δεν διασφαλίζει και τη συντήρησή τους. Συγκεκριμένα, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς έχει ήδη απευθύνει επιστολή προς όλους τους αρμόδιους φορείς εκφράζοντας ανησυχία για την «εγκατάλειψη και λεηλασία του μετρικού σιδηροδρομικού δικτύου Πελοποννήσου». Πρόκειται για ένα δίκτυο που κάλυπτε 750 χιλιόμετρα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τους σταθμούς ποικιλία κτισμάτων, όπως είναι λιθόκτιστες μεταλλικές γέφυρες, τούνελ, αποθήκες εμπορευμάτων. Οπως επισημαίνεται μάλιστα στην επιστολή του ελληνικού τμήματος της παραπάνω επιτροπής, «σε αρκετά σημεία του δικτύου διατηρούνται σημαντικά δείγματα εξοπλισμού κατασκευής γραμμής και βαγόνια τροχαίου υλικού κάθε είδους και μορφής, όπως είναι ατμομηχανές, οτομοτρίς, επιβατικά και φορτηγά βαγόνια. Ορισμένα από αυτά προέρχονται από χαμένα, κλειστά από παλιά δίκτυα, όπως ο Λαυρεωτικός, οι Σιδηρόδρομοι Πύργου – Κατάκολου, οι Σιδηρόδρομοι Μύλων Καλμών».
Οπως καταγγέλλουν μέλη του ελληνικού τμήματος της Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, οι σταθμοί γκρεμίζονται. Κάποιοι έχουν καεί, όπως είναι αυτοί της Μεγαλόπολης, του Αιγίου και του Λεονταρίου, ενώ άλλοι είναι υπό κατάληψη από τοξικομανείς. Το κυριότερο πρόβλημα του ΟΣΕ είναι οι ελλείψεις προσωπικού που θα κατευθύνονταν στη φύλαξη του δικτύου. Ανάγκη, η οποία είναι ακόμη πιο έντονη για τμήματα που είναι ανενεργά.
Μετανάστες και τοξικομανείς αποτελούν τους «ενοίκους» του σταθμού Αργους. Οι πόρτες και τα παράθυρα είναι σπασμένα, έγγραφα και σκουπίδια «κοσμούν» το εσωτερικό του σταθμού, ενώ το κτίριο είναι εμφανώς παραβιασμένο. Ο Δήμος Αργους έχει προχωρήσει σε σχετικές καταγγελίες και κατάφερε να αποσπάσει από τον ΟΣΕ τη δέσμευση ότι θα αποκαταστήσει τις ζημιές. Ο σταθμός κατασκευάστηκε πριν από το 1900 και περιλαμβάνεται στον διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδας.
Πολλοί από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Πελοποννήσου υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών του 2007 (π.χ. Δεσύλλα και Λεονταρίου). Κονδύλια φυσικά δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα να μην αποκατασταθούν στη συνέχεια, παρά την ιστορική τους αξία. Πυρκαγιά, που προκλήθηκε από μαγκάλι, κατέστρεψε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τον σταθμό της Μεγαλόπολης. Ο συγκεκριμένος σταθμός κατασκευάστηκε το 1898 με αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της αγροτικής περιοχής σε συνδυασμό με βιομηχανικά στοιχεία. Καμένη είναι η δεξιά πτέρυγα του νεοκλασικού κτιρίου του σταθμού της Πάτρας, που κατασκευάστηκε το 1886. Για πολλά χρόνια «φιλοξενούσε» άστεγους και τοξικομανείς, οι οποίοι όμως απομακρύνθηκαν.
kathimerini.gr