“Αυτή την περίοδο που βγαίνουμε από την κρίση, ποιος Έλληνας πολίτης δεν θέλει να διαλευκάνουμε αυτή την πιθανή σκιά ή τη σύνδεση της πολιτικής ηγεσίας με συμφέροντα; Όταν μάλιστα αυτή η κρίση χαρακτηρίστηκε από δύο σκάνδαλα υψηλού κόστους που υπερχρέωσαν τη χώρα, τα φάρμακα και τα εξοπλιστικά;’, αναρωτήθηκε ο Αν. ΥΠΕΝ Σωκράτης Φάμελλος, μιλώντας στην εκπομπή “Επόμενη Μέρα” της ΕΡΤ 1.
Σύμφωνα με τον Σωκράτη Φάμελλο, η αντιπολίτευση κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια κατηγορεί την κυβέρνηση ότι παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη προκειμένου να χρεώσει σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς σε πολιτικά πρόσωπα προηγούμενων διακυβερνήσεων. Όμως αυτό που διαχωρίζει αυτή την κυβέρνηση από τις προηγούμενες είναι ότι δεν θα επιτρέψει να υπάρχει αυτό ως πρακτική, η παρέμβαση δηλαδή στη δικαιοσύνη για πολιτικούς σκοπούς.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούν να παραβλεφθούν υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τα ταμεία των κομμάτων του δικομματισμού και τη Siemens μέχρι υπόδικους πολιτικούς ή πολιτικούς που είναι ήδη καταδικασμένοι: “Ως εκπρόσωποι των πολιτών αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι κανένας από εμάς δεν πρέπει να επιτρέψει να ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Πρέπει να δημιουργηθούν κανόνες ώστε να αποτρέψουμε την γκρίζα σχέση της πολιτικής με τα οικονομικά συμφέροντα, με τους καναλάρχες, με τις τράπεζες με μόνο στόχο την ανανέωση της παραμονής στην εξουσία. Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν θέλουμε την επαγγελματοποίηση της πολιτικής, τη μονιμότητα και την οικογενειοκρατία στην πολιτική”.
Απαντώντας σε ερώτηση για το πνεύμα συναίνεσης που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση και την ταυτόχρονη έρευνα για πρώην πρωθυπουργό, ο Αν. ΥΠΕΝ ήταν κατηγορηματικός “Δεν θα δεχόμασταν να κρυφτεί η αλήθεια. Συναίνεση είναι να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να είναι καθαρότερη η δημοκρατία μας, να είναι πιο διάφανη και υγιής. Δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση στην απόκρυψη. Η κοινωνία, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν συναινούν στο να “κρυφτούν” τα σκάνδαλα”.
Αναφερόμενος στο προσύμφωνο συνεργασίας μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του Πρωθυπουργού, ο Σωκράτης Φάμελλος σημείωσε ότι η πρόταση μεταρρύθμισης στα θέματα της Εκκλησίας, καθώς και οι πρωτοβουλίες σε δύσκολα εθνικά και διπλωματικά ζητήματα της χώρας αποδεικνύουν ότι αυτή η κυβέρνηση, πέρα από το ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια με τη βοήθεια όλων των Ελλήνων, μπορεί και να ανοίγει και να λύνει θέματα για χρόνια “κουκουλωμένα”. Επεσήμανε ότι “η συζήτηση για το θέμα της Εκκλησίας γίνεται πάνω σε τρία σημεία: την περιουσία της Εκκλησίας και του Δημοσίου, τη μισθοδοσία των κληρικών, αλλά και την αυτονομία της Εκκλησίας που έχει να κάνει και με την ουδετερότητα του κράτους και της πολιτείας. Ανοίγουμε και επιλύουμε τρία ουσιαστικά ζητήματα, που είναι σημαντικά για την Εκκλησία και για την κοινωνία”.
Η συζήτηση αυτή, όμως, δεν άνοιξε με το προσύμφωνο που υπεγράφη, όπως είπαν και ο Αρχιεπίσκοπος και ο Πρωθυπουργός, μιας και η συζήτηση είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και καιρό. Εξάλλου, αυτή την επίλυση την επιδιώκει και η Εκκλησία και πολλά θέματα τα θέτουν και οι ιερωμένοι στον δημόσιο διάλογο εδώ και καιρό, δεν υπάρχει τίποτα κρυφό ως προς αυτά. Συνεχίζοντας ο Σωκράτης Φάμελλος σημείωσε ότι με το προσύμφωνο λύνονται δύο σημαντικά ζητήματα της Εκκλησίας και των κληρικών. Το θέμα της αμφισβήτησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, που είναι σε εκκρεμότητα εδώ και τουλάχιστον 80 χρόνια, με αποτέλεσμα ούτε η πολιτεία ούτε η Εκκλησία να μπορούν να την εκμεταλλευτούν. Παράλληλα, το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών, για το οποίο δεν υπάρχει νομοθετική κατοχύρωση και πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε -χωρίς καμία τροποποίηση της μισθοδοσίας, χωρίς συνταξιοδοτικές και μισθολογικές απώλειες και χωρίς αλλαγές στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη- να λυθούν ταυτόχρονα και το περιουσιακό ζήτημα και το μισθολογικό των ιερέων. Κάτι τέτοιο θα προσδώσει και στην Εκκλησία και στην πολιτεία προωθητική δύναμη: “Η συγκεκριμένη συμφωνία πιστεύω ότι είναι η καλύτερη και επωφελέστερη πρόταση και για τους δύο χώρους που έχει κατατεθεί έως τώρα. Η διαδικασία στο πλαίσιο αυτής της πρότασης θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συναίνεση, διάλογο, συνεργασία. Η Εκκλησία, η Ιεραρχία, θα πρέπει να ακούσει και να εξετάσει σοβαρά μια πρόταση που θα εξασφαλίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης ενός τμήματος της περιουσίας της και ταυτόχρονα θα κατοχυρώνει τη μισθοδοσία των κληρικών και τη στελέχωση των θέσεων της Εκκλησίας, μιας και τώρα, από τη στιγμή που υπάγονται στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αμφισβητείται η αναπλήρωση ιερωμένων, όταν αυτοί εισέρχονται στους κανόνες προσλήψεων και σε μνημονιακούς περιορισμούς. Στον αντίποδα της εποικοδομητικής συζήτησης που διεξάγεται μεταξύ της κυβέρνησης και της Εκκλησίας, κάποιοι κάνουν μικροπολιτική, όπως ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος δεν θέλει να λύσει κανένα πρόβλημα της κοινωνίας, μόνο και μόνο για να πάρει “την καρέκλα”. Γιατί νομίζει ότι έχει κληρονομήσει την καρέκλα. Εμείς απέναντι σε αυτή τη στάση, απέναντι στη μικροκομματική εκμετάλλευση των πολιτικών προβλημάτων είμαστε απέναντι. Η κυβέρνηση θα προετοιμάσει το σχέδιο νόμου, θα το καταθέσει και θα προχωρήσει με πνεύμα συνεργασίας και συναίνεσης”, τόνισε ο Αν. ΥΠΕΝ κλείνοντας την παρέμβασή του.