Γράφει η Τόνια Κουζή
Με αφορμή τις πρόσφατες εκδηλώσεις της δημοτικής αρχής για τους σεισμούς του 1986, και κυρίως, την υποβολή της πρότασης για τις 100 κλιματικά ουδέτερες πόλεις, ακούσαμε παρουσιάσεις αλλά και τοποθετήσεις εκ μέρους της συμπολίτευσης, της αντιπολίτευσης, των φορέων και των πολιτών.
ΣΥΝ–εργιες, ΣΥ-μμετοχή, ΣΥ-μμετοχικός σχεδιασμός, ΣΥΝ-διαμόρφωση, ΣΥΝ-απόφαση, είναι κάποιες από τις λέξεις που ακούστηκαν πολλές φορές σχεδόν από το σύνολο των “υπευθύνων” της πόλης. Η χρήση του προθήματος «ΣΥΝ» στις τοποθετήσεις όλων, είναι κατανοητή μια και είναι σαφές ότι τίποτα δεν μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια την αυτοδιοίκηση στην επόμενη δημιουργική της ημέρα αν δεν βρεθούν τα «ΣΥΝ».
Έχουμε ωστόσο την κουλτούρα της συνεργασίας που απαιτείται ή την επικαλούμαστε στις ημερίδες και την αναζητούμε μόνο προεκλογικά;
Η κουλτούρα συνεργασίας που χτίστηκε στην προετοιμασία για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα έγινε συντρίμμια από την επόμενη κιόλας ημέρα και συνθλίβεται ακόμα περισσότερο με το ΣΒΑΚ, τα Πάρκα Τσέπης, και τις υπόλοιπες παρεμβάσεις που έρχονται.
Στο άμεσο παρελθόν, η διαδικασία εκπόνησης του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας κατέλυσε το σπουδαιότερο παράγοντα επιτυχίας του, που δεν ήταν άλλος από την συμμετοχή και τη μύηση των ανθρώπων της πόλης στην έννοια της παραγωγής του δημόσιου χώρου.
Ήταν σπουδαιότερο να επιτευχθεί η συμμετοχή και η διάδραση των πολιτών, από το να παραχθεί ακόμη ένα στείρο σχεδιαστικό και πολεοδομικό αποτέλεσμα σε κλειστούς γραφειακούς χώρους. Και εν τέλη, αυτό παράχθηκε από τη διεπιστημονική ομάδα που το ανέλαβε. Οι χάρτες σχεδιάστηκαν, ωστόσο ο βασικός στόχος απέτυχε παταγωδώς. Ο στόχος ήταν η παραγωγή του σχεδίου από κάτω προς τα πάνω, από τον πολίτη και κάτοικο προς τον μελετητή και όχι το αντίθετο. Ο ορισμός του επιτυχούς, κοινωνικά αποδεκτού, σχεδιασμού είναι όχι η κοινοποίηση- παρουσίαση της ιδέας στον άνθρωπο της πόλης εφόσον έχει δημιουργηθεί, αλλά η συμμετοχή στη δημιουργία της ιδέας από τη σύλληψη της και η παρακολούθηση της μέχρι το τελικά παραγόμενο αποτέλεσμα.
Παρόμοια τύχη είχαν και τα Πάρκα Τσέπης, που από ευκαιρία έκφρασης του πολίτη, σε μια κλίμακα πλήρως αντιληπτή, αυτή της γειτονιάς του, παρερμηνεύτηκαν σε επεμβάσεις καλλωπισμού και καθαρισμού κενών σημείων της πόλης. Και σε αυτή την περίπτωση η εξαιρετική ιδέα υιοθεσίας κάθε πάρκου τσέπης από έναν νέο αρχιτέκτονα της πόλης σχεδιαστικά, εγκαταλείφτηκε μετά την πρώτη συνάντηση και το παραγόμενο αποτέλεσμα είναι απλοϊκές σε σύλληψη παρεμβάσεις με την αισθητική του δημόσιου χώρου να απουσιάζει.
Σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα γινόμαστε αποδέκτες έτοιμων σχεδόν παραδοτέων και μάλιστα με λεπτομερείς φωτορεαλιστικές απεικονίσεις επεμβάσεων στο Ανατολικό Κέντρο της πόλης, αλλά και στη Δυτική παράκτια ζώνη. Άλλες δυο χαμένες ευκαιρίες κοινωνικού διαλόγου, διαλόγου στο δημοτικό συμβούλιο, διαλόγου στις περιοχές παρέμβασης με τους κατοίκους και τους μελετητές που θα άκουγαν την άποψη και θα τη μετασχημάτιζαν σε εικόνα, σε σχέδιο, σε μελέτη θα ΣΥΝ-εργάζονταν με την κοινωνία τη πόλης. Εδώ βεβαίως ανακύπτει και το μείζων ζήτημα του τρόπου ανάθεσης αυτών των μελετών σε μελετητικές ομάδες. Σημαντικοί δημόσιοι χώροι σχεδιάονται όχι μέσα από διαγωνιστική διαδικασία, αλλά ανατίθενται απευθείας, για λόγους που όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε.
Όλα τα παραπάνω πρόσφατα παραδείγματα έρχονται να ενισχύσουν την ομολογουμένως μεγάλη δυσπιστία και απογοήτευση των πολιτών, κυρίως μετά την εμπλοκή τους στη διαδικασία προετοιμασίας του φακέλου διεκδίκησης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Αυτό ακριβώς είναι το παράδειγμα προς αποφυγή, μιας και σε αυτή την προσπάθεια ο πολίτης ενεργοποιήθηκε, έκανε το Project δικό του, οργανώθηκε, συνεργάστηκε, κατέθεσε ιδέες και υπηρέτησε το σκοπό του με απόλυτη συνέπεια.
Η ενεργός συμμετοχή των κατοίκων εξασφαλίζει την απόδοση ενός ιδιαίτερου στοιχείου σε κάθε σχεδιαστική επίλυση – πρόταση, που μόνο ο χρήστης του δημόσιου χώρου μπορεί να αποδώσει με επιτυχία.
Στη δική μας αντίληψη, δεν μπορεί κάθε πρόσκληση ενδιαφέροντος, κάθε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, κάθε νέα ανάγκη να παράγει και έναν νέο, διαφορετικό οραματισμό για την πόλη. Περιμένουμε διακαώς το ΟΡΑΜΑ στην τουριστική ταυτότητα, το ΟΡΑΜΑ στο ΣΒΑΚ, τώρα το ΟΡΑΜΑ ξανααναζητείται για τη συμμετοχή μας στις 100 κλιματικά ουδέτερες πόλεις.
Ο τρόπος που ονειρεύομαι την πόλη μου οφείλει να είναι ένας μοναδικός, ασφαλώς να επιδέχεται επικαιροποιήσεων, δυναμικά να αντιλαμβάνεται το νέο και να ενσωματώνει νέες ιδέες και πρακτικές, αλλά δεν μπορεί να γεννάται εκ του μηδενός σε κάθε νέα πρόσκληση. Αυτό καταδεικνύει το ακριβώς αντίθετο: την απόλυτη αδυναμία όλα τα παραπάνω «ΣΥΝ» να παράξουν το τι ακριβώς θέλουμε για την πόλη μας, τι ονειρευόμαστε και αυτό να είναι τόσο ξεκάθαρο ώστε να μην είναι διαπραγματεύσιμο.
Οι ομάδες που κάθε φορά χειρίζονται τα νέα προγράμματα, πρέπει αναγκαστικά να αναφέρονται σε ένα κοινό τόπο: το διαμορφωμένο ήδη από τη ΣΥΡΡΑΦΗ των υφιστάμενων σχεδιασμών ΟΡΑΜΑ για την πόλη μας. Πρέπει να είναι ισχυρό , διακριτό να βασίζεται στην ανάγνωση των ιδιαιτεροτήτων του δικού μας τόπου, να έχει ΣΥΝδιαμορφωθεί από όλους εμάς.
Εμείς, οι άνθρωποι του τόπου, είμαστε το ισχυρό ΣΥΝ σε κάθε πρόταση.
Το «ΣΥΝ» πρέπει να σταματήσει να είναι ένα πρόθημα σε τυπικές, κενές ουσίας, λέξεις εξαγγελιών και να γίνει το σύμβολο πρόσθεσης των ονείρων και αναγκών των πολιτών που θα ισούται με το ρεαλιστικό μέλλον της Καλαμάτας.
Η Τόνια Κουζή είναι Επικεφαλής της παράταξης “Καλαμάτα Τόπος Ζωής”.