Τι γυρεύει η Εκκλησία στο θολό «παζάρι» των συλλαλητηρίων…;;;

Γράφει ο  Μεσσηνίας Χρυσόστομος

Τον τελευταίο καιρό και με αφορμή την αναζωπύρωση των διπλωματικών κινήσεων προς επίλυση των διμερών διαφορών της Ελλάδος με το κράτος των Σκοπίων (FYROM) (αλυτρωτισμός, ονοματοδοσία, erga omnes και άλλα τινά εξίσου σοβαρά που ίσως δεν πολυσυζητούνται δημοσίως) γίνεται επίσης αρκετή συζήτηση ως προς την διοργάνωση συλλαλητηρίων και τη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι αυτών.

Ο καταιγισμός δηλώσεων, υποδείξεων, προτροπών, «αναταράξεων» εκκλησιαστικών, συνηγορούν ή μάλλον επιβεβαιώνουν, ότι -δυστυχώς- και παρά τις όποιες διευκρινιστικές προσεγγίσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου     της 26ης Ιανουαρίου ε.έ., κινούμεθα στο επικίνδυνο όριο της εκκοσμίκευσης και του εκπροτεσταντισμού του εκκλη-σιαστικού μας ήθους. Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος:

Η Εκκλησία της Ελλάδος, πράγματι, και κατά το παρελθόν οργάνωσε συλλαλητήρια ή λαοσυνάξεις και μολονότι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ότι τότε, τόσο ο λόγος όσο και ο τρόπος της οργάνωσής τους Της παρείχαν κάποια δικαιολογία, εντούτοις τις “εξαργύρωσε”, αρκετές δεκαετίες αργότερα, πολύ ακριβά. Δεν αδικώ μάλιστα την ιστορική ακρίβεια, εάν ισχυριστώ, ότι το ανταποδοτικό “όφελος” ήταν αρκετά χαμηλό  σε σχέση προς τον “αγώνα” και η ζημία αρκετά υψηλή σε σχέση προς τις επιδιώξεις Της.

Στην παρούσα όμως συγκυρία, σύνολη η διοργάνωση των συλλαλητηρίων είναι παντελώς διαφορετική και ξένη προς τον όλο θεσμό της Εκκλησίας. Η οργάνωσή τους κινείται σε ένα θολό περιβάλλον, εκμετάλλευσης της αδιαμφισβήτητης και αμετακίνητης θέσης του ελληνικού λαού  ως προς τη μή χρήση του ονόματος «Μακεδονία» για το γειτονικό κράτος των Σκοπίων. Γι’ αυτό και τολμώ να θέσω καλόπιστα κάποια ερωτήματα και προβληματισμούς :

  • Ποιοι είναι άραγε οι “άθεσμοι” οργανωτές των συλλαλητηρίων; Πρόεδροι οργανώσεων και ομάδων, οι οποίοι προφανώς εκπροσωπούν μια μερίδα του λαού μας. Επιτρέπεται, συνεπώς, να σταθεί θεσμικά δίπλα τους η Εκκλησία, ως “θεραπαινίδα”; Ξεχνάμε, ότι η Εκκλησία εκφράζει το όλον και όχι το μέρος, με το οποίον δεν μπορεί να ταυτίζεται;
  • Ποιους εκπροσωπούν οι “άγνωστοι” συνδιοργανωτές, οι οποίοι επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τη θεσμική Εκκλησία και να την “καπελώσουν“ για την ικανοποίηση δικών τους πολιτικών σκοπιμοτήτων, άλλοθι και επιδιώξεων ;
  • Ποιοι είναι οι ανεύθυνοι εκείνοι ομιλητές, τους οποίους μάλιστα εξουσιοδοτούν επιπόλαια και ανεπίγνωστα κάποιοι επίσκοποι, για να διαβάσουν προς τον λαό το προσωπικό τους μήνυμα και τι τάχα εκπροσωπούν ή με ποια ιδιότητα απευθύνονται με τρόπο προκλητικό προς τον Προκαθήμενο και την Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας προσκαλώντας τους να συμμετάσχουν στα δικά τους συλλαλητήρια;
  • Ποιος είναι όμως και εκείνος ο εκκλησιολογικά ανυπόστατος συνδικαλιστικός οργανισμός ιερέων – κληρικών, ο οποίος προτρέπει τους κληρικούς να συμμετάσχουν σε ένα συλλαλητήριο για το οποίο η Εκκλησία θεσμικά έχει ήδη αποφανθεί; Πού βρίσκεται άραγε η κανονική συγκατάθεση των επισκόπων, στους οποίους ανήκουν κανονικά και εκκλησιολογικά οι εν λόγω κληρικοί; Δεν διαβλέπετε, αγαπητοί μου, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετώπιση του όλου θέματος εκφράζει έναν αμιγώς εκκλησιολογικό εκπροτεσταντισμό πρεσβυτεριανού και συγχρόνως δημοσιοϋπαλληλικού τύπου ιερωσύνης, η οποία ιεροκανονικά είναι μετέωρη;

Θεωρώ, όπως όλοι άλλωστε, δεδομένη και σεβαστή την επιθυμία κάθε Έλληνα πολίτη  να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε συλλαλητήριο, προκειμένου να εκφρασθεί με τον πλέον δυναμικό τρόπο η λαϊκή βούληση για το συγκεκριμένο ζήτημα της ονοματοδοσίας. Πρέπει όμως να αναζητείται η θεσμική στήριξη της Εκκλησίας και μάλιστα με την συμμετοχή  και παρουσία των επισκόπων Της; Μια τέτοια έκφραση αποτελεί καθαρά μια εκκοσμικευμένη αντίληψη λειτουργίας του ίδιου του εκκλησιαστικού σώματος μέσα στα “του κόσμου πράγματα”. Όταν μάλιστα αυτή η εκκοσμίκευση συνεπάγεται και τον -έστω δυσδιάκριτο για κάποιους- εκπροτεσταντισμό του εκκλησιαστικού μας ήθους, τότε κινδυνεύουμε να αλλοιωθούμε εκκλησιολογικά και     να εκφυλιστούμε σε μια “θεραπαινίδα” διαφόρων ομάδων, πολλές φορές άγνωστης ιδεολογίας, τοποθέτησης και αρχών αλλά και επιδιωκόμενων σκοπιμοτήτων.

Θεωρώ, επομένως, ότι οι οποιεσδήποτε ενθουσιαστικές τάσεις θα πρέπει να περιοριστούν, προκειμένου να διαφυλά-ξουμε τον θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας μέσα στην κοινωνία.

Ο ιστορικός, αποφασιστικός και πρωτοποριακός ρόλος της Εκκλησίας στους αγώνες του Έθνους δεν αναγνωρίζεται, ούτε καταξιώνεται στα συλλαλητήρια. Αρκεί και υπεραρκεί η επιβίωση του και  η αναγνώριση του από την ίδια την Ιστορία, διαχρονικά.

Όταν μάλιστα τα συλλαλητήρια αυτά διοργανώνονται, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσωπα και σκοπιμότητες “έξωθεν και έσωθεν”, τότε η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει λόγο συμμετοχής, ούτε και τρόπο παρουσίας.

Ας προβληματιστούμε λίγο περισσότερο και ας αναλογιστούμε το μέλλον του θεσμού και όχι την εξέλιξη και ικανοποίηση των προσωπικών μας επιδιώξεων και οραματισμών !!!