Το δικαίωμα του λαού στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στον Πολιτισμό, στον Αθλητισμό, που θα έπρεπε να προάγουν τα ΜΜΕ, μπορούν να διασφαλιστούν μόνο όταν οι συχνότητες, τα κανάλια, τα συστήματα τηλεπικοινωνίας γίνουν πραγματικά κοινωνική ιδιοκτησία, τονίζει το ΚΚΕ σε ανακοίνωσή του, εκφράζοντας την πρόθεσή του να καταψηφίσει το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες.
Σε ανακοίνωση για το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις τηλεοπτικές άδειες το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ τονίζει:
«Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με τις γνωστές διαδικασίες fast track, κατέθεσε για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή το πολυδιαφημιζόμενο νομοσχέδιό της για τις τηλεοπτικές άδειες, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποσπάσει την προσοχή του λαού από τη βάρβαρη επίθεση στο εισόδημα και τα δικαιώματά του, που είναι σε εξέλιξη. Πριν λίγες ημέρες ψήφισε το πολυνομοσχέδιο, το οποίο περιέχει μόλις το 30% των προαπαιτούμενων, νέα πολυνομοσχέδια είναι στα σκαριά με ακόμα πιο σκληρά μέτρα, ενώ προετοιμάζεται και η ολομέτωπη επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση.
Κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η αναδιανομή της αγοράς, το ξαναμοίρασμα της πίτας ανάμεσα σε επιχειρηματικά συμφέροντα εντός και εκτός Ελλάδας, διεθνώς, που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ΜΜΕ και η συνδιαλλαγή με τους σταθμούς για ευνοϊκότερη στάση απέναντι στην κυβέρνηση, αφού το μόνο που κάνει το νομοσχέδιο είναι να παραχωρήσει τις άδειες μέσα από τη διαδικασία διαγωνισμού και δημοπράτησης.
Παράλληλα, επιδιώκεται η συγκέντρωση της αγοράς σε ακόμη λιγότερα χέρια, ιδιαίτερα με τις προϋποθέσεις λειτουργίας που τίθενται για τους περιφερειακούς και δημοτικούς σταθμούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματα και τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση, όχι μόνο δεν τερματίζει, όπως ισχυρίζεται, το καθεστώς αδιαφάνειας και διαπλοκής, με ευθύνη βέβαια και των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά το αναπαράγει και το ενισχύει, αφού η ιδιοκτησία των ΜΜΕ παραμένει στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, που τα αξιοποιούν για την προώθηση των συμφερόντων τους και την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει άλλωστε και η κρατική τηλεόραση στον καπιταλισμό.
Γι’ αυτό και αποτελεί μεγάλη κοροϊδία ότι με το νομοσχέδιο διασφαλίζεται η “πολυφωνία” και η “αντικειμενική” ενημέρωση. Οι ιδιοκτήτες των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων στην πραγματικότητα θα προβάλλουν και θα αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, τις ανάγκες του κεφαλαίου και της εξουσίας του, που είναι ασυμβίβαστα με την προβολή των αναγκών, των δικαιωμάτων, των αγώνων των εργαζομένων, του λαού μας.
Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης ότι με το νομοσχέδιο επιχειρείται να ρυθμιστεί το καθεστώς των ΜΜΕ, να θεσπιστούν διαφανείς κανόνες λειτουργίας του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και να μπει τέλος στο καθεστώς ασυδοσίας “σκοντάφτουν” πρώτα απ’ όλα στο ίδιο το νομοσχέδιο, όπου όλα τα κρίσιμα ζητήματα (αριθμός αδειών, τιμή εκκίνησης δημοπράτησης, μετοχικό κεφάλαιο περιφερειακών καναλιών κλπ.) θα ρυθμιστούν, μετά την ψήφισή του, με Υπουργικές Αποφάσεις, παραπέμποντας σε παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και παζάρια. Ακόμη και στο ζήτημα της ονομαστικοποίησης των μετοχών, θεσπίζονται εξαιρέσεις για τις ξένες εταιρείες και τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, που ακυρώνουν την όποια υποχρέωση ονομαστικοποίησης.
Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους που θα απασχολούνται στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, στο νομοσχέδιο δεν προβλέπεται ούτε οργανόγραμμα, πόσοι και σε ποια τμήματα θα απασχολούνται, ούτε δέσμευση ότι όλοι οι εργαζόμενοι θα αμείβονται με τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις των αντίστοιχων ενώσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τη διαιώνιση του καθεστώτος εργασιακής ζούγκλας.
Το ΚΚΕ θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης και θα αντιπαλέψει τις αρνητικές επιπτώσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων και στην ενημέρωση του λαού. Το δικαίωμα του λαού στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στον Πολιτισμό, στον Αθλητισμό, που θα έπρεπε να προάγουν τα ΜΜΕ, μπορούν να διασφαλιστούν μόνο όταν οι συχνότητες, τα κανάλια, τα συστήματα τηλεπικοινωνίας γίνουν πραγματικά κοινωνική ιδιοκτησία, που θα λειτουργούν με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και εργατικό -λαϊκό έλεγχο, στο πλαίσιο ριζικών ανατροπών στο επίπεδο της οικονομίας και της εξουσίας».