«Η Ελλάδα δεν έχει κλείσει εγκαίρως τη δεύτερη αξιολόγηση και η χρηματοδότηση του προγράμματος έχει μείνει και πάλι πίσω». Με τη φράση αυτή ευρωπαϊκή πηγή περιγράφει στο CNN Greece το τι μπορεί να πάει στραβά το 2017 για το ελληνικό πρόγραμμα, δεδομένης της τροπής που έχουν πάρει οι συζητήσεις με τους θεσμούς.
Σύμφωνα με το κείμενο του Θανάση Κουκάκη, βάσει του σχεδιασμού του προγράμματος του ESM η Ελλάδα θα έπρεπε μέσα στο 2016 να κλείσει δύο αξιολογήσεις και να λάβει δόσεις 16,4 δισ. ευρώ προκειμένου να καλύψει χρηματοδοτικές ανάγκες συνολικού ύψους 16,9 δισ. ευρώ. Σε αυτές τις ανάγκες περιλαμβάνονται αποπληρωμή χρέους συνολικού ύψους 7,3 δισ. ευρώ, πληρωμή τόκων ύψους 5,2 δισ. ευρώ και αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου συνολικού ύψους 4,3 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, μέσα στο 2016 η Ελλάδα έχει λάβει από τον ESM μόλις τα 10,3 δισ. ευρώ που συνδέονταν με την πρώτη αξιολόγηση και αυτά σε δύο δόσεις (7,5 δισ. ευρώ τον Ιούνιο και 2,8 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο). Η μη έγκαιρη εκταμίευση των 6,1 δισ. ευρώ που συνδέονται με τη δεύτερη αξιολόγηση δεν έχει γίνει ακόμη αισθητή δεδομένου ότι η δημοσιονομική υπεραπόδοση έχει γεμίσει τα κρατικά ταμεία, κάτι που άλλωστε καταδεικνύεται από το πρωτογενές πλεόνασμα που στο τέλος Νοεμβρίου ανήλθε στα 7,5 δισ. ευρώ ή στο 4% του ΑΕΠ.
Αυτές οι δημοσιονομικές επιδόσεις του 2016 «επέτρεψαν» στην κυβέρνηση να χορηγήσει τη 13η σύνταξη και να αναστείλει την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και της άγονης γραμμής. Ωστόσο οι παροχές αυτές συνολικού ύψους άνω των 700 εκατ. ευρώ δίνονται παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει λάβει τα 6,1 δισ. ευρώ που συνδέονται με τη δεύτερη αξιολόγηση και μη λαμβανομένου υπόψη ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για το 2017 θα είναι 19,7 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,8 δισ. ευρώ μεγαλύτερες σε σχέση με εφέτος.
Με πιο απλά λόγια όσο δεν κλείνει η δεύτερη αξιολόγηση και κυρίως όσο παραμένει σε εκκρεμότητα το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα – κάτι που η γερμανική βουλή θέτει πλέον ως προϋπόθεση για να εγκρίνει την εκταμίευση των δόσεων του προγράμματος του ESM- η Ελλάδα θα πρέπει να χρηματοδοτείται με ίδια μέσα. Αν και το ελληνικό κράτος λειτούργει εδώ και καιρό με βάση το «δώσε ημίν σήμερον», ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν είναι συμβατή με την «κανονικότητα» που επιδιώκουν κυβέρνηση και δανειστές.
Μπορεί η υπεραπόδοση των εσόδων του Προϋπολογισμού να ξεπερνά ήδη τα 2,5 δισ. ευρώ -αναμένεται πως οι φόροι που έχουν καταλογιστεί το Δεκέμβριο θα αποδώσουν πάνω από 5,5 δισ. ευρώ-, ωστόσο τα ποσά αυτά δεν αρκούν για να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επομένων μηνών ειδικά εάν επιβεβαιωθούν τα «καταστροφικά σενάρια» που θέλουν το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα να μετατίθεται για μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Το απαιτητικό 2017
Στο πρώτο τρίμηνο του 2017 η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώσει χρέος και τόκους ύψους 2,6 δισ. ευρώ, στο δεύτερο τρίμηνο 2017 συνολικά 3,1 δισ. ευρώ, στο τρίτο τρίμηνο συνολικά 8,9 δισ. ευρώ και στο τέταρτο τρίμηνο 2017 800 εκατ. ευρώ. Για το σκοπό αυτό το πρόγραμμα του ESM αρχικά προέβλεπε πως η Ελλάδα θα λάμβανε δόση 1,5 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2017, δόση «μαμούθ» 9,6 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο 2017 και στο διάστημα Ιουλίου – Δεκεμβρίου 2017 δόσεις συνολικού ύψους 7,1 δισ. ευρώ.
Δεδομένου ότι μόνον για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 – δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες για τόκους- θα πρέπει να εξασφαλιστούν μέσα στο επόμενο έτος 3,1 δισ. ευρώ, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η μη ομαλή καταβολή των δόσεων από τον ESM θα «ναρκοθετήσει» το ίδιο το πρόγραμμα, δεδομένου ότι τα επίπεδα ρευστότητας στην οικονομία ενδέχεται να μειωθούν εκ νέου.
Και εάν και θα ήταν κινδυνολογικό να προεξοφλήσει κανείς σε αυτή τη φάση μια επανάληψη των γεγονότων του 2015 -με προβλήματα στην εξόφληση μισθών και συντάξεων εντός του 2017 – ωστόσο η πραγματική οικονομία θα αισθανθεί πρώτη τις επιπτώσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι η αποπληρωμή των υπέρογκων ληξιπροθέσμων οφειλών του Δημοσίου ύψους άνω των 6,2 δισ. ευρώ θα καθυστερήσει περεταίρω, καθώς τα 1,7 δισ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί να δοθούν στον ιδιωτικό τομέα μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης είναι στον «αέρα» και συνακόλουθα, το ίδιο συμβαίνει και με τα 2,3 δισ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί από τον ESM για τον ίδιο σκοπό το 2017.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να δίνει βάρος στη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και στην έξοδο στις αγορές, ωστόσο αυτές οι στοχεύσεις είναι «φιλόδοξες» όταν δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί η ομαλή χρηματοδότηση των αναγκών του Κράτους για το σύνολο του 2017. Και στη βάση αυτή Ευρωπαϊκές πηγές επιχειρηματολογούν κατά της επιλογής της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε παροχές σε μια περίοδο «που ο ταμειακός της ορίζοντας είναι θολός».
Πηγή: mignatiou.com