Γράφει ο Γιώργος Κανέλης
Με νέα απόφασή του για την επίσχεση εργασίας, ο Άρειος Πάγος επιδεινώνει τη θέση των υπαλλήλων, καθώς σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 114/2017 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου «…από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ . 3 του ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις».
Επικαλούμενο, δε, το Β2 Πολιτικό Τμήμα το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και καταγράφοντας μια σειρά προηγούμενες αποφάσεις του από το 2010 και μετά, ορίζει ότι η επίσχεση εργασίας των απλήρωτων εργαζομένων είναι «καταχρηστική» όταν «δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (…) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη».
Η συγκεκριμένη απόφαση του Αρείου Πάγου αφορά εργαζόμενη σε αλυσίδα κομμωτηρίων, η οποία προχώρησε μαζί με 8 συναδέλφους της σε επίσχεση εργασίας αφού ήταν 3 με 4 μήνες απλήρωτοι. Μετά την ολοκλήρωση της επίσχεσης, η εργοδοσία έδιωξε την εργαζόμενη χωρίς αποζημίωση, με το «επιχείρημα» ότι με την επίσχεση εργασίας αποχώρησε… «οικειοθελώς».
Αναιρώντας την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δικαίωνε την εργαζόμενη, ο Αρειος Πάγος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «δεν δικαιολογείται η σχετική κρίση της (σ.σ. της απόφασης του Εφετείου) ότι η άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως της ενάγουσας (σ.σ. της εργαζόμενης) δεν παρίσταται καταχρηστική», μεταξύ άλλων γιατί η απόφαση αυτή δεν εξέτασε με σαφήνεια τρία «δεδομένα», κατά την κρίση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Α. «Αν μπορούσε η αναιρεσίουσα – εργοδοσία να είναι εμπρόθεσμη στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες που προήλθαν από την οικονομική κρίση» (με λίγα λόγια, πρώτα να ξεπεράστει η κρίση, μέχρι τότε οι εργαζόμενοι θα μένουν απλήρωτοι και θα προσφέρουν δωρεάν μαύρη και ανασφάλιστη εργασία στην κάθε εργοδοσία).
Β. «Αν η καθυστέρηση στην πληρωμή των ανωτέρω αναφερόμενων αποδοχών οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας – εργοδοσίας και όχι σε δικαιολογημένη ταμειακή της δυσχέρεια» (με λίγα λόγια, δεν έχουν ακούσει ούτε μία φορά οι αρεοπαγίτες ότι οι εργοδότες κατά κόρον αυτό το λόγο επικαλείται, την… ταμειακή της δυσχέρεια, την οικονομική της ασφυξία κτλ., την ώρα που με τις πλάτες των εργαζομένων βγάζουν υπερκέρδη).
Γ. «Αν είναι χρονικά αξιόλογη η καθυστέρηση καταβολής» των μισθών (με λίγα λόγια, οι 3-4 μήνες που ήταν απλήρωτη η εργαζόμενη δεν είναι… χρονικά αξιόλογο, κι ας τρέχουν οι υποχρεώσεις της, κι ας πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει αυτή και η οικογένειά της).
Ο Γιώργος Κανέλης είναι Γ. Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας