Του Βασίλη Γεώργα
Τα πάνω-κάτω στις «κοντόφθαλμες» ρυθμίσεις κόκκινων δανείων που επέλεγαν να κάνουν μέχρι σήμερα οι τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, φέρνει η ανάγκη να αναβιώσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPE) που επιβαρύνουν με τεράστιο κόστος προβλέψεων τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Όπως προκύπτει από εσωτερικά σημειώματα των τραπεζικών ιδρυμάτων, οι στρατηγικές διαχείρισης που θα αρχίσουν να εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες σταδιακά από τον ερχόμενο μήνα (τρίτο τρίμηνο 2016 και μετά) γίνονται σημαντικά πιο συμφέρουσες για τους δανειολήπτες από όσο ήταν μέχρι σήμερα. Και αυτό καθώς οι τράπεζες με βάση τους νέους κανονισμούς της EBA, επείγονται πλέον να μεταφέρουν δάνεια από την κατηγορία των «μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» η οποία κοστίζει 25% των κεφαλαίων τους σε προβλέψεις, σε αυτές των «μη εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων Δανείων-NPF» όπου το κόστος των προβλέψεων μειώνεται σε 13% και κυρίως σε αυτή των «Εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων Δανείων– PF) που είναι η δεύτερη καλύτερη κατηγοριοποίηση ενός δανείου καθώς έχει κόστος προβλέψεων μόλις 8%.
Η βέλτιστη εξέλιξη ενός δανείου για τις τράπεζες είναι φυσικά στην πορεία να… «ξεκοκκινήσει» και να καταστεί εξυπηρετούμενο (προβλέψεις 5%), όμως αυτή η πορεία είναι μακρόχρονη και εξαιρετικά επισφαλής, καθώς οποιοδήποτε πισωγύρισμα από τον δανειολήπτη, αυτόμάτως επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση το δάνειο.
Η διαδικασία μετακίνησης ενός δανείου από τη μια κατηγορία στην άλλη είναι ούτως ή άλλως χρονοβόρα, αλλά κυρίως απαιτεί γενναίες και περισσότερο μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις ώστε οι κόκκινοι δανειολήπτες να αρχίσουν να ξαναπληρώνουν μέρος των δανείων τους και να παραμείνουν συνεπείς, και με τη σειρά τους οι τράπεζες να «απελευθερώνουν» δεσμευμένα κεφάλαια για άλλες χρήσεις. Ήδη όλες οι τράπεζες έχουν αρχίσει να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία επισημάνθηκε και στην πρόσφατη έκθεση της ΤτΕ όπου ασκήθηκε κριτική για την ανάγκη οι ρυθμίσεις να αποκτήσουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα ώστε να καταστούν αποδοτικές.
Αρκεί να σημειωθεί πως ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα (άνω των 90 ημερών) που θα ρυθμιστεί και θα αρχίσει να αποπληρώνεται ξανά, μένει υποχρεωτικά για 1 χρόνο στην κατηγορία των NPF (μη εξυπηρετούμενο ρυθμισμένο) και η τράπεζα πρέπει να σχηματίζει για όλο αυτό το διάστημα τη δεύτερη υψηλότερη πρόβλεψη (13%).
Ακόμη και αν όλα πάνε καλά μέσα σε αυτό το χρόνο και το δάνειο περάσει στην επόμενη κατηγορία των «εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων δανείων», οι τράπεζες πρέπει να το κρατήσουν σε αυτό το χαρτοφυλάκιο για άλλα δύο χρόνια πριν το κατατάξουν στα «εξυπηρετούμενα».Το στάδιο αυτό αποτελεί τη δυσκολότερη πρόκληση τόσο για την τράπεζα όσο και για τον δανειολήπτη καθώς αν μια δόση καθυστερήσει πάνω από 30 ημέρες, το δάνειο πρέπει να ρυθμιστεί εκ νέου και ξαναγίνεται «μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα» επιστρέφοντας αυτομάτως στην πρότερη κατάσταση.
Το ίδιο ισχύει και για ένα ήδη εξυπηρετούμενο δάνειο το οποίο ρυθμίζεται ώστε να διευκολυνθεί η αποπληρωμή του. Αυτό μετατάσσεται στην κατηγορία των εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων, παραμένει για 2 χρόνια εκεί, αλλά αν υπάρξει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών
Με 109 δισ. ευρώ Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα σήμερα, είναι προφανές ότι οι τράπεζες έχουν μπροστά τους Γολγοθά να ανέβουν τα επόμενα χρόνια για να επιτύχουν τον στόχο της μείωσης των «κόκκινων δανείων» κατά περίπου 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2019.
Ακόμη και αν οι ρυθμίσεις ξεκινήσουν από φέτος, τα πρώτα δείγματα για το αν αυτές θα επιτύχουν, δεν θα δοθούν πριν περάσουν 2 με 3 χρόνια.
Προϋπόθεση για το «πρασίνισμα» των δανείων είναι οι ρυθμίσεις που θα γίνουν να ανταποκρίνονται στην σημερινή πραγματικότητα της ύφεσης, των συρρικνούμενων εισοδημάτων και της ανάγκης να μπορούν οι δανειολήπτες να ανταποκριθούν στις δόσεις των δανείων τους.
Όπως προκύπτει από τις κατευθύνσεις που δίνονται «εσωτερικά» αυτή την περίοδο από τις μονάδες διαχείρισης δανείων προς τα επιμέρους υποκαταστήματα των τραπεζών, ένας πρώτος στόχος είναι οι ρυθμίσεις να έχουν πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα (3-4 χρόνια) αντί του βραχυπρόθεσμου που είχαν μέχρι σήμερα (1-2 χρόνια και μετά επανεξέταση).
Οι ρυθμίσεις που προτείνουν τώρα οι τράπεζες
Για τους κατόχους στεγαστικών δανείων οι λύσεις που προτείνουν οι τράπεζες ανάλογα με το προφίλ των δανειοληπτών περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
– Προσωρινά μέτρα όπως η κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων δόσεων και μείωση της δόσης για 12 μήνες
– Μόνιμες λύσεις όπως:
α. Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων δόσεων με αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής και μείωση επιτοκίου
β. Διαχωρισμό οφειλής σε δύο τμήματα με κοινή σύμβαση
γ. Διαχωρισμό οφειλής σε τρία τμήματα με κοινή σύμβαση όπου προβλέπεται μερική διαγραφή στο τέλος της διάρκειας, εφόσον αποπληρωθούν τα δύο από τα τρία τμήματα
δ. κεφαλαιοποίηση οφειλής και μείωση δόσης για 2-3 χρόνια
Για τα καταναλωτικά δάνεια-πιστωτικές κάρτες όπου τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά προτείνονται:
– βραχυπρόθεσμες λύσεις όπως:
α. έκδοση νέου δανείου με διάρκεια έως και 10 χρόνια
β. μείωση επιτοκίου κυμαινόμενο ή σταθερού
– μακροχρόνιες ρυθμίσεις όπως:
α. Επιμήκυνση για πάνω από 10 χρόνια
β. Μείωση επιτοκίου μέχρι τη λήξη του δανείου
γ. Διαγραφή δανείου ή τόκων
Ρυθμίσεις για επιχειρηματικά δάνεια
Οι τράπεζες προτείνουν αντίστοιχα γενναίες ρυθμίσεις και προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όπου επίσης καταγράφεται σημαντική δυστοκία αποπληρωμής των δανείων.
Έτσι στις βραχυπρόθεσμες λύσεις μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί μείωση δόσης ακόμη και στο 20% της σημερινής για ένα χρόνο ή πλήρη αναστολή πληρωμής κεφαλαίου και τόκων, ενώ στις πιο μακροπρόθεσμες λύσεις οι επιλογές είναι περισσότερες και φτάνουν μέχρι και στη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους ανάλογα με τις δυνατότητες και το προφιλ του δανειολήπτη.
Μερικές από τις πιο διαδεδομένες λύσεις που θα προτείνουν οι τράπεζες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι:
– η επιμήκυνση του δανείου για μια τριετία σε συνδυασμό και με μείωση επιτοκίων
– το split του δανείου σε δύο ξεχωριστές απαιτήσεις, εκ των οποίων η μια θα είναι τοκοχρεωλυτική και θα αποπληρώνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και η άλλη θα αποτελεί «σκιώδη οφειλή» και θα μπορεί να φτάνει το 60-70% του δανείου, θα παγώνει και θα επανεξετάζεται μετά από 3-4 χρόνια.
– το σπάσιμο του δανείου σε τρία ξεχωριστά τμήματα, όπου το ένα θα συνεχίσει να αποπληρώνεται αφού γίνει επιμήκυνση με επιτόκιο έως 3-5%, το δεύτερο τμήμα θα αποτελέσει σκιώδες χρέος για τουλάχιστον 4 χρόνιο με μηδενικό επιτόκιο και ένα τρίτο τμήμα θα διαγραφεί εφόσον ο δανειολήπτης αποπληρώσει τα δύο πρώτα σκέλη του δανείου.
– το split του δανείου στα δύο και η διαγραφή. Το χρέος χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη, εκ των οποίων το πρώτο έχει δεκαετή διάρκεια και επιτόκιο λίγο πάνω από 5% και εφόσον αποπληρωθεί στο τέλος της δεκαετίας το υπόλοιπο μισό διαγράφεται.