Αντιμέτωπες με ένα νέο «πονοκέφαλο» βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, λόγω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που οδήγησε στο να διαγραφούν μονομιάς απαιτήσεις συνολικού ύψους 900 εκατ. ευρώ που είχαν εγγράψει τα πιστωτικά ιδρύματα στους ισολογισμούς τους.
Συγκεκριμένα, με την απόφαση 1518/2018 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως όταν ο φόρος που προκύπτει από το εισόδημα των τραπεζών δεν επαρκεί για την έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε για τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα τους, το πιστωτικό υπόλοιπο του παρακρατηθέντος φόρου δεν επιστρέφεται.
Η απόφαση αυτή φέρνει τα «πάνω κάτω» στις τράπεζες ,καθώς μετά από γνωμοδοτήσεις δικηγορικών γραφείων είχαν αναγνωρίσει στους ισολογισμούς τους απαιτήσεις συνολικού ύψους 900 εκατ. ευρώ από τέτοια πιστωτικά υπόλοιπα. Στηριζόμενες σε αυτές τις νομικές γνωμοδοτήσεις – που είχαν ως βάση την υπ’ αριθμ. 3672/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών- οι ορκωτοί ελεγκτές των τραπεζών είχαν δεχθεί πως οι συγκεκριμένες απαιτήσεις είναι εύλογες.
Ωστόσο, η απόφαση του ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθώς έκρινε ότι το πιστωτικό υπόλοιπο του παρακρατηθέντος φόρου δεν επιστρέφεται, ανατρέποντας έτσι τις γνωμοδοτήσεις των νομικών συμβούλων των τραπεζών και δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στους ορκωτούς ελεγκτές.
Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε πως στην περίπτωση που ο φόρος που προκύπτει για το φορολογούμενο εισόδημα των τραπεζικών και ασφαλιστικών ανωνύμων εταιρειών δεν επαρκεί για την έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε για τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματά τους, το πιστωτικό υπόλοιπο του παρακρατηθέντος φόρου δεν επιστρέφεται μεν, παραμένει όμως προς έκπτωση στον χρόνο της διανομής των κερδών που αναλογούν στα κατ’ ειδικό τρόπο φορολογηθέντα εισοδήματα, όπως παραμένει προς έκπτωση για τον ίδιο χρόνο της διανομής το σύνολο του παρακρατηθέντος φόρου σε περίπτωση ζημίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του CNN Greece ήδη οι ορκωτοί ελεγκτές των τραπεζών έχουν διαμηνύσει πως θα προχωρήσουν σε παρατηρήσεις στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον το ζήτημα δεν ρυθμιστεί εγκαίρως.
Στη βάση αυτή η Ελληνική Ένωση Τραπεζών έχει κομίσει στα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας πρόταση για νομοθετική ρύθμιση (συμβατή με τις προτάσεις των ορκωτών ελεγκτών) η οποία αποσκοπεί να ξεπεράσει λογιστικά το σκόπελο της διαγραφής απαιτήσεων, εκτείνοντας το χρόνο απόσβεσης των σχετικών ζημιών σε βάθος δεκαετίας, από τα πέντε χρόνια που είναι σήμερα.
Η πρόταση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνες τις υπηρεσίες των δύο υπουργείων που θεωρούν θεσμικά απαράδεκτο να νομοθετούν «κατά παραγγελία» για να καλύπτονται «κεφαλαιακές τρύπες «που δημιουργούνται από νομικούς ακροβατισμούς και λογιστικές αλχημείες των συμβούλων των τραπεζών.
Πέραν της «δυσθυμίας» που προκαλούν τα διαρκή αιτήματα των τραπεζών για διακριτική μεταχείριση, ως προκλητική χαρακτηρίζεται από τις ίδιες πηγές και η τακτική που υιοθετούν οι τράπεζες με το να διεκδικούν διαρκώς μέσω της δικαστικής οδού ποσά και αποζημιώσεις από το Δημόσιο, προκειμένου να δημιουργούν δεδικασμένα.
Σε κάθε περίπτωση, εάν το αίτημα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών δεν περάσει, οι τράπεζες θα πρέπει να βρουν τρόπο να καλύψουν την «τρύπα» που θα αφήσει στα βιβλία τους η αδυναμία είσπραξης των συγκεκριμένων απαιτήσεων.