Ισχυρές ενστάσεις σε μια σειρά ρυθμίσεων που προωθεί το νομοσχέδιο για την αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων εγείρουν σύμφωνα με πληροφορίες οι νομικές υπηρεσίες της Κομισιόν.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι οι κοινοτικές υπηρεσίες προβάλουν ενστάσεις σε τουλάχιστον οκτώ σημεία του σχεδίου νόμου μεταξύ των οποίων η διαδικασία δημοπράτησης και τα κριτήρια αναγνώρισης επένδυσης, εγείρουν ζήτημα στέρησης οικονομικής ελευθερίας ως προς τον περιορισμό των αδειών ενώ θέτουν σοβαρούς προβληματισμούς για την ανάθεση σε εταιρία της ΕΡΤ της διαδικασίας παροχής δικτύου.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ο βουλευτής της ΝΔ Λευτέρης Αυγενάκης αναμένεται τις επόμενες ώρες να καταθέσει συγκεκριμένα έγγραφα που θα αποτυπώνουν τους προβληματισμούς της Κομισιόν.
Μεταξύ άλλων, οι ενστάσεις αναφέρουν:
Για την δημοπράτηση των αδειών περιεχομένου σημειώνεται: «δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα εκχώρησης ραδιοσυχνοτήτων (άρα σπάνιου πόρου) στους παρόχους περιεχομένου, δεν φαίνεται να στηρίζεται νομικά η επιλογή πλειοδοτικού διαγωνισμού. Το αντάλλαγμα για μια άδεια, θα πρέπει να είναι αντικειμενικό, διαφανές και αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στο νόμο δεν δίνεται καμία αιτιολογία για την επιλογή αυτής της μεθόδου. Επίσης, δεν ορίζεται τίμημα αλλά προβλέπεται ότι τιμή εκκίνησης θα οριστεί από τον υπουργό χωρίς κριτήρια διαμόρφωσης αυτής. Εκ της φύσεως του αντικειμένου της άδειας παρόχου περιεχομένου, δεν νοείται δημοπρασία καθώς πέραν του ότι δεν τίθεται ζήτημα εκχώρησης συχνοτήτων, δεν υπάρχει και κανένα στοιχείο διαφοροποίησης της μίας άδειας παρόχου περιεχομένου μιας κατηγορίας (πχ ενημερωτικός πανελλαδικής εμβέλειας γενικής στόχευσης) από άλλη της ίδιας ακριβώς κατηγορίας: δηλαδή πχ εάν προκηρυχθούν 6 άδειες της ίδιας κατηγορίας, με την ίδια τιμή εκκίνησης, βάσει του μοντέλου που έχει προκριθεί, μπορεί ο ένας υποψήφιος να αγοράσει τη μία άδεια με 50 εκατομμύρια και ο άλλος μία άδεια ακριβώς ίδια με 10 εκατομμύρια κλπ.
Αυτό όμως συνιστά νόθευση ανταγωνισμού. Σε καμία χώρα στην Ευρώπη δεν προβλέπεται δημοπρασία για παρόχους περιεχομένου (χωρίς εκχώρηση δικαιωμάτων συχνοτήτων). Άδειες δίνονται στους αιτούντες που έχουν μία σειρά από προαπαιτούμενα και αναλαμβάνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, οι οποίοι και καλούνται να καταβάλουν ένα εύλογο ετήσιο τέλος, αντίστοιχο των διαχειριστικών δαπανών της διοίκησης για την εποπτεία του ή κάτι ανάλογο [ενδεικτικά στην Κύπρο είναι 51. 000 το χρόνο και ένα ποσό επί των διαφημιστικών εσόδων για όλους, στο Λουξεμβούργο, ψηφίστηκε πρόσφατα νόμος βάσει του όποιου οι πάροχοι περιεχομένου καταβάλλουν στο αντίστοιχο ΕΣΡ 1.333 ευρώ το χρόνο έναντι του κόστους της εποπτείας τους]
Για την έλλειψη κριτηρίων αναγνώρισης πραγματικής επένδυσης – απασχολούμενου προσωπικού, αναφέρεται : «Σύμφωνα με τη διαδικασία υπάρχει α) η φάση της προεπιλογής υποψηφίων και μετά β) η φάση της πλειοδοσίας. Ωστόσο, για να προκριθεί κάποιος υποψήφιος στη φάση της πλειοδοσίας αρκεί μόνο ο φάκελος του να πληροί τα ελάχιστα κριτήρια που θέτει ο νόμος, χωρίς κάποια διαδικασία άλλης αξιολόγησης, πχ βαθμολόγηση των υποψηφιοτήτων.
Αυτό σημαίνει ότι αν ένας υποψήφιος που δεν έχει πραγματοποιήσει καμία επένδυση (πχ μία κοινοπραξία ή νέα εταιρεία), προσκομίσει την εγγυητική επιστολή των 8.000.000 € και υπεύθυνες δηλώσεις ότι πχ θα προσλάβει τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων, ή ότι θα προβεί στις σχετικές επενδύσεις σε πρόγραμμα ή εξοπλισμό έχει τις ίδιες πιθανότητες να «χτυπήσει» μία άδεια με αυτές ενός υφιστάμενου νομίμως λειτουργούντος τηλεοπτικού φορέα, μόνο και μόνο εάν στα οικονομικά στοιχεία που έχει καταθέσει μπορεί να επαληθευτεί η δυνατότητά του να καταβάλει το μεγαλύτερο πλειστηρίασμα.
Ωστόσο, επί σειρά ετών, οι αναγνωρισμένοι από το Κράτος ως νομίμως λειτουργούντες σταθμοί είχαν υποχρεωθεί, βάσει σχετικών νομοθετημάτων, να συμμορφώνονται σε μία σειρά από υποχρεώσεις (πχ. ελάχιστο καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο, επένδυση για την υλοποίηση συγκεκριμένων κατηγοριών προγραμμάτων, ελάχιστο αριθμό προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων ) προκειμένου α) να διασφαλίζεται η νόμιμη λειτουργία τους και β) να είναι σε θέση να συμμετάσχουν στις αδειοδοτικές διαδικασίες που κατά καιρούς εξαγγέλλει η Πολιτεία.
Εν προκειμένω, όλες αυτές οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και πρόγραμμα, οι χιλιάδες θέσεις εργασίας που διασφαλίστηκαν αγνοούνται από την Πολιτεία που τις επέβαλλε και που η ίδια ευθύνεται για την πολυετή καθυστέρηση στην προκήρυξη αδειών και εκλείπει κάθε κριτήριο αναγνώρισής τους κατά την αδειοδοτική διαδικασία.
Για τον ορισμό του αριθμού αδειών υποστηρίζεται : «Δεδομένης της δυνατότητας μεταφοράς μεγάλου αριθμού γραμμικών υπηρεσιών μέσω των ψηφιακών συχνοτήτων, δεν νοείται ο περιορισμός στον αριθμό των αδειοδοτούμενων παρόχων περιεχομένου. Η επίτευξη διαφάνειας και πολυμέρειας θα μπορούσε να επιτευχθεί απλώς με την υποχρέωση των αδειοδοτούμενων να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις και να τηρούν συγκεκριμένες υποχρεώσεις υπό τον έλεγχο του ΕΣΡ.
Ο αυθαίρετος περιορισμός αδειών συνεπάγεται εκ των πραγμάτων αποκλεισμό προσώπων που θα ήθελαν να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των ΜΜΕ, χωρίς να υπάρχει δικαιολογητική βάση. Ομοίως, η στέρηση σε έναν πάροχο περιεχομένου να διατηρεί περισσότερα του ενός προγράμματα (εφόσον η άδεια ταυτίζεται με συγκεκριμένο πρόγραμμα, που παραπέμπει στην αναλογική μορφή τηλεόρασης), άνευ άλλου τινός, αντίστοιχα περιορίζει την οικονομική ελευθερία ανάπτυξης σε έναν τομέα που εκ της φύσεώς του δίνει τη δυνατότητα (λόγω έλλειψης περιορισμού συχνοτήτων) να αναπτύξει περισσότερες μορφές οπτικοακουστικού περιεχομένου (πχ. πρόγραμμα γενικού περιεχομένου ενημερωτικού σταθμού και άλλο θεματικό ψυχαγωγικού περιεχομένου). Μόνοι περιορισμοί θα έπρεπε να είναι ζήτημα τήρησης κανόνων ανταγωνισμού και ο συνταγματικός περιορισμός σε σχέση με τον αριθμό ενημερωτικών μέσων».