Γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Οι μαθητικές καταλήψεις δεν είναι φαινόμενο της εποχής μας. Υπάρχει μια παράδοση πολλών χρόνων. Αυτή η μορφή της αντίδρασης, η οποία στο παρελθόν είχε μια σοβαρότητα, έγινε κάτι σαν μόδα τα τελευταία χρόνια και εκφυλίστηκε. Οι καταλήψεις που έγιναν την προηγούμενη βδομάδα με αφορμή τη συμφωνία με τα Σκόπια έδωσαν την ευκαιρία για μια νέα προσέγγιση στο ζήτημα, γιατί, όπως φάνηκε, καθοδηγήθηκαν από την Χρυσή Αυγή και άλλους ακροδεξιούς κύκλους. Έτσι το θέμα παίρνει άλλες διαστάσεις.
Από τις πολλές μαθητικές καταλήψεις της μεταπολίτευσης, οι οποίες πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό τους στόχους τους και έμειναν ιστορικές, ξεχωρίζουν δύο. Πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα, όταν ήταν υπουργός Παιδείας ο κ. Β. Κοντογιαννόπουλος και η οποία, όπως είναι γνωστό, είχε ως τραγική κατάληξη τη δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα στην Πάτρα από οργανωμένα μέλη της ΟΝΝΕΔ. Η δεύτερη και πολύ δυναμική, επίσης, επί υπουργίας του κ. Γ. Αρσένη με το χαρακτηριστικό σύνθημα «κάτσε καλά Γεράσιμε», η οποία ανάγκασε την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση» που είχε αρχίσει να εφαρμόζει. Υπάρχουν, όμως, δυο βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία είχαν οι καταλήψεις εκείνης της εποχής: προέβαλλαν εκπαιδευτικά αιτήματα και υπήρχε έμμεση στήριξη από τις αριστερές δυνάμεις.
Στις τελευταίες καταλήψεις ούτε το ένα συνέβη ούτε το άλλο. Πρωτοστάτησαν ακραίοι εθνικιστικοί κύκλοι και για πρώτη φορά απ’ ό, τι θυμάμαι καταλαμβάνονται σχολεία όχι για εκπαιδευτικό, αλλά για ένα εθνικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται, θέμα. Παρόλα αυτά πρέπει να ξεκαθαριστούν κάποιες πτυχές του όλου ζητήματος. Πρώτα –πρώτα σε καμιά περίπτωση δε χρειάζεται να χαρακτηρίζονται ως χρυσαυγίτες και ακροδεξιοί οι μαθητές οι οποίοι συμμετείχαν, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υιοθετούν τέτοιες αντιλήψεις. Είναι έφηβοι με ενθουσιασμό και άδολη αγάπη για την πατρίδα, οι οποίοι θέλησαν να την εκφράσουν με αυτόν τον τρόπο και παρασύρθηκαν. Επιπλέον, οι περισσότεροι δεν έχουν ασχοληθεί σοβαρά με τη συμφωνία, αγνοούν βασικά σημεία της και δε γνωρίζουν την ιστορία της Μακεδονίας, των Σκοπίων και της ευρύτερης περιοχής. Επαναλαμβάνουν ό,τι η προπαγάνδα των ακροδεξιών κατάφερε να τους περάσει. Επομένως, χρειάζεται προσεκτικός χειρισμός της όλης υπόθεσης.
Οι αφορισμοί προς τους μαθητές, οι χαρακτηρισμοί τους ως φασίστες και οι οργισμένες αντιδράσεις είναι το μόνο εύκολο. Όσοι, όμως, υιοθετήσουν τέτοια τακτική, θα βρεθούν απέναντι τους. Είναι, ωστόσο, αυτό το ζητούμενο; Θα αλλάξει κάτι έτσι; Όχι! Αντιθέτως είναι ορατός ο κίνδυνος να βρεθούν στην αγκαλιά των ακραίων. Και αν έτσι εξελιχθούν τα πράγματα, τότε το βήμα από τον πατριωτισμό στον εθνικισμό απέχει ελάχιστα εκατοστά. Σε αυτή την περίπτωση θα περάσουν σε ευρύτερα μαθητικά στρώματα οι απόψεις της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών σχηματισμών. Αυτό, λοιπόν, που απαιτείται από όλους είναι ψύχραιμες αντιδράσεις. Να λάβουν υπόψη την ψυχολογία των εφήβων και να συζητήσουν μαζί τους με επιχειρήματα και ιστορικά στοιχεία για να τους βοηθήσουν να σχηματίσουν μια σφαιρική άποψη για το πρόβλημα.
Υπάρχει, τέλος, μια άλλη πολύ σοβαρή πλευρά του θέματος. Οι ακροδεξιοί υποκινητές των καταλήψεων μπορεί να μην πέτυχαν το στόχο τους, αφού δε συμμετείχε η μεγάλη πλειοψηφία των σχολείων, άνοιξαν, εντούτοις, μια πόρτα και εισέβαλλαν στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για πρώτη φορά κινητοποιούν μαθητές σε πανελλαδικό επίπεδο και αυτό ας μην υποτιμηθεί. Οι κύκλοι αυτοί θα συνεχίσουν την προπαγάνδα τους. Η ατζέντα θα διευρυνθεί και θα συμπεριλάβει πολλά θέματα: μετανάστες, πρόσφυγες, μειονοτικές ομάδες, κοινοβούλιο, θεσμούς, πολιτικά κόμματα και τελικά την ίδια την ανάπηρη, όπως την κατάντησαν, δημοκρατία μας. Σε μερικά χρόνια οι εξελίξεις, ίσως, να μας τρομάζουν. Γι’ αυτό χρειάζεται συντονισμένη αντίδραση του ΥΠΕΠΘ, των γονέων, των συλλόγων διδασκόντων, των μαθητών και άλλων φορέων. Συνετή αντίδραση και επαγρύπνηση για να αποτραπεί αυτό που έρχεται.
*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 5ο ΓΕΛ Καλαμάτας.