Γ. Κανέλης – Δ. Πράττης για αύξηση κατώτατου μισθού: “Δεν επαναφέρει το βασικό μισθό στα προ μνημονίων επίπεδα”

“Η κίνηση αυτή δεν επαναφέρει το βασικό μισθό στα προ μνημονίων επίπεδα των 751 ευρώ το μήνα, όπως διεκδικούν τα συνδικάτα, και πολύ περισσότερο δεν επαναφέρει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διαμόρφωσή του, από δω και πέρα, μέσα από την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αφού έρχεται ως εφαρμογή και επισφραγίζει το μνημονιακό νόμο Βρούτση για τον κατώτατο μισθό. Μπορεί τα μνημόνια να «τελείωσαν» αλλά οι μνημονιακοί νόμοι συνεχίζουν να είναι παρόντες και να ισχύουν κανονικά.” Επισημαίνουν σε κοινή τους ανακοίνωση ο Γ. Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας Γιώργος Κανέλης και ο Οργανωτικός Γραμματέας της ΑΔΕΔΥ Μεσσηνίας Δημήτρης Πράττης.

Επίσης, στην ανακοίνωσή τους καλούν τους εργαζόμενους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της αύξησης των μισθών τους.

Ακολουθεί η πλήρης ανακοίνωση:

Η κυβέρνηση, αφού επί τέσσερα χρόνια άφησε τον κατώτατο βασικό μισθό στα 586 ευρώ και διατήρησε τον υποκατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων, ανακοίνωσε την αύξηση του βασικού μισθού στα 650 ευρώ μεικτά και την εφαρμογή του σε όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα ηλικίας. Μια αύξηση που γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με την ηγεσία της ΓΣΕΕ να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να αρκείται στην έκδοση απλά μιας ανακοίνωσης, λες και η διαπραγμάτευση των όρων αμοιβής και εργασίας είναι κάτι που δεν την αφορά!

Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι αλλαγές έρχονται σε προεκλογική περίοδο, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να διασώσει τα εκλογικά της ποσοστά και να εντάξει τέτοιες κινήσεις στους προεκλογικούς της σχεδιασμούς.

Η κίνηση αυτή δεν επαναφέρει το βασικό μισθό στα προ μνημονίων επίπεδα των 751 ευρώ το μήνα, όπως διεκδικούν τα συνδικάτα, και πολύ περισσότερο δεν επαναφέρει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διαμόρφωσή του, από δω και πέρα, μέσα από την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αφού έρχεται ως εφαρμογή και επισφραγίζει το μνημονιακό νόμο Βρούτση για τον κατώτατο μισθό. Μπορεί τα μνημόνια να «τελείωσαν» αλλά οι μνημονιακοί νόμοι συνεχίζουν να είναι παρόντες και να ισχύουν κανονικά.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αύξηση αυτή, που σε καθαρές απολαβές μεταφράζεται σε 546 ευρώ το μήνα, από 492 που είναι σήμερα, θα περικοπεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της, εφόσον εφαρμοστεί η ψηφισθείσα μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020 και τα καθαρά θα ξαναπέσουν στα 515 ευρώ το μήνα. Όπως επίσης και το γεγονός ότι το κόστος ζωής δεν έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία, με πιο ακραίο παράδειγμα τις τιμές των ενοικίων στις μεγάλες πόλεις που έχουν αυξηθεί ως και 150 ευρώ σε ορισμένες περιοχές την τελευταία διετία.

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε και το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός έχει πάρει χαρακτηριστικά «εθνικού μισθού», αφού με τη συνολικότερη πολιτική που εφάρμοσαν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις, πάνω στην οποία συνεχίζει να πατάει ακόμα και σήμερα η εργοδοσία. Και ενώ ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους, οι εργοδότες τον χρησιμοποιούν ως υποχρεωτικά εφαρμοζόμενο γενικά μισθό, με αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση των κερδών τα τελευταία χρόνια. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα τεράστια ποσοστά της «υποδηλωμένης» εργασίας και την απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών, έχουν οδηγήσει στη μη τήρηση της εναπομείνασας εργατικής νομοθεσίας και πολλούς εργαζόμενους να αμείβονται με ποσά κάτω ακόμα και από τον ισχύοντα βασικό μισθό.

Να σημειώσουμε επίσης και το γεγονός ότι, στον περίφημο νόμο Κατρούγκαλου, οι κατώτατες ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών υπολογίζονται ως ποσοστό, από 26,9% έως 37,95%, επί του κατώτατου μισθού του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη, είναι προφανές ότι θα υπάρξουν αυξήσεις και στις ασφαλιστικές εισφορές αυτών των ασφαλισμένων, γεγονός που όχι απλά αποκρύπτει η κυβέρνηση, αλλά με αυτή την σύνδεση αποσκοπούσε και αποσκοπεί στην ένταση του κοινωνικού αυτοματισμού.

Το ΜΕΤΑ καλεί τους εργαζόμενους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της αύξησης των μισθών τους. Να διεκδικήσουν, μέσα από τα σωματεία τους, την άμεση επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ, την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς και την επαναφορά όλων των εργασιακών δικαιωμάτων που κατακρεουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία.

Να αγωνιστούν, τέλος, τόσο απέναντι στους εργοδότες, ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο ΣΕΒ, δεν θέλουν να δώσουν ούτε καν αυτές τις ελάχιστες αυξήσεις, όσο και απέναντι σε κάθε μνημονιακή κυβέρνηση, για την επανακατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και ολόκληρου του εργατικού οπλοστασίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων.