Δ. Παπαδημούλης: «Τρεις προτεραιότητες για τη νέα αμερικανική ηγεσία»

Άρθρο του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Παπαδημούλη, φιλοξενεί η ευρωπαϊκή έκδοση του αμερικανικού περιοδικού «Newsweek».

papadimoulis2Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει τις τρεις άμεσες προτεραιότητες της νέας αμερικανικής ηγεσίας, αναφορικά με μια σειρά από μεγάλα ζητήματα, στα οποία εμπλέκεται άμεσα η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Παπαδημούλης αναφέρεται στην εξεύρεση ειρηνευτικής λύσης στη Συρία για τον τερματισμό του πολέμου, στη στροφή σε αναπτυξιακές πολιτικές με διευθέτηση των δημοσίων χρεών που αποτελούν τροχοπέδη για επενδύσεις και τέλος, στην ανάγκη μιας νέας, δίκαιης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας για το εμπόριο μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, καθώς οι δικαιολογημένες αντιδράσεις και η εμπλοκή στην έγκριση της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου (TTIP), αποτελούν ένα χρήσιμο μάθημα για όλους.

Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο Δημήτρης Παπαδημούλης, η νέα αμερικανική ηγεσία που αναλαμβάνει από τον Ιανουάριο του 2017, «καλείται να ανταποκριθεί όχι μόνο στις επιδιώξεις και τις ανάγκες των Αμερικανών», αλλά και «να διαμορφώσει εκείνες τις συνθήκες, ώστε να επαληθεύσει τον ρόλο της ως εγγυητής της ειρήνης, της συνεργασίας, της σταθερότητας και της ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα».

Ακολουθεί το πληρεςάρθρο:

«Τρεις προτεραιότητες για τη νέα αμερικανική ηγεσία»

Οι αμερικανικές εκλογές έχουν πάντοτε ξεχωριστό ενδιαφέρον και το αποτέλεσμα αυτών καθοριστική σημασία για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Αυτή τη φορά, το ενδιαφέρον είναι λίγο μεγαλύτερο για εμάς στην Ευρώπη, καθώς σχεδόν σε όλα τα μεγάλα ζητήματα εμπλέκεται άμεσα η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η προεκλογική εκστρατεία Τραμπ, οι ιδέες και οι θέσεις του έχουν προκαλέσει βαθύτατες ανησυχίες στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο παγκοσμίως. Μένει να ακούσουμε τις προγραμματικές δηλώσεις του για να δούμε κατά πόσο η εκλογή του θα είναι ένα βήμα πιο κοντά ή πιο μακριά από την παγκόσμια ειρήνη και ανάπτυξη.

  • Το πρώτο ζήτημα και η πρώτη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ είναι ο τερματισμός του πολέμου στη Συρία. Έπειτα από έξι χρόνια αιματηρών συρράξεων, με εκατομμύρια εκτοπισμένους και πρόσφυγες που κατευθύνονται προς τις όμορες χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αμερικανική πολιτική ηγεσία οφείλει να συμβάλλει καθοριστικάστην εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής ειρηνευτικής λύσης.

Μια τέτοια λύση θα πρέπει να προέλθει από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με ενεργή τη συμμετοχή του νέου Γενικού Γραμματέα Γκουτιέρες, να περιλαμβάνει και να εξισορροπεί κατά το δυνατόν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, αναγνωρίζοντας το σύνθετο και πολυπολικό γεωπολιτικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Η παρούσα συγκυρία στη Συρία είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς τείνουν να αναπτύσσονται με μεγαλύτερη ένταση τα εθνικά και στρατηγικά συμφέροντα και ο κίνδυνος εξάπλωσης των συγκρούσεων και σε διμερές επίπεδο, όπως για παράδειγμα εκείνων μεταξύ της Τουρκίας και των Κούρδων στο πεδίο των μαχών, ή μεταξύ της Άγκυρας και της Τεχεράνης σε επίπεδο διπλωματικό.

Η επίτευξη ειρήνης στην Συρία θα δώσει τέλος στο προσφυγικό δράμα και «χώρο» στην σταδιακή ανοικοδόμηση της χώρας. Κυρίως όμως, θα συμβάλει στη μεταφορά πόρων για την ανακούφιση των προσφύγων, την υποστήριξη των κρατών που έχουν δεχθεί μεγάλα προσφυγικά ρεύματα στην περιοχή (π.χ. Ιορδανία, Λίβανος, Τουρκία), αλλά και ευρύτερα των κρατών της ΕΕ, που φέρουν το μεγαλύτερο διαχειριστικό βάρος, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

  • Η δεύτερη μεγάλη προτεραιότητα για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση είναι η ανάγκη στροφής προς αναπτυξιακές πολιτικές, ζήτημα το οποίο αφορά και επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές στην Ευρωζώνη. Η χρόνια στασιμότητα που παρουσιάζουν οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι μακροοικονομικοί δείκτες, με τις μεγάλες οικονομίες – όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, να μην ανταπεξέρχονται στις προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στην στείρα πολιτική λιτότητας, απομακρύνουν συνολικά την Ευρωζώνη από τον πυρήνα των γεωγραφικών περιοχών με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, μειώνοντας τις προοπτικές ανάκαμψης και επιστροφής σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της ανάπτυξης είναι το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που αποτελεί τροχοπέδη για επενδύσεις και για τη δημιουργία ενός υγιούς και σταθερού επενδυτικού περιβάλλοντος. Σε πολιτικό επίπεδο, η επίμονη, δογματική και επιζήμια για την υπόλοιπη Ευρωζώνη γερμανική πολιτική, ωθεί στην άνοδο λαϊκιστικών ακροδεξιών μορφωμάτων, που επιδιώκουν την καταστροφή της πορείας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και την αναβίωση των εθνικισμών και των ολοκληρωτικών πολιτικών που, ιστορικά, οδήγησαν σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους.

Αναφορικά με το μη βιώσιμο χρέος της Ελλάδας, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση έχει κινητοποιηθεί με αποτελεσματικότητα όλο το προηγούμενο διάστημα, διασφαλίζοντας και τη ρητή δέσμευση για ελάφρυνση, από το Eurogroup του περασμένου Μαΐου, τώρα απαιτείται μεγαλύτερη συνδρομή και πίεση και από την αμερικανική πλευρά, προκειμένου να καμφθούν οι παράλογες, διαλυτικές πολιτικές της Γερμανίας.

Η γερμανική πλευρά, μετά και το πρόσφατο Eurogroup, βρίσκεται υπό πίεση στο ζήτημα αυτό, με την Κομισιόν, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να πιέζουν προς ολοκλήρωση των άμεσων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του 2016, προκειμένου να αρχίσουν να εφαρμόζονται άμεσα.

Η συμβολή και ενεργή συμμετοχή των ΗΠΑ προς αυτήν την κατεύθυνση, με την παράλληλη εντατικοποίηση των προσπαθειών για ανάδειξη του δημόσιου χρέους ως μείζονος ευρωπαϊκού – και όχι ελληνικού – ζητήματος θα έχει όφελος και για την αμερικανική πλευρά, ενθαρρύνοντας σημαντικά τις επενδυτικές πρωτοβουλίες και κινήσεις από τις ΗΠΑ προς την Ευρωζώνη, «σπάζοντας» το εμπορικό μονοπώλιο της γερμανικής πλευράς επί των υπολοίπων κρατών-μελών, και συμβάλλοντας στην περιφερειακή ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.

  • Η τρίτη μεγάλη προτεραιότητα άπτεται των διμερών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, και συγκεκριμένα με τη Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συνεργασία (ΤΤΙΡ). Οι διαπραγματεύσεις τελούνται υπό καθεστώς αδιαφάνειας και πλήρους μυστικότητας, με πολλά κράτη-μέλη να έχουν διατυπώσει δημοσίως τις επιφυλάξεις τους ή να δηλώνουν ότι δεν θα την επικυρώσουν. Στην παρούσα φάση, η πλειοψηφία των προβλέψεων της ΤΤΙΡ έχουν διαρρεύσει, εντείνοντας την κοινωνική αγανάκτηση και κινητοποιώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μια μεγάλη διακομματική ομάδων προοδευτικών ευρωβουλευτών – της «Προοδευτικής Συμμαχίας» – που τάσσονται εναντίον της TTIP στη σημερινή της μορφή.

Επί της ουσίας, η ΤΤΙΡ έχει αποτύχει, μόνο που κανείς δεν επιχειρεί να το ομολογήσει. Η νέα αμερικανική πολιτική ηγεσία, μαζί με την Κομισιόν, τα κράτη-μέλη και τους Ευρωβουλευτές, οφείλουν να επεξεργαστούν ένα νέο βιώσιμο μοντέλο δίκαιου εμπορίου, που θα ενδυναμώνει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, αλλά όχι εις βάρος του περιβάλλοντος, των εργασιακών σχέσεων, της υγείας, των ίδιων των πολιτών.

Η πρόσφατη εμπειρία με την CETA, την εμπορική συμφωνία ΕΕ και Καναδά, αποτελεί οδηγό για να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, να μην έχουμε εκ νέου ένα θολό διαπραγματευτικό πλαίσιο, με το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων να μας έρχεται «έτοιμο στο πιάτο», χωρίς την κατάλληλη επεξεργασία και χωρίς τις απαραίτητες δικλείδες προστασίας για τους καταναλωτές και τις εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για όλα τα παραπάνω θέματα, με τη νέα αμερικανική ηγεσία που αναλαμβάνει από τον Ιανουάριο του 2017 να καλείται να ανταποκριθεί όχι μόνο στις επιδιώξεις και τις ανάγκες των Αμερικανών πολιτών, αλλά να διαμορφώσει εκείνες τις συνθήκες ώστε να επαληθεύσει τον ρόλο της ως εγγυητής της ειρήνης, της συνεργασίας, της σταθερότητας και της ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα.