«Οι όποιες διαφορές θα πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με Θεσμούς και εταίρους», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
Η δεύτερη αξιολόγηση ήταν να κλείσει στις 5 Δεκεμβρίου, το είχε αναγγείλει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Δεν έκλεισε. Μετά είπαν για πριν από τα Χριστούγεννα. Δύσκολο μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν στις Βρυξέλλες οι παροχές προς τους χαμηλοσυνταξιούχους· μόνο για να αξιολογηθούν τα κόστη και τα βάρη στο πρόγραμμα από τους Θεσμούς θα φτάσουμε στον Ιανουάριο. Η κυβέρνηση δείχνει να μην βιάζεται. Αλλά η οικονομία δεν μπορεί να περιμένει άλλη καθυστέρηση. Και αυτήν την εικόνα ασφυκτικών περιθωρίων περιέγραψε και πάλι, σε μια νέα έκκλησή του προς τους εμπλεκόμενους ο Γιάννης Στουρνάρας.
«Ο χρόνος που απομένει δεν είναι μεγάλος, εν όψει των επικείμενων εθνικών εκλογών σε αρκετές χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Προκειμένου να μη χαθεί η θετική δυναμική που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στην ελληνική οικονομία, η Τράπεζα της Ελλάδος προτρέπει τόσο τους εταίρους και τους Θεσμούς όσο και την ελληνική κυβέρνηση να επιδείξουν ρεαλισμό και ευελιξία, να θέσουν στο περιθώριο ζητήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προγράμματος και να τα επανεκτιμήσουν αφού οι διαφορές έχουν εξομαλυνθεί, με τελικό στόχο να μην παρεκκλίνουν από τα συμφωνηθέντα, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν» σημειώνει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2016.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται επίσης ότι ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ’ επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.
Στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται πολλά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων. Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια που στην πράξη αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων.
Τέλος, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, στην αύξηση της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, στην έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης.
Δείτε εδώ την αναλυτική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας
Πάντως, η ΤτΕ κάνει αισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας, με την προϋπόθεση να κλείσει η αξιολόγηση και να μην υπάρξουν αναταράξεις.
Προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης και την ισχυροποίηση της ανάκαμψης της οικονομίας
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, να διορθωθούν προηγούμενες αποκλίσεις και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες. Ενδεικτικά απαιτούνται τα εξής:
- Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από τους εταίρους και τους Θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με τελικό στόχο την έγκαιρη κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.
- Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το 2016 υιοθετήθηκαν πολλές μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου και άρχισαν να ακολουθούνται πρακτικές που θα βοηθήσουν αποφασιστικά στο άμεσο μέλλον στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Συνεπώς, πέρα από τις έως τώρα προσπάθειες των τραπεζών και τις αλλαγές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν ήδη δρομολογηθεί, απαιτούνται μεταξύ άλλων:
- Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα. Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:
– με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
– με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
– με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων και
– με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες.
Η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων που θα εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, θα συμβάλει στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος. Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
- Αλλαγή στο μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί αν δοθεί περισσότερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών, στην αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης μπορούν να υποβοηθήσουν το στόχο της μείωσης της ανεργίας, ιδιαίτερα σε κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν το πιο σοβαρό πρόβλημα. Παράλληλα, η συνεπής εφαρμογή του σχεδίου δράσης για την αδήλωτη εργασία θα ενισχύσει τη νόμιμη εργασία, με θετικές συνέπειες στις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ θα διασφαλίσει και τον υγιή ανταγωνισμό των επιχειρήσεων.
- Χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων. Η σταδιακή χαλάρωση και τελικά η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η οποία θα επέλθει με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, διευκολύνοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα φυσικά πρόσωπα στις συναλλαγές τους.
Πηγή: protagon.gr