Ενστάσεις για τη συνταγματικότητα της πρόσφατης διάταξης που συμπεριελήφθη στο σύμφωνο συμβίωσης και επιτρέπει για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων την αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που δεν έχουν ληφθεί με νόμιμο τρόπου διατυπώνει με ανακοίνωσή της η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Η επίμαχη διάταξη συνδέθηκε εξ αρχής με την αξιοποίηση του περιεχομένου της περίφημης λίστας λαγκάρντ και άλλων παρόμοιων λιστών, ώστε να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια δικονομικής φύσεως για την αξιοποίησή τους από την ελληνική πολιτεία.
Ωστόσο, η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος υπογραμμίζοντας την προσήλωσή της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφοράς επισημαίνει ότι αυτή πρέπει να γίνεται εντός του συνταγματικού πλαισίου.
Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων οι εισαγγελείς αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους ότι :
«Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)».
Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.
Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών».
tanea.gr