Επιστολή Συνάντησης – Επικοινωνίας – Συμπόρευσης στην ΑΛΗΘΕΙΑ…

petropoulosToυ Φώτη Πετρόπουλου

Α­γα­πη­τέ-ή και σε­βα­στέ-ή, Μεσ­σή­νι­ε-ι­α Συμ­πα­τρι­ώ­τη-ισ­σα, α­πευ­θύ­νο­μαι σε σέ­να με συ­στο­λή αλ­λά και τόλ­μη. Σε ευ­χα­ρι­στώ για τον χρό­νο που δι­α­θέ­τεις να δι­α­βά­σεις τις σκέ­ψεις μου και ταυ­τό­χρο­να Σου ζη­τώ συ­γνώ­μη αν ά­θε­λά μου, πριν σε γνω­ρί­σω κα­λύ­τε­ρα, γί­νο­μαι α­δι­ά­κρι­τος σε έ­να τό­σο προ­σω­πι­κό σου θέ­μα, ό­πως εί­ναι η ψή­φος σου. Αι­σθά­νο­μαι ό­μως την α­νάγ­κη, α­φού δεν έ­χω τη δυ­να­τό­τη­τα και την πο­λυ­τέ­λεια άλ­λων τρό­πων ε­νη­μέ­ρω­σης να ε­πι­κοι­νω­νή­σω μα­ζί Σου, α­πευ­θυ­νό­με­νος σε Σέ­να, με ή­ρε­μο και πο­λι­τι­σμέ­νο ύ­φος, χω­ρίς κραυ­γές αν­τι­πα­λό­τη­τας και στεί­ρες αν­τι­πα­ρα­θέ­σεις.

Πι­στεύ­ω ό­τι ο α­πλός άν­θρω­πος του πνεύ­μα­τος και του μό­χθου, ο νέ­ος που α­να­ζη­τά το πα­ρόν του και ο­ρα­μα­τί­ζε­ται το μέλ­λον του, κου­ρά­στη­κε ό­λα αυ­τά τα χρό­νια να α­κού­ει μια ξύ­λι­νη γλώσ­σα που δε δη­λώ­νει τί­πο­τε άλ­λο α­πό έ­να α­νε­λα­στι­κό και ξε­πε­ρα­σμέ­νο πνεύ­μα.

Ε­πι­θυ­μώ να σου μι­λή­σω ό­χι για τον ε­αυ­τό μου αλ­λά α­πό την καρ­διά μου.

Εύ­χο­μαι και ελ­πί­ζω ο πό­νος και η α­γά­πη για τον άν­θρω­πο να λει­τουρ­γούν μέ­σα μου α­κα­τά­παυ­στα!

Γεν­νή­θη­κα το έ­τος 1969. Εί­μαι Πτυ­χι­ού­χος της Σχο­λής Αν­θρω­πι­στι­κών και Κοι­νω­νι­κών Ε­πι­στη­μών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών. Εκ­πό­νη­σα τη Δι­δα­κτο­ρι­κή μου Δι­α­τρι­βή στη ε­πι­στη­μο­νι­κή πε­ρι­ο­χή της Σχε­σι­ο­δυ­να­μι­κής Παι­δα­γω­γι­κής και Συμ­βου­λευ­τι­κής του Προ­σώ­που, δι­ε­ρευ­νών­τας την ε­πί­δρα­ση των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­κών-δι­α­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων στην α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του σχο­λεί­ου και πώς ο ά­ξε­νος και α­πρό­σω­πος χα­ρα­κτή­ρας της εκ­παί­δευ­σης, ε­πι­δρά στην ποι­ό­τη­τα της παι­δα­γω­γι­κής σχέ­σης, α­νά­με­σα στον παι­δα­γω­γό και τον παι­δα­γω­γού­με­νο και κατ΄ ε­πέ­κτα­ση στη σχέ­ση του με την οι­κο­γέ­νειά του και το δι­δα­κτι­κό α­γα­θό, την ο­ποί­α έ­χω υ­πο­βά­λει προς κρί­ση στην αρ­μό­δια ε­πι­στη­μο­νι­κή ε­πι­τρο­πή. Τα τε­λευ­ταί­α εί­κο­σι έ­τη, έ­χω ερ­γα­στεί ως ε­πι­στη­μο­νι­κός συ­νερ­γά­της του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών, ως δι­δά­σκων κα­θη­γη­τής σε Ερ­γα­στή­ρια Ε­λευ­θέ­ρων Σπου­δών και ως εκ­παι­δευ­τι­κός στη δη­μό­σια και ι­δι­ω­τι­κή εκ­παί­δευ­ση. Σή­με­ρα, εί­μαι Δι­ευ­θυν­τής Σχο­λι­κής Μο­νά­δας της Πρω­το­βάθ­μιας Εκ­παί­δευ­σης. Εί­μαι έγ­γα­μος, πα­τέ­ρας δύ­ο τέ­κνων.

Με­γά­λω­σα σε μια οι­κο­γέ­νεια που μου δί­δα­ξε την α­ξί­α της συ­νέ­πειας, της γνη­σι­ό­τη­τας, της τι­μι­ό­τη­τας, της ε­λευ­θε­ρί­ας, της πί­στης και της α­λή­θειας.

· Πρώ­τος σε ψή­φους, ως α­νε­ξάρ­τη­τος υ­πο­ψή­φιος, στις φοι­τη­τι­κές ε­κλο­γές του Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Θέ­τω υ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα σε Πε­ρι­φε­ρεια­κές και Αυ­το­δι­οι­κη­τι­κές ε­κλο­γές για πρώ­τη φο­ρά.

· Στις ε­κλο­γές αυ­τές εί­μαι υ­πο­ψή­φιος ό­χι για να βρω τα ό­ριά μου, τα γνω­ρί­ζω. Εί­μαι υ­πο­ψή­φιος για να ζή­σω την ε­λευ­θε­ρί­α και τη χα­ρά της προ­σπά­θειάς μου. Εί­μαι υ­πο­ψή­φιος για να α­να­κα­λύ­ψω την α­λή­θεια, α­φού πρώ­τα την αμ­φι­σβη­τή­σω. Δεν α­σχο­λού­μαι με τα κοι­νά α­πό μά­ται­η φι­λο­δο­ξί­α. Θέ­λω να γί­νω «Άν­θρω­πος» μέ­σα α­πό την κα­τα­ξί­ω­ση που προ­σφέ­ρει η ερ­γα­τι­κό­τη­τα και η δο­κι­μα­σί­α, α­κό­μη και η τα­πεί­νω­ση που ε­πι­φυ­λάσ­σει η α­πο­τυ­χί­α με­τά α­πό την προ­σπά­θεια. Ε­ξάλ­λου «ό,τι με­τρι­έ­ται δε με­τρά­ει πάν­τα και αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά με­τρά­ει τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, δεν μπο­ρεί να με­τρη­θεί».

· Η δι­κή μου μαρ­τυ­ρί­α εκ­φρά­ζε­ται με το έρ­γο μου. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια α­φο­σι­ώ­θη­κα στην ερ­γα­σί­α μου ως εκ­παι­δευ­τι­κός λει­τουρ­γός, προ­σπα­θών­τας να α­πο­φύ­γω τις συ­νέ­πει­ες του ο­δο­στρω­τή­ρα της ρου­τί­νας, του κα­θω­σπρε­πι­σμού, της υ­πο­κρι­σί­ας και της συν­τη­ρη­τι­κό­τη­τας. Κα­θη­με­ρι­νά α­γω­νί­ζο­μαι με αυ­τα­πάρ­νη­ση, ως Παι­δα­γω­γός που έ­χει χρέ­ος να στα­θεί στο πλευ­ρό των μα­θη­τών και να κα­θο­δη­γή­σει αυ­τούς και τις οι­κο­γέ­νει­ές τους, σε­βό­με­νος και α­κο­λου­θών­τας τις α­να­πτυ­ξια­κές τους α­νάγ­κες.

· Στις ε­κλο­γές αυ­τές δεν αν­τι­πα­ρα­τί­θε­μαι ε­ναν­τί­ον κα­νε­νός. Μά­χο­μαι ε­ναν­τί­ον του ε­γώ μου. Δε δι­δά­σκω την αν­θρω­πιά στους άλ­λους, προ­σπα­θώ να α­να­κα­λύ­ψω την αν­θρω­πιά μέ­σα μου. Α­δυ­να­τώ να υ­πο­σχε­θώ ό­τι θα αλ­λά­ξω συσ­σω­ρευ­μέ­να και δυ­σε­πί­λυ­τα ζη­τή­μα­τα χρό­νων. Υ­πό­σχο­μαι ό­μως ό­τι θα συμ­πο­ρευ­τώ στο πλευ­ρό και τις α­νάγ­κες Σου, θα α­γω­νι­στώ για να βελ­τι­ώ­σω τις συν­θή­κες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς Σου και μέ­σα α­πό τη συ­νε­χή βελ­τί­ω­σή μου, προσ­δο­κώ στην προ­σφο­ρά στον τό­πο μας, την Πε­λο­πόν­νη­σο, την Ελ­λά­δα μας.

· Σή­με­ρα, που η Πα­τρί­δα μας αν­τι­με­τω­πί­ζει την οι­κο­νο­μι­κή, κυ­ρί­ως την πο­λι­τι­σμι­κή δο­κι­μα­σί­α, την ώ­ρα που βάλ­λον­ται οι α­ξί­ες και οι αρ­χές μας, προ­κύ­πτει ε­πι­τα­κτι­κά η α­νάγ­κη συμ­με­το­χής ό­λων μας στην κοι­νή ζω­ή του τό­που. Για­τί ε­μείς δι­α­πρά­ξα­με το λά­θος να εκ­χω­ρή­σου­με το δι­καί­ω­μα ε­λέγ­χου του ε­αυ­τού μας σε κά­ποι­ους τρί­τους.

· Ο κά­θε άν­θρω­πος, και μά­λι­στα υ­πο­ψή­φιος, κα­τα­ξι­ώ­νε­ται α­πό τις ε­πι­λο­γές που κά­νει στην κα­θη­με­ρι­νή του ζω­ή, στο ε­πάγ­γελ­μά του, στη στά­ση ζω­ής του, μα­κριά α­πό τα φώ­τα της δη­μο­σι­ό­τη­τας. Α­τε­νί­ζω με αι­σι­ο­δο­ξί­α το μέλ­λον, για­τί έ­χω κα­τα­ξι­ω­θεί στο πα­ρελ­θόν μου.

· Υ­πό­σχο­μαι την α­πό­λυ­τη δι­α­φά­νεια στη δι­α­χεί­ρι­ση του δη­μο­σί­ου χρή­μα­τος. Τα πε­ρι­ου­σια­κά μου στοι­χεί­α εί­ναι στη δι­ά­θε­ση ο­ποι­ου­δή­πο­τε θε­λή­σει να τα ε­λέγ­ξει και πριν και με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της θη­τεί­ας μου.

· Τα προ­βλή­μα­τα τού­του του τό­που δεν έ­χουν χρώ­μα. Εί­ναι προ­βλή­μα­τα που δο­κι­μά­ζουν τις αν­το­χές ό­λων μας. Οι προ­σπά­θει­ες για δι­έ­ξο­δο α­πό την κρί­ση, δυ­στυ­χώς δεν εί­ναι α­παλ­λαγ­μέ­νες α­πό τις αι­τί­ες και τις νο­ο­τρο­πί­ες που την προ­κά­λε­σαν…

· Τα προ­βλή­μα­τα δεν αλ­λά­ζουν, αλ­λά­ζου­με ε­μείς. Οι λύ­σεις για να έ­χουν α­πο­τέ­λε­σμα, α­παι­τούν α­γά­πη, θυ­σί­α για τον συ­νάν­θρω­πο, ει­λι­κρί­νεια, εν­τι­μό­τη­τα, ό­ρα­μα, ελ­πί­δα και τα­πεί­νω­ση.

· Αν­τλώ τη δύ­να­μή μου α­πό ΣΕΝΑ, που κά­νεις τον κό­πο να δι­α­βά­σεις αυ­τήν την ε­πι­στο­λή-μαρ­τυ­ρί­α ψυ­χής. Ε­σέ­να, τον α­πλό, σκε­πτό­με­νο, θυ­μω­μέ­νο πο­λί­τη που ε­νώ ερ­γά­ζε­σαι με αυ­τα­πάρ­νη­ση για να ε­ξα­σφα­λί­σεις έν­τι­μα «το ψω­μί σου», υ­φί­στα­σαι ά­δι­κα τις ε­πι­πτώ­σεις της κρί­σης. Η φω­νή και η κα­λή σου μαρ­τυ­ρί­α λει­τουρ­γούν ως τους κα­λύ­τε­ρους πολ­λα­πλα­σια­στές της γνή­σιας και έν­τι­μης πα­ρου­σί­ας μου.

· Ε­σύ κρί­νεις και α­ξι­ο­λο­γείς με τη δύ­να­μη της ψή­φου σου, αν θέ­λεις να μου δώ­σεις την ευ­και­ρί­α να Σε εκ­προ­σω­πή­σω και να δι­εκ­δι­κή­σω α­πό θέ­ση ευ­θύ­νης τα δι­και­ώ­μα­τά Σου.

Α­γα­πη­τέ Συμ­πα­τρι­ώ­τη, α­γα­πη­τή Συμ­πα­τρι­ώ­τισ­σα, Σε κοι­τώ κα­τά­μα­τα τού­τη την ώ­ρα. Δε ζη­τώ την κα­τα­νό­η­σή σου ό­σο την εμ­πι­στο­σύ­νη και την α­γά­πη σου. Ζη­τώ να εί­μαι έ­νας α­πό αυ­τούς που θα τι­μή­σεις με την ψή­φο σου εί­τε ε­σύ προ­σω­πι­κά, εί­τε η οι­κο­γέ­νειά σου, εί­τε οι οι­κεί­οι και φί­λοι σου, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το τι πι­στεύ­ε­τε ή σε ποι­ο κομ­μα­τι­κό σχη­μα­τι­σμό α­νή­κε­τε. Σας πα­ρα­κα­λώ να στη­ρί­ξε­τε την α­πό­φα­σή μου να κα­τέλ­θω ως υ­πο­ψή­φιος στις Πε­ρι­φε­ρεια­κές ε­κλο­γές 2014 με τον συν­δυα­σμό «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ» κα­θα­ρά χέ­ρια, με ε­πι­κε­φα­λής τον έν­τι­μο Γιά­ννη Μα­νώ­λη.

Α­πευ­θύ­νο­μαι στο νου και την καρ­διά σου για να σου ζη­τή­σω να σκε­φτείς και να α­πο­φα­σί­σεις αν αυ­τό που πι­στεύ­ω και ο­ρα­μα­τί­ζο­μαι, συ­ναν­τι­έ­ται με αυ­τό που ΕΣΥ ελ­πί­ζεις και προσ­δο­κάς, να στη­ρί­ξεις την υ­πο­ψη­φι­ό­τη­τά μου.

Ø Α­πευ­θύ­νο­μαι στο νου σου για να α­να­κα­λέ­σεις στη μνή­μη σου και να θυ­μη­θείς ……

Ø Α­πευ­θύ­νο­μαι στην καρ­διά σου για να αι­σθαν­θείς και να ελ­πί­ζεις…..

Σε αυ­τές τις ε­κλο­γές, ψή­φι­σε αυ­τούς που δεν ξέ­ρουν να ΣΟΥ λέ­νε ψέ­μα­τα, να αμ­φι­σβη­τούν τη νο­η­μο­σύ­νη σου και να σε κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν. Σε αυ­τές τις ε­κλο­γές δεί­ξε τη δύ­να­μή της ψή­φου σου. Έ­νω­σε τη φω­νή σου, στη δι­εκ­δί­κη­ση της Α­λή­θειας.

Ο σταυ­ρός σου α­πο­τε­λεί ψή­φο εμ­πι­στο­σύ­νης, ελ­πί­δας, ευ­και­ρί­ας στο Πρό­σω­πό μου και θα μου δώ­σει δύ­να­μη να ερ­γα­στώ προς το κα­λύ­τε­ρο, για το πα­ρόν το δι­κό μας και το μέλ­λον των παι­δι­ών μας.

Χρι­στός Α­νέ­στη!

Στο ξω­κλή­σι της καρ­διάς μου, οι ευ­χές Σας λει­τουρ­γού­νε!

Με σε­βα­σμό, ε­κτί­μη­ση και α­γά­πη