Ο Βουλευτής Φθιώτιδας της Νέας Δημοκρατίας, Χρήστος Σταϊκούρας, κατέθεσε σήμερα Ερώτηση προς το Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου για τους μήνες μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του υπάρχοντος Προγράμματος (τρέχοντος «Μνημονίου»).
Ακολουθεί το κείμενο της Ερώτησης:
«Ως γνωστόν, η Κυβέρνηση ζήτησε, με επιστολή του Υπουργού Οικονομικών στις 18 Φεβρουαρίου, και το Eurogroup ενέκρινε την, με αυστηρές δεσμεύσεις, επέκταση του υπάρχοντος Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής («Μνημόνιο») για 4 ακόμη μήνες.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, και με βάση την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των συνθηκών του τρέχοντος «Μνημονίου» (“the successful completion of the review on the basis of the conditions in the current arrangement”), θα μπορέσει να γίνει η εκταμίευση της δόσης του Προγράμματος.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις ανακοινώσεις, της 24ης Φεβρουαρίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (“the basis for concluding the review will be the existing commitments in the current Memorandum of Understanding [MOU] and the Memorandum of Economic and Financial Policies [MEFP]”) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (“concluding the 6th review of the Program”).
Έτσι, η Κυβέρνηση αποδέχθηκε, παρά τις μέχρι σήμερα συνεχείς διαψεύσεις της (βλέπετε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του Υπουργού Οικονομικών το διάστημα μέχρι τις τελευταίες συνεδριάσεις του Eurogroup), ότι η χώρα έχει ανάγκη το σύνολο των 7,2 δισ. ευρώ (και όχι μόνο τα 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη του Ευρωσυστήματος επί των Ελληνικών ομολόγων), που θα εκταμιευθούν όμως μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης του τρέχοντος «Μνημονίου».
Αυτό που δεν διευκρινίζεται όμως είναι πώς η χώρα θα καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι τότε.
Όταν, οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, χρεολύσια και τόκοι, υπερβαίνουν τα 6,5 δισ. ευρώ το Μάρτιο και τα 3 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, και διαμορφώνονται περίπου στα 4 δισ. ευρώ το Μάιο και στα 6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο.
Και με δεδομένο ότι έχει ήδη χρησιμοποιηθεί τόσο το ανώτατο όριο που έχει ορισθεί, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, για εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου 3μηνης και 6μηνης διάρκειας (15 δισ. ευρώ), όσο και το μεγαλύτερο μέρος των διαθεσίμων για τη σύναψη πράξεων πώλησης τίτλων διαχείρισης του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία επαναγοράς (repos) με φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (περίπου 8,5 δισ. ευρώ).
Διαδικασία διαχείρισης και ενίσχυσης της ρευστότητας, βραχυπρόθεσμα, που υλοποίησε η προηγούμενη Κυβέρνηση, ξεκινώντας με Υπουργική Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (27.02.2014) και καταλήγοντας με σχετικές διατάξεις στους Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α’ 85, 07.04.2014) και Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α’ 143, 28.06.2014).
Εννοείται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τότε, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση καταψήφιζε αυτές τις διατάξεις, τις οποίες φυσικά σήμερα υιοθετεί και εφαρμόζει.
Με αυτά τα δεδομένα, ερωτάται ο κ. Υπουργός:
1ον. Εξετάζεται από την Κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους εταίρους, η σταδιακή καταβολή της δόσης, υλοποιώντας κάποιες συγκεκριμένες δεσμεύσεις που έχετε ήδη αναλάβει προς τους δανειστές;
2ον. Έχετε προχωρήσει ή προτίθεστε να προχωρήσετε στην περαιτέρω αξιοποίηση διαθεσίμων συγκεκριμένων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης; Αν ναι, από ποιούς και σε ποιό ύψος;
3ον. Έχετε λάβει υπόψιν ότι τυχόν περαιτέρω αύξηση του ποσού των repos με χρηματοδότηση από τα διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που τηρούνται στις τράπεζες, με δεδομένη και την εκροή περίπου 25 δισ. ευρώ καταθέσεων από αυτές το τελευταίο τρίμηνο λόγω πολιτικής αστάθειας και μετεκλογικής αβεβαιότητας, μειώνει περαιτέρω τη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και αυξάνει τις ανάγκες τους για χρηματοδότηση από τον ELA, με υψηλό κόστος;
4ον. Σε ποιό στάδιο βρίσκεται η προσπάθεια για λήψη άδειας έκδοσης εντόκων γραμματίων πέραν του πλαφόν των 15 δισ. ευρώ, έστω και τμηματικά, ανάλογα με τις ανάγκες; Σε περίπτωση θετικής έκβασης, πώς θα αντιμετωπισθεί το ζήτημα της ρευστότητας των τραπεζών ώστε να μπορέσουν να απορροφήσουν τις επιπλέον αυτές εκδόσεις εντόκων με δεδομένο ότι από τη συνήθη διαδικασία άντλησης ρευστότητας των τραπεζών από την ΕΚΤ, με ομόλογα ως ενέχυρο, εξακολουθούμε να είμαστε αποκλεισμένοι λόγω αδυναμίας ολοκλήρωσης του υπάρχοντος Προγράμματος;».