Το ηχηρότερο μήνυμα του πρώτου γύρου δεν ήταν, φυσικά, όσο κι αν αυτό επιδίωξαν να προβάλλουν τα κομματικά επιτελεία, η πρωτιά της Δούρου στην περιφέρεια Αττικής ή το γεγονός ότι τα πρόσωπα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στην τοπική αυτοδιοίκηση άντεξαν σε όλη την επικράτεια.
Εθελοτυφλούν όσοι αποφεύγουν να διαπιστώσουν ότι σοβαρότερο και πλέον επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι η υποψηφιότητα Κασιδιάρη στην Αθήνα συγκέντρωσε 16%, η υποψηφιότητα Παναγιώταρου στην περιφέρεια 11% και άλλες υποψηφιότητες της Χρυσής Αυγής ποσοστά αισθητά μεγαλύτερα από εκείνο που συγκέντρωσε το νεοναζιστικό μόρφωμα στις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα εάν σταθεί κανείς στους δύο πίνακες της προσομοίωσης που επιχείρησε η Public Issue συγκρίνοντας τα ποσοστά των κομμάτων στις αυτοδιοικητικές εκλογές με εκείνα που είχαν συγκεντρώσει στις προηγούμενες του 2010 (για να μπορεί να είναι απολύτως συγκρίσιμα):
Πρώτη παρατήρηση: Εάν συγκρίνει κανείς το ποσοστό της Χρυσής Αυγής σε σύγκριση με το εθνικό της ποσοστό στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 διαπιστώνει ότι συγκρατεί –και ενισχύει καταρχήν- τις δυνάμεις της.
Δεύτερη παρατήρηση: Εάν συγκρίνει, όμως, την παρουσία της Χρυσής Αυγής στην τοπική αυτοδιοίκηση, το 2010, διαπιστώνει πως από μηδενική επιρροή, τότε, το νεοναζιστικό κόμμα αποκτά μία ισχυρή δύναμη.
Αντί, λοιπόν, να ακούσει κανείς προβληματισμό και αναλύσεις για το «γιατί» και από την πλευρά της κυβέρνησης και από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στήθηκε, τις τελευταίες ημέρες, ένα πολεμικό κλίμα σχετικά με το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει τις ψήφους των χρυσαυγιτών ή εάν κάποιοι εξ αυτών των υποψηφίων υποστηρίζουν τις επιλογές της ΝΔ (περιπτώσεις Πάτρας και περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας).
Η συζήτηση γίνεται, για ακόμα μια φορά, με υποκριτικούς, επικοινωνιακούς και μικροκομματικούς όρους.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ «αναγκάζεται» τώρα να αποδεχθεί ότι οι ψηφοφόροι του Κασιδιάρη και του Παναγιώταρου δεν είναι νεοναζί, ως εκ τούτου οι ψήφοι τους έχουν «ψυχή» και «αξία», η δε Ν.Δ κατηγορεί την Κουμουνδούρου, παρότι σημαίνοντα στελέχη της (από τον Βύρωνα Πολύδωρα μέχρι τον Τάκη Μπαλτάκο και τον Φαήλο Κρανιδιώτη) είχαν «πάρει επάνω τους» την εκστρατεία μετακίνησης αυτών των ψηφοφόρων προς τη «μητέρα παράταξη».
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σαφή:
– Πως και γιατί μια οργάνωση με τη «στάμπα» της εγκληματικής οργάνωσης από το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με προφυλακισμένο τον αρχηγό και τη μισή κοινοβουλευτική της ομάδα, μετά από τόσες αποκαλύψεις για την παράνομη δράση στελεχών της, κατορθώνει να κερδίσει 16% των ψηφοφόρων στην Αθήνα, το 11% στην περιφέρεια Αττικής και σε ορισμένες περιοχές, όπως στα Σεπόλια και τον Κολωνό, να είναι πρώτο κόμμα;
– Όσοι ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, μετά απ΄ όλα τα παραπάνω, θεωρούνται, πλέον, ταυτισμένοι με το νεοναζιστικό μόρφωμα, θεωρούνται, δηλαδή, και οι ίδιοι νεοναζί; Εάν ισχύει το δεύτερο, τι νόημα έχει η προσπάθεια «προσηλυτισμού» τους υπέρ οιουδήποτε άλλου υποψηφίου; Δεν είναι υποκριτικό και μικροκομματικό;
Προφανώς δεν είναι έτσι. Οι πάνω από 400.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είτε δεν έχουν πεισθεί για τις κατηγορίες, είτε έχουν επηρεαστεί υπέρ του κόμματος Μιχαλολιάκου εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών της κυβέρνησης, είτε αδιαφορούν για το «ποινικό μητρώο» των χρυσαυγιτών και τους ψηφίζουν για να εκδηλώσουν την οργή τους.
Θα θέσω ένα τελευταίο ερώτημα, το οποίο θα επιχειρήσω να απαντήσω αφού δω/δούμε το ποσοστό της Χρυσής Αυγής στις ευρωεκλογές, δίχως να σας κρύψω ότι φοβάμαι για το χειρότερο: η επιμονή μερικών εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας να ψηφίζουν Χρυσή Αυγή παρά όσα έχουν έρθει στο φως μήπως επιβεβαιώνει ότι αναπτύσσεται σταθερά και στην Ελλάδα (όπως και αλλού στην Ευρώπη ίσως με ηπιότερες εκδοχές) ένα ακροδεξιό κίνημα; Και πως μπορεί η Δημοκρατία –έστω αυτή η ατελής και ενίοτε προβληματική- να αντιδράσει σε κάτι τέτοιο;