Μειώθηκαν η παραγωγή και η κατανάλωση την τελευταία πενταετία, ενώ το χύμα αντικαθιστά το εμφιαλωμένο
Ακόμη και το κρασί περιόρισαν οι Έλληνες τα τελευταία πέντε έτη, καθώς η κρίση μείωσε το εισόδημά τους, ενώ πολλοί αντικατέστησαν το εμφιαλωμένο με το χύμα λόγω κόστους. Ειδικότερα, σε πτωτική τροχιά κινείται η εγχώρια αγορά οίνου, καθώς την τελευταία πενταετία τόσο η παραγωγή όσο και η εγχώρια κατανάλωση οίνου κατέγραψαν μείωση συγκριτικά με την προηγούμενη πενταετία, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη της ICAP Group.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος της οινοποιίας αποτελείται κατά κύριο λόγο από παραγωγικές επιχειρήσεις. Η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες που ασχολούνται αποκλειστικά με την οινοποίηση. Οι μεγάλες οινοβιομηχανίες, αν και ολιγάριθμες, καλύπτουν σημαντικό μέρος της παραγωγής διαθέτοντας σύγχρονες εγκαταστάσεις και ποικιλία προϊόντων. Επιπλέον σημαντική είναι η παρουσία στον κλάδο των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών. Οι εισαγωγές οίνου καλύπτουν πολύ μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, ως εκ τούτου είναι περιορισμένος ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Το κρασί είναι συνδεδεμένο με την παράδοση και την κουλτούρα των Ελλήνων, γεγονός που συμβάλλει ώστε να παραμένει ψηλά στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Εν τούτοις, οι συνέπειες της κρίσης που πλήττει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών επηρέασαν αρνητικά τον κλάδο. Η αρνητική οικονομική συγκυρία, πέραν της υποχώρησης της ζήτησης που αναπόφευκτα προκαλεί, παράλληλα ευνοεί την υποκατάσταση των εμφιαλωμένων κρασιών από το χύμα κρασί, η ζήτηση του οποίου έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η εξέλιξη της παραγωγής οίνου διαχρονικά δεν ακολουθεί σταθερή πορεία. Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2004-05 ως 2008-09) η εγχώρια παραγωγή υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,6%. Την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2009-10 ως 2013-2014) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά τις τρεις πρώτες περιόδους, ενώ στη συνέχεια ανέκαμψε διαμορφώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής οριακά αρνητικό για την πενταετία συνολικά.
Η εγχώρια οινοπαραγωγή είναι προσανατολισμένη κυρίως στο λευκό κρασί, κατηγορία που συνήθως καλύπτει μερίδιο μεταξύ 65% και 70% του συνόλου. Τα κρασιά με ένδειξη ΠΟΠ και ΠΓΕ καλύπτουν ποσοστό 27%-29% της παραγωγής.
Όπως ανέφεραν στελέχη της ICAP Group σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς, «η εγχώρια κατανάλωση οίνου (όπως ακριβώς και η παραγωγή) παρουσιάζει σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις και εναλλαγές. Επομένως θεωρείται πιο αντικειμενική η σύγκριση με βάση τον μέσο όρο ανά πενταετία. Την τελευταία πενταετία η μέση ετήσια κατανάλωση οίνου διαμορφώθηκε σε επίπεδα της τάξεως των 3.000 εκατόλιτρων, μειωμένη κατά 9% περίπου συγκριτικά με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας. Σε ετήσια βάση η εγχώρια κατανάλωση οίνου την περίοδο 2012/13 σημείωσε μικρή αύξηση (4%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη οινική περίοδο».
Από το συνολικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης οίνου τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν ένα ποσοστό κοντά στο επίπεδο του 40% στην παρούσα φάση, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί σε χύμα κρασί (περιλαμβανομένων και των συσκευασιών σε ασκούς). Αναφορικά με τις εισαγωγές, τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν τη ζήτηση σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα τον βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης και συγκεκριμένα μεταξύ 5% και 8%. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται υποχώρηση των εξαγωγών οίνου μετά το 2010, με τον βαθμό εξαγωγικής επίδοσης να διαμορφώνεται σε περίπου 11% την περίοδο 2011-12 και σε 9,6% την περίοδο 2012-13.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων οινοποιίας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επιπλέον, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 44 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2012 και 2013. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι συνολικές πωλήσεις των 44 επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 6,2% το 2013 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ παράλληλα σημαντική αύξηση παρουσίασε και το μεικτό κέρδος (κατά 9,3%). Παρά τη βελτίωση στα παραπάνω μεγέθη, τόσο το λειτουργικό όσο και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμειναν ζημιογόνα την εξεταζόμενη διετία, ωστόσο οι ζημιές περιορίστηκαν κατά 35% περίπου το 2013. Θετικό στοιχείο ήταν η αξιόλογη βελτίωση σε επίπεδο κερδών EBITDA.
tovima.gr