Γράφει ο Θεόδωρος Σταυριανόπουλος
Η ελπίδα δεν κατοικεί πλέον στην τύχη όπως ξέραμε. Απαιτούνται θυσίες, έργα και πράξεις για να ελπίζουμε. Πρέπει να βγάλουμε τις μάσκες και να κοιταχτούμε στα μάτια αληθινά. Αν συμβεί αυτό τότε σίγουρα υπάρχει φως στο τούνελ διότι είμαστε πολυμήχανος λαός. Από αυτούς που τους διαδώσαμε τα «φώτα» του πολιτισμού κινδυνεύουμε. θέλουν να μας κόψουν το «φως», γιατί δεν πληρώσαμε το λογαριασμό.
Καθημερινά διαβάζουμε και ακούμε υπερβολές από κάποιους επαναστατημένους «λογοθεραπευτές». Όμως κάθε υπερβολή δημιουργεί ένα ελάττωμα αλλά και κάθε ελάττωμα μια υπερβολή. Οι κοινωνικές ομάδες αντιπαλεύονται θεωρώντας η κάθε μία το δίκιο μονοκαλλιέργειά της. Κάποια «κουρέλια» αντί να προτείνουν λύσεις θέλουν να «τραγουδούν» ακόμα.
Ο συνδικαλισμός ξεσηκώνεται αλλά εδώ και πολλά χρόνια είχε διαλέξει να ταξιδεύει σε άγονη γραμμή. Μικρά πλέον τα ποσοστά που γεμίζουν οι απεργίες. Δεν πείθει γιατί στα χρόνια των κερδισμένων διεκδικήσεων ασκούσε κάθετο (συντεχνιακό) συνδικαλισμό και όχι οριζόντιο που βλέπει το δίκιο του εργαζόμενου συνολικά.
Μέχρι πρότινος ο κάθε κλάδος εκμεταλλευόταν το πρόβλημα που δημιουργούσε η απεργία του στην αγορά και άρπαζε απ’ το καλάθι των δανεικών. Γι’ αυτό εργαζόμενοι με ίδια προσόντα σε διαφορετικά υπουργεία έπαιρναν διαφορετικούς μισθούς με τεράστιες αποκλίσεις. Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της ΑΔΕΔΥ και αν και συνοδοιπόροι στις απεργιακές κινητοποιήσεις ο καθένας διεκδικούσε επί σειρά ετών να προστατέψει τα κεκτημένα του. Κάποιοι χρησιμοποιούσαν τους άλλους (π.χ. εκπαιδευτικούς) ως «μπούγιο» στην κινητοποίηση ή αν θέλετε ως ασπίδα προστασίας των κεκτημένων τους.
Κατά καιρούς συνδικαλιστικές συντεχνίες αντί να βοηθήσουν στην εξυγίανση των δημόσιων οργανισμών, τους οδήγησαν με τα καμώματά τους σε προβληματική κατάσταση, σε τεράστια ελλείμματα και στην υπερχρέωση. Ο νεωτερικός μαρξισμός δυστυχώς δεν αποτέλεσε πυξίδα προσανατολισμού της σκέψης και της πολιτικής. Επί σειρά ετών η νέοι άνθρωποι βιώνουν ένα εμπόριο ελπίδας ανασαίνοντας καμένο αέρα.
Η ανάγκη για επανίδρυση του κράτους στις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου έγινε εξαιρετικά έντονη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η πρόοδος στην τεχνολογία, ιδιαίτερα στους τομείς της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών καθώς και η ενοποίηση των παγκόσμιων αγορών και η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, επέβαλε νέες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών, των επιχειρήσεων και των ατόμων.
Το βασικό πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολεί κυρίαρχα στη χώρα μας δεν είναι η ίδια η κρίση που βιώνουμε αλλά ποια κοινωνία και ποιο μοντέλο ανάπτυξης θα σχεδιάσουμε για το μέλλον της.
Καλό είναι να απαιτήσουμε από όλους αυτούς που διαχειρίζονται το κοινωνικό γίγνεσθαι να αρχίσουν μια σοβαρή συζήτηση χωρίς αφορισμούς, δογματισμούς, στερεότυπα και δαιμονοποιήσεις, για το μέλλον της χώρας και να αφήσουμε στο περιθώριο τους κάθε είδους λαϊκιστές από όλους τους χώρους.
Όμως σε μια σύγχρονη και άκρως ανταγωνιστική κοινωνία δεν μπορεί ο εργαζόμενος να είναι αδιάφορος για το τι συμβαίνει στην επιχείρηση που εργάζεται, δεν μπορεί να μην ισχύει μια λογική συνεννόηση ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο.
Σήμερα αν θέλουμε επανίδρυση της κοινωνίας, θα πρέπει η κουλτούρα κυβερνητικής συνεργασίας να γίνει πλέον συστατικό στοιχείο του πολιτικού μας συστήματος για την επόμενη χρονική περίοδο, αφού φαίνεται με πολύ πειστικό τρόπο ότι έχει παρέλθει οριστικά το σχήμα μονοκομματικής διακυβέρνησης στη χώρα μας.
Ο συνδικαλισμός, αλλά κυρίως το κομματικό σύστημα, όπως είχε δομηθεί σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με την ανάπτυξη των μηχανισμών δεν βοήθησε να συμβεί η επανίδρυση ούτε στο κράτος, αλλά ούτε και στην κοινωνία.
Θέλουμε κράτος «πλοηγό» ή κράτος «κωπηλάτη». Η διάκριση αρμοδιοτήτων-δραστηριοτήτων στη χώρα μας ήταν και είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Το κράτος παραδοσιακά λειτουργεί ταυτόχρονα ως «πλοηγός» και ως «κωπηλάτης», συνθέτοντας ένα εξαιρετικά σύνθετο μόρφωμα, που παραμένει περίπλοκο υπό την επίδραση αλλεπάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων, ταξικών συμφερόντων και κομματικών επιδιώξεων. Οι όποιες μεταρρυθμίσεις γίνονταν, είχαν σαν στόχο να μετατρέψουν το κράτος από «πλοηγό» σε «κωπηλάτη» και αντιστρόφως.
Στο νέο κράτος, κεντρική επιδίωξη πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των φορολογουμένων πολιτών. Όσον αφορά τις δημόσιες υπηρεσίες, πρέπει να υπάρχουν συστήματα μέτρησης της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας τους. Στο παρελθόν οι Διοικήσεις έπαιρναν αυξήσεις και bonus ακόμα και στις περιπτώσεις που τα έσοδα των Οργανισμών τους πάτωναν! Απαιτείται η εφαρμογή μιας στρατηγικής σαφών στόχων-κινήτρων-επιβραβεύσεων και κυρώσεων.
Όπως διαμορφώνεται σήμερα ο κομματικός χάρτης, στις επόμενες εκλογές θα υπάρχουν δύο σχετικά μεγάλα κόμματα. Το πρώτο από πλευράς εκλογικής δύναμης κόμμα θα έχει τον πρώτο λόγο για το σχηματισμό κυβέρνησης πάντα με τη συνέργεια και άλλων μικρότερων κομμάτων. Αν δεν καλλιεργηθεί και δεν κατακτηθεί τώρα μια κουλτούρα κυβερνητικής συνεργασίας μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες και τις ιδεολογικές ζυμώσεις και αναζητήσεις, δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί ως ένα έτοιμο σχέδιο που θα «ανακαλυφθεί» κατά τη διάρκεια της όποιας διακυβέρνησης.
ΥΓ1. Πως είναι δυνατόν πολλοί από αυτούς που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση να δηλώνουν πολιτικά παρόν και να προσπαθούν δήθεν για την «σωτηρία μας!».
ΥΓ2. Το σκάνδαλο Καϊλή ξεδίπλωσε έναν επιπρόσθετο προβληματισμό. Κατά πόσο εξυπηρετούν την Ευρώπη οι 705 ακριβοπληρωμένοι ευρωβουλευτές και οι 45.000 ακριβοπληρωμένοι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από την ίδρυσή του έως σήμερα μας έχει στοιχίσει αρκετά τρισεκατομμύρια ευρώ.