Γράφει η Παναγιώτα Κοζομπόλη
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις θεωρούσαν ως προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάπτυξη τη μείωση του εργατικού κόστους και τη γενίκευση της εργασιακής επισφάλειας. Πολλοί μάλιστα οραματίζονταν ελεύθερες οικονομικές ζώνες, όπου τα εργασιακά δικαιώματα και το μισθολογικό κόστος θυσιάζονταν στο βωμό της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για το λόγο αυτό, υιοθέτησαν εύκολα τις μνημονιακές επιταγές και τις έκαναν νόμους του κράτους. Έτσι με το ν. 4024/2011 αναβλήθηκε η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ), η ρήτρα ευνοϊκότητας και νομοθετήθηκε η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών. Με το ν. 4046/2012 μειώθηκε σε 3 μήνες η μετενέργεια των ΣΣΕ, ενώ με το ν. 4093/2012 ο εθνικός κατώτατος μισθός αποφασίζεται με νόμο και όχι από την εθνική ΣΣΕ. Τα μέτρα που πάρθηκαν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας οδήγησαν σε αποεπένδυση, ενώ η ανεργία εκτοξεύθηκε το 2014 στο 28%, με τις ελαστικές μορφές εργασίας να καταλαμβάνουν το 60% των εργασιακών συμβάσεων. Η παρούσα κυβέρνηση, έθεσε ως προϋπόθεση της ανάπτυξης, τη στήριξη του κόσμου της εργασίας, μέσα από τη μείωση της ανεργίας και τη διασφάλιση σταθερής και αξιοπρεπώς αμειβόμενης απασχόλησης. Έχοντας τον συγκεκριμένο προσανατολισμό, παρότι η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς επιτροπείας με μηδενικό βαθμό ελευθερίας νομοθέτησης, σταθεροποίησε την οικονομία και μείωσε την ανεργία. Στηρίζοντας τους αδύναμους, δεν αντιμετώπισε μόνο ένα τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα, αλλά ταυτόχρονα, ενισχύοντας την κατανάλωση, έθεσε φρένο στην απώλεια κι άλλων θέσεων εργασίας. Με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την ένταξη στο ΕΣΥ 2,5 εκ. ανασφάλιστων, ενισχύθηκαν οι δομές Υγείας με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Στον τομέα των ΕΣΠΑ, αφού ξεκαθαρίστηκε το αμαρτωλό τοπίο των επιλεγμένων χρηματοδοτήσεων της “επιχειρηματικότητας”, αξιοποιήθηκαν τα συγκεκριμένα προγράμματα με διαφανή, δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Καλύπτοντας ζωτικές ανάγκες και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Ανάλογα συνέβαλε και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων αλλά και η νέα φιλοσοφία του αναπτυξιακού νόμου (διανομή των κονδυλίων σε περισσότερους και επιδότηση ανάλογα με τις δημιουργούμενες θέσεις εργασίας). Στην προσέλκυση επενδύσεων και στη συνακόλουθη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, συνέβαλε, εκτός από την σταθεροποίηση της οικονομίας και η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης των επιχειρήσεων.
Στη μείωσης της ανεργίας συνέβαλλαν και εξακολουθούν να συμβάλλουν και τα ευέλικτα προγράμματα του ΟΑΕΔ, που εστιάζουν, αφενός στην επιδότηση της εργασίας, αφετέρου στην πραγματική εξειδίκευση, κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εμπειρίας των ανέργων.
Παράλληλα ενισχύθηκαν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, που συνειδητά είχαν απαξιώσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η ενίσχυση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και οι συντονισμένοι έλεγχοι στους χώρους δουλειάς, είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας. Η αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία από 20% το έτος 2014 μειώθηκε σε 12 % σήμερα, με διακηρυγμένο στόχο τη περαιτέρω μείωση μέχρι τέλους του 2019 στο 5%.
Η αλλαγή της λογικής του προστίμου της αδήλωτης εργασίας, το μετέτρεψε από καθαρά εισπρακτικό μέτρο, σε μέτρο δικαιοσύνης προς τον εργαζόμενο, αφού θεσμοθετήθηκε έκπτωση του προστίμου των 10.500 ευρώ, ανάλογα με τον χρόνο πρόσληψης του εργαζόμενου και με ασφαλιστικές δικλείδες επανελέγχου της επιχείρησης, με διασφάλιση των λοιπών εργαζομένων της. Στον αγώνα κατά της ανασφάλιστης και υποδηλωμένης εργασίας, συμβάλει και η ηλεκτρονική υποβολή των υπερωριών, η πληρωμή του μισθού μέσω τράπεζας, κ.ά. Αποτέλεσμα των παραπάνω, αλλά και της θέσης, ότι ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προστασία της εργασίας, η ανεργία μειώθηκε κατά 7%, οι επενδύσεις αυξήθηκαν, ενώ το 2017 ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008 οι ξένες επενδύσεις, καταγράφοντας αύξηση 31%. Ήδη με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, οι τέσσερις πρώτες συλλογικές συμβάσεις εργασίας επεκτείνονται στο σύνολο των εργαζομένων των κλάδων τους. Πρόκειται για τις συμβάσεις που αφορούν στις τράπεζες, στα ναυτιλιακά πρακτορεία, στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις και στα γραφεία ταξιδίων και τουρισμού. Η διαδικασία αυτή θα προκαλέσει αυξήσεις σε 75.000 χιλιάδες εργαζόμενους και έπεται συνέχεια σε άλλους κλάδους. Τέλος έχει εξαγγελθεί η κατάργηση της ντροπιαστικής διάταξης του υπο-κατώτατου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών. Τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή. Έχουμε δρόμο μέχρι να γίνουμε μια κανονική χώρα. Το τεράστιο χρέος που μας κληροδότησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, θα παραμένει για χρόνια μια ανοιχτή πληγή για τη χώρα, παρά τις ρυθμίσεις που πετύχαμε. Όμως η καλύτερη θωράκιση της χώρας μας για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, τόσο προς τους πολίτες όσο και προς τους δανειστές είναι η ανάπτυξη και όχι τα δανεικά. Και ανάπτυξη δεν νοείται εάν αυτή δεν είναι δίκαιη. Οι ίδιοι εργαζόμενοι και το ταξικό κίνημα, οφείλουν με θεσμικά μέσα, αλλά κυρίως με τους αγώνες τους, να υποστηρίξουν και να διευρύνουν τις κατακτήσεις τους. Χωρίς να ξεχνούν τις πολιτικές των παλαιών κομμάτων, που χρεοκόπησαν τη χώρα και συνέθλιψαν τις ζωές τους.
Η ΝΔ και οι ταξικοί της φίλοι, (ΣΕΒ, εφοπλιστές, ιδιοκτήτες συστημικών ΜΜΕ), αντιδρούν σε όλα τα παραπάνω, ανοιχτά ή κεκαλυμμένα. Αυτή η κυβέρνηση όμως θα συνεχίσει σταθερά να υποστηρίζει τον κόσμο της εργασίας και τις κατακτήσεις του.
Η Παναγιώτα Κοζομπόλη είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ