Η χθεσινή μέρα στη Βουλή κατέστησε σαφές, εκτός των άλλων, ότι μια από τις εναλλακτικές δυνατότητες για τη διακυβέρνηση της χώρας έχει οριστικά «καεί»: Αριθμητικά η δυνατότητα συνεργασίας της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή και τους ΑΝΕΛ (συνασπισμός Μπαλτάκου), ήταν μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα μία από τις δυνατότητες του μεγαλύτερου κόμματος που κυβερνάει σήμερα. Κι ας σκίζουν τα ιματιά τους ότι δεν το συζήτησαν, δεν το σκέφτηκαν ή δεν το εξέτασαν. Δεν τους πιστεύουν πολλοί.
Οι άλλες (αριθμητικές) εκδοχές είναι η συμμαχία της Ν.Δ. με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση μεγάλου συναπισμού, ή μια κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή η επανάληψη της σημερινής κυβέρνησης Ν.Δ.-Κεντροαριστεράς. Στην Ευρώπη καμία κυβέρνηση κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς δεν έχει κυβερνήσει πάνω από μία τετραετία καθώς οι ζημιές ενός από τους δύο εταίρους, της αριστεράς, είναι πάντα πολύ μεγαλύτερες από τα κέρδη και η εσωτερική δυναμική των κομμάτων σπρώχνει σε άλλες συμμαχίες. Αν αυτό ισχύει σε περιόδους σχετικά ομαλές, ισχύει πολύ περισσότερο στις κρίσεις.
Τι μένει; Η «κόκκινη αριθμητική». Όλοι οι κυβερνητικοί σχηματισμοί προϋποθέτουν τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον είναι βεβαίως πρώτο κόμμα. Ουδείς όμως σχηματισμός απ’ όσους εμφανίζονται στην εκλογική αριθμητική έχει εκδηλώσει προθυμία να συμπράξει στην κόκκινη αριθμητική.
Χθες, ο Σπύρος Λυκούδης κάλεσε την κεντροαριστερά να συζητήσει τους όρους της συνεργασίας της, προφανώς για να κυβερνήσει. Με ποιον; Καμία συζήτηση δεν έχει νόημα εάν δεν μπει και στις πιθανές απαντήσεις αυτού του ερωτήματος. Όχι όμως με όρους σχηματισμών και ανάγκης να επιβιώσει εκείνο ή το άλλο κόμμα. Αλλά με απαντήσεις για το προς τα πού και με ποιον οι δυνάμεις αυτές θέλουν να κατευθύνουν τη χώρα. Μονοσήμαντες απαντήσεις δεν φθάνουν ακόμα και αν αυτές ακούγονται «μεταρρυθμιστικές» ή «υπεύθυνες». Π.χ. το «μέσα ή έξω από το ευρώ», είναι ένα πολύ απλό δίλημμα, τόσο απλό που δεν απαντάει στο ερώτημα πόσο ακριβό νόμισμα θα μπορούσε να αντέξει μια οικονομία όπως η ελληνική;
Έχει η κεντροαριστερά μια δική της πολιτική για την ανάπτυξη, για την υγεία, για τις συντάξεις, για τη ναυτιλία, για την εκπαίδευση, για τη φορολογία, για την απασχόληση και τις αμοιβές και γνωρίζει από πού και πώς θα χρηματοδοτηθούν, ή απλά είναι ένα παρακολούθημα των πολιτικών των άλλων; Από τέτοιες απαντήσεις θα κριθεί τελικά η θέση της στην αριθμητική της εξουσίας, εφόσον πείσει τους πολίτες ότι έχει λόγο ύπαρξης. Διότι στις τελευταίες εκλογές δυσκολεύτηκε να το κάνει.
Πολλοί νομίζουν ότι οι αγορές που θα εκτοξεύσουν τη χώρα στην ανάπτυξη θα καταστήσουν περιττά τέτοια ερωτήματα, καθώς η άνοδος της οικονομίας θα οδηγήσει τους ψηφοφόρους στον επαναπατρισμό στα κόμματα του παλιού δικομματισμού. «Στην Ελλάδα που γνωρίζουμε», όπως είχε πει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Όπως δημιούργησε την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος η κρίση, έτσι η ανάκαμψη θα το αναστήσει. Χρειάζονται μεταφυσικές ικανότητες για να πιστέψει κανείς αυτή την εκδοχή. Και αυτές επιδεικνύουν, από την εκτίμηση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, τα δύο κόμματα που κυβερνούν τη χώρα. «Η χώρα κυβερνιέται» επιμένουν «ως έχει». Χρειάζονται μικρές διακοσμητικές κινήσεις, ένας-δύο βουλευτές από εδώ, ανακύκλωση των γνωστών προσώπων από εκεί στην κυβέρνηση, και χρήματα για ένταση της «κοινωνικής πολιτικής» (μοίρασμα μετρητών,προσλήψεις). Κι όμως, η χώρα δεν αντέχει στη συνέχιση των «ίδιων πρακτικών με λιγότερα χρήματα» (Σ. Τσακυράκης). Για αυτή έχουν κάτι να πουν όσοι ονειρεύονται τη νεκρανάσταση του χώρου ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ;
protagon.gr