Κ. Χρυσόγονος: Δεκατέσσερις θέσεις κριτικής στο κείμενο θέσεων της κεντρικής επιτροπής για το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ

“Η πίστωση χρόνου που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι απεριόριστη.”

xrusogonos5“H πορεία και τη λειτουργία τόσο του κόμματος όσο και της κυβέρνησης παρατηρούνται σοβαρές στρεβλώσεις. Αν αυτές δεν διορθωθούν είναι ορατός ο κίνδυνος παλινόρθωσης του παραδοσιακού φαύλου πελατειακού-οικογενειοκρατικού συστήματος εξουσίας και βύθισης της χώρας και της κοινωνίας σε μια ακόμη βιαιότερη πτωχοποίηση, ενώ σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα διαφαίνεται υπαρξιακό ζήτημα συνολικά για τον ελληνισμό. Η πίστωση χρόνου που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι απεριόριστη.” Επισημαίνει ο ευρωβουλευτής και Συνταγματολόγος του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Χρυσόγονος σε ανάρτησή του στην προσωπική του ιστοσελίδα θέτοντας δεκατέσσερις θέσεις κριτικής στο κείμενο θέσεων της κεντρικής επιτροπής για το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.

 Αναλυτικά το κείμενο της ανάρτησης: 
Το κείμενο θέσεων που εγκρίθηκε από την κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ για να αποτελέσει τη βάση του εσωκομματικού διαλόγου για το 2ο συνέδριο του κόμματος έχει θετικά στοιχεία, ως προς τη διατύπωση του στόχου για ένα κόμμα ενεργών πολιτών που θα εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες της κοινωνίας και ως προς την αναζήτηση του δρόμου για τον απεγκλωβισμό από τις αιτίες που μας οδήγησαν στο μνημόνιο. Ωστόσο μπορούν να εντοπισθούν σημαντικές αστοχίες και ελλείψεις, στις οποίες αναφέρεται το παρόν κείμενο που απευθύνεται προς την Επιτροπή Θέσεων, σύμφωνα με το κεφάλαιο Β του κανονισμού προσυνεδριακών διαδικασιών.

1.Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της παραβατικότητας

Η αναφορά του κειμένου θέσεων σε «νεανική εξέγερση τον Δεκέμβρη του 2008» δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά γεγονότα. Για «εξέγερση» μπορεί να γίνεται κατά κυριολεξία λόγος όταν υπάρχει μια μαζική κινητοποίηση με συγκεκριμένα αιτήματα. Τον Δεκέμβριο του 2008 η δολοφονία Γρηγορόπουλου πυροδότησε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για αυτό το κρούσμα αυθαίρετης αστυνομικής βίας, οι οποίες όμως έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από «αντιεξουσιαστές» για να εξαπολύσουν με τη σειρά τους ένα κύμα βίας και καταστροφών περιουσιών αθώων πολιτών. Συνεπώς ούτε πραγματικά αιτήματα υπήρχαν, ούτε κατά κυριολεξία εξέγερση και μάλιστα συνολικά της νεολαίας. Το συμπέρασμα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε από όλα αυτά είναι ότι η αστυνομία χρειάζεται περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερο επαγγελματισμό και περισσότερο σεβασμό στους κανόνες σχετικά με τη χρήση των όπλων από τη δημόσια δύναμη (και πάντως ο δράστης καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία, σε αντίθεση προς όσα βλέπουμε να συμβαίνουν π.χ. στις Η.Π.Α.), αλλά και ότι οι δημόσιες συναθροίσεις οφείλουν να διεξάγονται αποκλειστικά μέσα στα συνταγματικά πλαίσια, δηλ. χωρίς όπλα (βόμβες «μολότοφ» κτλ.) και χωρίς βία κατά προσώπων και/ή περιουσιών. Το ζητούμενο είναι να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της παραβατικότητας τόσο από την πλευρά του κράτους και των οργάνων του όσο και από την πλευρά των πολιτών και όχι να μυθοποιούμε την τελευταία εφευρίσκοντας ανύπαρκτα «επαναστατικά» χαρακτηριστικά.

2. Το ποιος είναι προοδευτικός κρίνεται από το αποτέλεσμα

Αβάσιμη είναι και η αναφορά του κειμένου θέσεων ότι «οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 θα μείνουν στην ιστορία καθώς αποτελούν την πρώτη νίκη της ριζοσπαστικής Αριστεράς τον 21ο αιώνα». Έχει διαφύγει της προσοχής των συντακτών του κειμένου ότι μερικά χρόνια νωρίτερα, το 2008, το κυπριακό ΑΚΕΛ, μαζί με το οποίο συμμετέχουμε στην ομάδα της Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο Ευρωκοινοβούλιο, κατόρθωσε να εκλέξει τον ηγέτη του Δημήτρη Χριστόφια στη θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και έτσι να αποκτήσει τον έλεγχο της κυβέρνησης (αφού εκεί ισχύει προεδρικό σύστημα). Η επιτυχία εκείνη ήταν όμως παροδική, αφού το 2013 εκλέχθηκε πρόεδρος ο υποψήφιος του ΔΗΣΥ Ν. Αναστασιάδης.
Σε κάθε περίπτωση εξάλλου δεν αρκεί ένας πολιτικός οργανισμός να αυτοχαρακτηρίζεται ως αριστερός ή προοδευτικός, ώστε να φέρει ένα πραγματικά προοδευτικό πολιτικό αποτέλεσμα η άσκηση εξουσίας από αυτόν. Το προοδευτικό αποτέλεσμα, δηλαδή το θετικό ιστορικό και κοινωνικό πρόσημο μιας συγκεκριμένης περιόδου διακυβέρνησης, κρίνεται στην πράξη και ανάλογα με το αν τελικά βελτιώθηκαν ή αντίθετα χειροτέρευσαν οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων (ιδίως των πολλών που υφίστανται με επώδυνο τρόπο τις συνέπειες των πολλαπλών δυσλειτουργιών του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού του 21ου αιώνα), αν έγιναν ουσιαστικά βήματα εκδημοκρατισμού του κράτους και της κοινωνίας και αν προστατεύθηκε ή αντίθετα επιδεινώθηκε η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος.

3. Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αυτοκριτική

Κεντρική θέση του απολογιστικού μέρους του κειμένου είναι ότι «από την αρχή της θητείας της η κυβέρνηση… επιδίωξε έναν λυσιτελή και έντιμο συμβιβασμό» με τους δανειστές, με την (αυτο)κριτική προσθήκη ότι «η βασική στρατηγική να επιτευχθεί μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία δεν μας επέτρεψε να δούμε καθαρά… ότι για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, αποτελούσαμε συστημικό κίνδυνο». Η θέση αυτή είναι όμως υπεραπλουστευτική, αφού είναι φανερό πως ο έντιμος συμβιβασμός αποτελούσε κεντρική προεκλογική υπόσχεση και στρατηγική επιλογή μόνο για την ηγεσία και όχι για το σύνολο του κόμματος και της κυβέρνησης. Αντίθετα για την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά και για μέλη της κυβέρνησης που δεν ανήκαν σ’ αυτή, η κεντρική επιλογή ήταν η ρήξη με τους δανειστές και η έξοδος, την οποία κατά ουτοπικό τρόπο οραματίζονταν ως έξοδο μόνο από την ευρωζώνη και όχι συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις καταλυτικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, όταν μάλιστα έχει ολοκληρωθεί πια ο εγκλωβισμός της χώρας μετά το στρεβλό PSI του 2012. Ακόμη και η ίδια η ηγεσία όμως, δεν διευκόλυνε την προοπτική του συμβιβασμού με τις μαξιμαλιστικές προεκλογικές εξαγγελίες της ότι «θα σκίσουμε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι», ότι «θα καταργήσουμε όλους τους μνημονιακούς νόμους με ένα άρθρο» κ.ο.κ., φθάνοντας ως τα όρια της αλαζονείας με την υπόσχεση ότι «θα χτυπάμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν». Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν αμέσως μετά τις εκλογές ο νέος Υπουργός Οικονομικών επιδόθηκε σε μια επιχείρηση φθηνού εντυπωσιασμού, εμφανιζόμενος διαρκώς στα διεθνή Μ.Μ.Ε. και στις συναντήσεις με τους ομολόγους του με ύφος Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων. Όλα αυτά στην πραγματικότητα τροφοδοτούσαν με επιχειρήματα τους πιο ακραίους από την πλευρά των δανειστών, οι οποίοι επιδίωκαν όντως την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης και την τιμώρηση του ελληνικού λαού για τη θαρραλέα επιλογή του τον Ιανουάριο του 2015. Ωστόσο οι ακραίοι (π.χ. ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας) δεν αποτελούσαν την κυρίαρχη άποψη στους κόλπους των δανειστών και θα μπορούσαν να είχαν απομονωθεί πολύ νωρίτερα από τον Αύγουστο του 2015 (όπως συνέβη τελικά), αν είχαν γίνει εγκαίρως πιο επιδέξιοι χειρισμοί σε επικοινωνιακό (και όχι μόνο) επίπεδο από τη δική μας πλευρά. Θα μπορούσαμε τότε να εκμεταλλευθούμε τις εσωτερικές αντιθέσεις των δανειστών και να διευρύνουμε τα περιθώρια υποχωρήσεων τα οποία ούτως ή άλλως υπήρχαν για αυτούς, όπως απέδειξε η μείωση των απαιτήσεων τους για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο διάστημα 2015-2018, φραστικά ήδη από την προσωρινή «συμφωνία» του Φεβρουαρίου και πρακτικά στην τελική του Ιουλίου-Αυγούστου 2015. Και τούτο διότι οι δανειστές, ανεξάρτητα αν μας θεωρούσαν «συστημικό κίνδυνο» ή όχι (άλλωστε ποτέ δεν υπήρχε ενιαία γραμμή μεταξύ τους, αφού πρόκειται για είκοσι διαφορετικά κέντρα εξουσίας, εθνικές κυβερνήσεις, ΔΝΤ, Κομισιόν και ΕΚΤ), ήταν και οι ίδιοι, ως ένα βαθμό, παγιδευμένοι από τη ρητορική τους περί «ιδιοκτησίας» των μνημονιακών προγραμμάτων από τις κυβερνήσεις των δανειζόμενων κρατών και όφειλαν να δείξουν κάποια «ευελιξία», όπως έλεγαν κατ’ επανάληψη οι εκπρόσωποι τους. Όμως άλλο πράγμα είναι η ευελιξία και άλλο η συνολική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων δανειστών-δανειζόμενου, η οποία θα προϋπέθετε είτε πολιτικές εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (αν περιμέναμε τέτοιες, τότε ίσως θα ήταν πιο συνετό να μην προκαλέσουμε πρόωρες εκλογές λίγους μήνες πριν από τις προγραμματισμένες ισπανικές, πορτογαλικές και ιρλανδικές), είτε εύρεση εναλλακτικών πηγών διακρατικού δανεισμού (π.χ. Κίνα, Ρωσία). Εφόσον πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν επρόκειτο να συμβεί, η κυβέρνηση θα έπρεπε να απαλλαγεί από τον υπουργό-βαρίδιο και να καταλήξει το συντομότερο δυνατό στον λιγότερο επαχθή εφικτό συμβιβασμό με τους δανειστές, δεδομένου ότι ο χρόνος κυλούσε σε βάρος μας (όπως άλλωστε είχα επισημάνει στην από 19-03-2015 επιστολή μου προς τον πρωθυπουργό). Εάν ο συμβιβασμός αυτός δεν βρισκόταν μέσα στα όρια του «έντιμου», τότε θα έπρεπε (όπως είχα δημόσια δηλώσει κατ’ επανάληψη) να προκηρυχθεί έγκαιρα δημοψήφισμα, θέτοντας τις πραγματικές επιλογές στο εκλογικό σώμα, δηλ. την αποδοχή του συμβιβασμού ή την άτακτη χρεωκοπία. Αντί για αυτό η κυβέρνηση παρέτεινε πέρα από κάθε λογική μια απέλπιδα διαπραγμάτευση, ενώ συνεχιζόταν η φυγή των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες και η απαξίωση των τελευταίων, που μεταφράσθηκε σε de facto «κούρεμα» της δημόσιας περιουσίας κατά περίπου 20 δις ευρώ (όση δηλ .ήταν η αξία των τραπεζικών μετοχών του κράτους το 2014, η οποία χάθηκε οριστικά). Το δημοψήφισμα διεξάχθηκε τελικά με μεγάλη καθυστέρηση τον Ιούλιο του 2015, αφού είχε μεσολαβήσει η αναγκαστική (προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος) επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Ο ελληνικός λαός απέδειξε, με το εντυπωσιακό ποσοστό 62% του Όχι, ότι ο ίδιος είναι ο καλύτερος διαπραγματευτής και τούτο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την επαύριο ο πρωθυπουργός απομάκρυνε επιτέλους τον υπουργό-βαρίδιο, επέτρεψε την επίτευξη της, οδυνηρής πάντως, συμφωνίας του Ιουλίου-Αυγούστου με τους δανειστές. Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αυτοκριτική, αν θέλουμε να αποφύγουμε παρόμοια λάθη στο μέλλον.

4. Το κόμμα πρέπει να ανήκει στους ψηφοφόρους του

Είναι υπεραισιόδοξη η εκτίμηση του κειμένου θέσεων ότι «με τη λαϊκή ετυμηγορία του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως κυρίαρχη δύναμη στα πολιτικά πράγματα της χώρας και ως νέος ηγεμονικός πόλος στο υπό διαμόρφωση εγχώριο και ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό». Σε ό,τι αφορά το τελευταίο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αντικειμενικά κανένα ελληνικό πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να ηγεμονεύσει (παν)ευρωπαϊκά, για τον απλό λόγο ότι η Ελλάδα διαθέτει μόλις το 2% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς την εγχώρια διάσταση, η ελληνική εκλογική ιστορία αποδεικνύει ότι, οποτεδήποτε διεξάχθηκαν αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε διάστημα ενός έτους, το πρώτο κόμμα όχι μόνο επανέλαβε την αρχική επιτυχία του αλλά και τη διεύρυνε, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα ανατροπής των εκλογικών συσχετισμών σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο (ο «Συναγερμός» του Παπάγου από το 36% το 1951 έφθασε το 49% το 1952, η «Ένωση Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου από το 42% του 1963 ανήλθε στο 53% του 1964, η «Νέα Δημοκρατία» του Κων. Μητσοτάκη από 44% τον Ιούνιο του 1989 στο 47% του 1990 και τέλος το ίδιο κόμμα από το 18% του Μαΐου 2012 εκτινάχθηκε στο 30% τον Ιούνιο του ίδιου έτους). Ο ίδιος απαράβατος κανόνας ίσχυσε και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, όταν από το 36% του (ενιαίου) ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο το άθροισμα των κομμάτων που προέκυψαν από τη διάσπαση (ΣΥΡΙΖΑ και «Λαϊκή Ενότητα») υψώθηκε στο 38% περίπου. Το μόνο που αποδεικνύεται από όλα αυτά είναι ότι ο ελληνικός λαός αποδεικνύεται σταθερός στις επιλογές του και δίνει μια πίστωση χρόνου με ανανεωμένη, και μάλιστα ισχυρότερη, εντολή στον πολιτικό φορέα που έχει επιλέξει, έτσι ώστε ο τελευταίος να υλοποιήσει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Συνεπώς το 35% του Σεπτεμβρίου 2015 δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη μακροπρόθεσμη εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίαρχης πολιτικής δύναμης στην Ελλάδα (όπως άλλωστε το 43% του Οκτωβρίου του 2009 δεν σήμαινε εδραίωση του ΠΑΣΟΚ).
Κρίσιμο εδώ είναι ιδίως το ζήτημα της προφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ εκλογικής και οργανωμένης κομματικής βάσης. Στα σχεδόν 2 εκατομμύρια ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχούν λιγότερα από 30 χιλιάδες κομματικά μέλη, πολλά από τα οποία συμμετέχουν ελάχιστα στα κομματικά δρώμενα. Αυτό προφανώς δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Αν δεν αυξηθεί δραστικά ο αριθμός και ο ρόλος των απλών μελών, αν δηλαδή η εναρμόνιση δεν γίνει προς τα πάνω, τότε αργά ή γρήγορα θα γίνει προς τα κάτω, με τη συρρίκνωση των ψηφοφόρων στα προ του 2012 ποσοστά. Για να επιτευχθεί η διεύρυνση της κομματικής βάσης είναι απαραίτητη μια βαθιά τομή στο καταστατικό, όπως αυτή που πρότεινα προς την Κεντρική Επιτροπή (τροποποίηση των άρθρων 4,14 και 30, ώστε στο εξής να εγγράφονται αυτομάτως ως μέλη όσοι προσέρχονται σε ανοιχτή διαδικασία για άμεση εκλογή του Προέδρου αλλά και της Κεντρικής Επιτροπής). Από εκεί και πέρα βέβαια καίριο ρόλο θα παίξει η λειτουργία του κόμματος με πιο θεσμικό και συλλογικό τρόπο, ώστε τα μέλη του να συμμετέχουν πραγματικά στη λήψη αποφάσεων. Πρέπει ακόμη να θέτουμε πάγιους και αντικειμενικούς κανόνες και να τους σεβόμαστε στην πράξη και όχι να λειτουργούμε ευκαιριακά και κατά περίπτωση. Μεγάλο έλλειμμα εμφανίστηκε από την άποψη αυτή στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων του Σεπτεμβρίου 2015, ουσιαστικά χωρίς κριτήρια (π.χ. αποκλείσθηκαν υποψήφιοι με το σκεπτικό ότι είχαν δικαστικές εκκρεμότητες, αλλά παρέμειναν άλλοι παρά το γεγονός ότι και εκείνοι είχαν παρόμοιες εκκρεμότητες, τοποθετήθηκαν σε εκλόγιμες θέσεις στις λίστες πρόσωπα που δεν είχαν υποβληθεί ποτέ στην κρίση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενες εκλογές ή έστω σε εσωκομματικές ψηφοφορίες για την ανάδειξη οργάνων κ.ά.).

5. Μακροπρόθεσμα το χειρότερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το δημογραφικό

Το κείμενο θέσεων αφιερώνει περισσότερες από είκοσι πυκνογραμμένες σελίδες σε προτάσεις για ένα «αριστερό πρόγραμμα» για το μέλλον της χώρας και σε εξαγγελίες προγραμματικών τομών που προτείνει και διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να βρει ούτε μια λέξη για το σημαντικότερο –σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- πρόβλημα της Ελλάδας, δηλαδή για το δημογραφικό. Το 2011 ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού κράτους (με την εξαίρεση του πολεμικού έτους 1941) κατά την οποία η φυσική κίνηση του πληθυσμού ήταν αρνητική, δηλ. είχαμε περισσότερους θανάτους παρά γεννήσεις. Η κατάσταση έκτοτε επιδεινώνεται κάθε χρόνο. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα νέων Ελλήνων προς χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει εμφανιστεί από το 2010 και συνεχίζεται αμείωτο, δημιουργεί τη ζοφερή προοπτική της αποψίλωσης του τόπου από τον γηγενή πληθυσμό του. Εάν οι τάσεις αυτές συνεχισθούν με αμείωτη ένταση, τότε ούτε η άτακτη χρεωκοπία θα αποφευχθεί κάποια στιγμή στο μέλλον (αφού ένας ολοένα μικρότερος πληθυσμός θα καλείται να αντιμετωπίσει ένα αυξανόμενο βάρος δημόσιων και ιδιωτικών χρεών), αλλά ούτε και η ίδια η συνέχιση της ύπαρξης του ελληνισμού στην ιστορική του κοιτίδα δεν θα μπορεί να θεωρηθεί διασφαλισμένη.
Χρειάζεται συνεπώς ριζική αλλαγή στις ακολουθούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικογένειας ως κοινότητας γονέων και τέκνων και της αποκατάστασης στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιβάρυνση των γονέων ενός ή περισσότερων τέκνων με τον ίδιο, ή σχεδόν τον ίδιο (με αποκλίσεις τάξης μεγέθους φιλοδωρήματος), φορολογικό συντελεστή που επιβαρύνει και τους άτεκνους για το ίδιο εισόδημα είναι μεγάλη αδικία, διότι ο άτεκνος επωφελείται από το σύνολο του εισοδήματός του για τον εαυτό του, ενώ οι γονείς διαθέτουν μεγάλο μέρος του δικού τους για τα τέκνα τους. Ακόμη χειρότερη είναι η αδικία ως προς τις ασφαλιστικές εισφορές, αφού τα παιδιά στο μέλλον θα εργασθούν και θα στηρίξουν με τις ασφαλιστικές εισφορές τους τις συντάξεις των γονιών τους, ενώ ο άτεκνος φθάνοντας στην τρίτη ηλικία θα εξαρτάται αποκλειστικά από τους συσσωρευμένους (;) πόρους του ασφαλιστικού συστήματος. Οι πρόσφατες ασφαλιστικές και φορολογικές ρυθμίσεις δεν αντιμετώπισαν το καίριο τούτο ζήτημα. Το κόμμα οφείλει να παρακινήσει την κυβέρνηση να αλλάξει δραστικά την πολιτική της, με την εισαγωγή κλιμακωτών επιβαρύνσεων (μικρότερων για τους γονείς, σε αντίστροφη αναλογία προς τον αριθμό των τέκνων, και μεγαλύτερων για τους άτεκνους).

6. Η χώρα χρειάζεται παραγωγικό μοντέλο και όχι ευχολόγια

Το πιο άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι προφανώς η πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, με επίκεντρο την πρωτοφανή ανεργία και την πτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Το κείμενο θέσεων όμως δεν προσεγγίζει με εμπεριστατωμένο τρόπο τις αιτίες του προβλήματος και περιορίζεται σε ένα σύντομο ευχολόγιο για «αναστροφή της υφεσιακής πορείας με όσο το δυνατό υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας», μέσω του νέου αναπτυξιακού νόμου και του καλού σχεδιασμού του ΕΣΠΑ 2014-2020, ενώ λίγο παρακάτω γίνεται λόγος και για «δημόσια προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας». Όλα αυτά είναι ανεπαρκή, αφού τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχαν αναπτυξιακοί νόμοι, ΕΣΠΑ και δημόσια προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, αλλά τίποτε από αυτά δεν εμπόδισε τη «συντεταγμένη» χρεωκοπία. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου συνεννόησης που υπογράφηκε πέρυσι, η κυβέρνηση όφειλε να έχει παρουσιάσει ένα κείμενο «Στρατηγικής για την Ανάπτυξη» ως τον Ιούνιο του 2016, με σχεδιασμούς για τη δημιουργία ενός πιο ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας κ.ά.
Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι πάντως ότι για την σημερινή μας κατάσταση ευθύνεται κυρίως η σταδιακή και σχεδόν ανεπαίσθητη απώλεια του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Είχαμε τότε κινδυνεύσει με χρεωκοπία δύο φορές, το 1985 και το 1989-90, αλλά την αποφύγαμε μέσω της λήψης μέτρων λιτότητας καθ’ υπαγόρευση των Ευρωπαίων εταίρων και με την παροχή εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που διέσωσαν προσωρινά την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου. Ωστόσο στην πραγματικότητα η διολίσθηση ως προς τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και μάλιστα επιδεινώθηκε μετά την πρόωρη και βεβιασμένη (με μεθόδους «δημιουργικής λογιστικής») είσοδό μας στην ευρωζώνη. Παράλληλα διογκώθηκε ο δημόσιος δανεισμός, λόγω της αδυναμίας της πραγματικής οικονομίας αλλά και της αυξανόμενης κοινωνικής πίεσης για άμεση ή έμμεση επιδότηση μη παραγωγικών θέσεων εργασίας σε μη ανταγωνιστικούς τομείς της εθνικής οικονομίας. Αν θέλουμε να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο, πρέπει να βρούμε τρόπους να παράγουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι συμβαίνει σήμερα. Τούτο προϋποθέτει εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους και προγραμματισμένη προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας σε τομείς στους οποίους έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Χρειαζόμαστε ακόμα στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας και της τεχνολογικής καινοτομίας ώστε να δημιουργηθούν μαζικά νέες θέσεις εργασίας. Σήμερα στην Ελλάδα εργάζεται μόλις το 33% του συνολικού πληθυσμού (περίπου 3,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό λίγο λιγότερο από 11 εκατομμύρια), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περίπου 43% (217 εκατομμύρια ενεργοί εργαζόμενοι σε πληθυσμό 508 εκατομμυρίων). Συνεπώς για να γίνουμε στοιχειωδώς βιώσιμοι από οικονομική αλλά και κοινωνική άποψη (αφού η ανεργία επηρεάζει σαφέστατα και το δημογραφικό πρόβλημα) είναι αναγκαίες, σε ορίζοντα μιας δεκαετίας περίπου, τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας. Η ανάκαμψη της οικονομίας και η αύξηση της απασχόλησης είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει αναδιανομή πλούτου και κοινωνική δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα είμαστε καταδικασμένοι σε αναδιανομή εξαθλίωσης και μακροπρόθεσμα σε οικονομική και δημογραφική κατάρρευση.

7. Στοχευμένες παρεμβάσεις για τα δημόσια έσοδα και όχι οριζόντια μέτρα

Το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει λόγο για «αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με στόχο τη φορολογική δικαιοσύνη και την αύξηση των δημοσίων εσόδων (και) καταπολέμηση της φοροδιαφυγής». Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν γίνει βήματα στον τομέα αυτόν (π.χ. είσπραξη σημαντικού μέρους των διαφυγόντων φόρων από την περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ»), αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα, γρηγορότερα και αποφασιστικότερα. Και επειδή αυτά καθυστερούν, η κυβέρνηση δεν απέφυγε τον πειρασμό του να αυξήσει ακόμα περισσότερο, κάτω από την πίεση των δανειστών, τους ήδη υψηλούς σε σύγκριση με άλλες, ανταγωνίστριες χώρες φορολογικούς και ασφαλιστικούς συντελεστές. Συνέπεια είναι να αποδυναμώνεται η έτσι ή αλλιώς προβληματική ελληνική οικονομία και να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου η απειλή υπέρμετρων επιβαρύνσεων στα δηλούμενα εισοδήματα επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών οδηγεί σε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και πτώση (αντί για άνοδο) των εσόδων του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων.

Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική, με στοχευμένες παρεμβάσεις για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι οριζόντια μέτρα.

• Χρειαζόμαστε καταρχάς μια αναδιάρθρωση του ελεγκτικού έργου, με τον υπάρχοντα μηχανισμό της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων να ασχολείται με τις σοβαρές υποθέσεις φοροδιαφυγής, δηλαδή κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις και φορολογουμένους μεγάλου πλούτου. Οι εντολές ελέγχου πρέπει να δίνονται με βάση παραμετρικά πρότυπα προσανατολισμένα στο παραπάνω κριτήριο. Οι εισαγγελίες και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να αποκτήσουν ιδιαίτερους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι να στελεχωθούν είτε με μετατάξεις από αλλού (όχι με αποδυνάμωση της ΓΓΔΕ) είτε με διαγωνισμό, έτσι ώστε να πάψει η παράλυση της ΓΓΔΕ από τον υπέρμετρο αριθμό εντολών με κύρια στόχευση την έρευνα ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων.
• Να νομοθετηθεί ειδική ταχεία διαδικασία για τον καταλογισμό φόρων, προσαυξήσεων κ.λπ. σε όσους μετέφεραν στο παρελθόν καταθέσεις στο εξωτερικό χωρίς να δικαιολογούνται από τις φορολογικές δηλώσεις τους. Οι υποθέσεις αυτές καρκινοβατούν σήμερα, επειδή υπάγονται στις περίπλοκες συνήθεις διαδικασίες συνολικού ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης.
• Να καταγραφεί και επαληθευθεί υποχρεωτικά το χρηματικό μόνο περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, να καταλογιστούν οι προσήκοντες φόροι σε όσους δεν δικαιολογήσουν το “πόθεν έσχες” και να εισπραχθούν τα οφειλόμενα από όσους έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη στο κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία. Δεν έχει καμία λογική η σημερινή προνομιακή μεταχείριση των κατόχων θυρίδων σε σχέση με τους καταθέτες των τραπεζών.
• Να θεσπιστεί η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων από τα δεσμευμένα (για λόγους ποινικών εκκρεμοτήτων) ποσά σε τράπεζες. Το σήμερα ισχύον καθεστώς ωφελεί μόνο τις τελευταίες και βλάπτει τόσο το κράτος όσο και τους δικαιούχους των καταθέσεων.
• Να τεθεί άμεσα σε λειτουργία το σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της διακίνησης υγρών καυσίμων, η εγκατάσταση του οποίου βρίσκεται σε τελικό στάδιο. Θα καταπολεμηθεί έτσι αποφασιστικά το λαθρεμπόριο και θα αυξηθούν σημαντικά τα δημόσια έσοδα.

Η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι η αναζήτηση χρημάτων εκεί όπου υπάρχουν και όχι περαιτέρω επιβαρύνσεις στους “συνήθεις υπόπτους”. Διαφορετικά η χώρα κινδυνεύει να εκτροχιαστεί.

8. Πρέπει να λειτουργούμε με βάση κανόνες και όχι αυθαίρετα

Από άποψη πολιτικού και νομικού πολιτισμού η χώρα υποφέρει προπάντων από μια ολοένα πιο εκτεταμένη και βαθύτερη ανοχή προς την παραβατικότητα, που έχει βαθμιαία διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία και μένει καθεαυτή και ως σύνολο ασχολίαστη στο Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. Με κύρια ευθύνη του πολιτικού συστήματος, το οποίο εξέθρεψε πελατειακές σχέσεις προσωπικών προτιμησιακών καθεστώτων κάθε είδους και μορφής, και με κύρια ωφελούμενους όσους είχαν την αντικειμενική δυνατότητα για μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγή και για συμμετοχή στο οργανωμένο οικονομικό έγκλημα, η ανοχή αυτή καλλιεργήθηκε σταδιακά ως το σημείο σχεδόν όλοι να θεωρούμε ότι οι υφιστάμενοι κανόνες δικαίου είναι απλώς ενδεικτικοί. Και επειδή καμιά συλλογικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς τήρηση κανόνων (εκτός βέβαια αν μόνος κανόνας είναι η υποταγή στην αυθαιρεσία ενός δικτάτορα), οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε μια ολοένα χειρότερη δυσλειτουργία του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας. Η κάθαρση δε μπορεί παρά να ξεκινήσει από την κορυφή, από το πολιτικό σύστημα και από την οικονομική ολιγαρχία, αλλά πρέπει να επεκταθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, εωσότου εμπεδωθεί γενικά στην ελληνική κοινωνία μια νοοτροπία στον αντίποδα της σημερινής, δηλ. μια νοοτροπία σεβασμού της νομιμότητας. Αν δεν συμφωνούμε με κάποιον κανόνα, η λύση δεν είναι να τον παραβιάζουμε συστηματικά, αλλά να (επιχειρήσουμε να) τον τροποποιήσουμε ή να τον καταργήσουμε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Και βέβαια είναι λάθος, στο πλαίσιο αυτό, η εκδήλωση συμπάθειας ή συμπαράστασης σε φαινόμενα ανομίας, όπως οι «καταλήψεις» δημόσιων ή ιδιωτικών κτιρίων.

9. Απεγκλωβισμός από τα μνημόνια θα επιτευχθεί μόνο με την επάνοδο στις αγορές

Το κείμενο θέσεων της Κ.Ε. αναφέρει ότι «η προσπάθεια απεγκλωβισμού από το Μνημόνιο και την επιτροπεία απαιτεί ένα συνολικό ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο με διεθνείς συμμαχίες, κόμματα και ριζοσπαστικά κινήματα, προοδευτικές κυβερνήσεις κυρίως του Νότου, με σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές που να αποσαφηνίζουν απολύτως ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι διατεθειμένη να τις υπερβεί, ακόμα και αν χρειαστούν ρήξεις με την ευρωπαϊκή ελίτ». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναζήτηση συμμαχιών είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και απαραίτητη για να μπορέσουμε να αντισταθούμε, ως χώρα και ως κυβέρνηση, στις ακραίες απαιτήσεις μερίδας των δανειστών για κατεδάφιση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα (ή μάλλον των υπολειμμάτων αυτών των δικαιωμάτων, ύστερα από 6 ½ χρόνια μνημονίων). Είναι όμως αυταπάτη αν νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε τελικά από τα μνημόνια και την επιτροπεία με αποκλειστικά ή κυρίως πολιτική διαπραγμάτευση. Ο απεγκλωβισμός θα επιτευχθεί μόνο εφόσον κατορθώσουμε να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος στα μέσα του 2018 και να δανειζόμαστε από αυτές ως ένα «φυσιολογικό» κράτος, προκειμένου να καλύπτονται οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου χωρίς επαιτεία προς τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης για διακρατικό δανεισμό. Αν αυτό αποδειχθεί στην πράξη ανέφικτο, τότε ενδέχεται να μας περιμένουν τα χειρότερα (δηλ. η ασύντακτη χρεοκοπία και το Grexit), δεδομένου ότι το πολιτικό κλίμα σε πολλά κράτη-μέλη της ευρωζώνης επιδεινώνεται, με ισχυρή άνοδο της ευρωφοβικής ακροδεξιάς, και άρα είναι πολύ αμφίβολο αν τότε (το 2018) θα μπορούσε να υπάρξει τέταρτη φορά διακρατικός δανεισμός προς την Ελλάδα, έστω και με επαχθέστατους όρους (δηλ. τέταρτο μνημόνιο). Η επιστροφή στις κεφαλαιαγορές στα μέσα του 2018 προϋποθέτει α) να έχει περάσει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης με πειστικό τρόπο από το 2017 (δηλ. με σοβαρή αύξηση του ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς και όχι με λογιστικά τεχνάσματα δήθεν «ανάπτυξης» όταν υποτίθεται ότι η πτώση των τιμών είναι μεγαλύτερη από την πτώση του ΑΕΠ, όπως για ένα διάστημα επί κυβέρνησης Σαμαρά) και β) να υπάρξει μια γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους από τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και τον ΕΜΣ, ώστε να μειωθεί ουσιαστικά το συνολικό βάρος του. Ο κρίσιμος δείκτης για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε, στο μέτωπο αυτό, είναι η απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά, η οποία τον Δεκέμβριο του 2014 ήταν στο 8,92% και στις 31 Αυγούστου 2016 έπεσε στο 8,13%. Με άλλες λέξεις, μέσα στους 20 τελευταίους μήνες έγινε κάποια πρόοδος, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς, εντελώς ανεπαρκείς για την επίτευξη του τελικού στόχου, που πρέπει να είναι η πτώση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου περίπου στο 3% έως (το πολύ) 4% μέσα στους επόμενους 20 μήνες, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να δανεισθεί από ιδιώτες το 2018-19 με στοιχειωδώς βιώσιμα επιτόκια και να απεξαρτηθεί επιτέλους από τον διακρατικό δανεισμό και τα συμπαρομαρτούντα μνημόνια.

10. Χρειαζόμαστε περισσότερο ανεξάρτητη απονομή Δικαιοσύνης σε συντομότερους χρόνους

Μια από τις παραμέτρους του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι και η κατάσταση στη Δικαιοσύνη, για την οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στο Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. Οι ρυθμοί εκδίκασης των υποθέσεων είναι τόσο αργοί, ώστε να ισοδυναμούν πρακτικά σε πολλές περιπτώσεις με αρνησιδικία. Τούτο αποθαρρύνει κάθε σοβαρή επένδυση στη χώρα, αφού κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος τι δικαστικές εκκρεμότητες μπορούν να προκύψουν και πόσο χρόνο θα διαρκέσουν. Οι δικονομικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, όπως οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγιναν το 2015 καθ’ υπαγόρευση των δανειστών, είναι μέτρα πυροσβεστικού χαρακτήρα που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του.

Χρειάζονται δομικές παρεμβάσεις, σε τρεις άξονες:

• Αποποινικοποίηση σε ευρύτατη κλίμακα συμπεριφορών οι οποίες δεν έχουν ουσιαστική ποινική απαξία (π.χ. μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, ανέγερση αυθαιρέτων κ.α.) και τιμωρούνται με ποινές που δεν έχουν ουσιαστική αποτρεπτική ισχύ (συνήθως ολιγοήμερες ή ολιγόμηνες φυλακίσεις με αναστολή ή έστω εξαγορά). Η δημόσια διοίκηση πρέπει α πάψει να αντιμετωπίζει την ποινική δικαιοσύνη ως ένα είδος υποκατάστατου για να συγκαλυφθούν οι δικές της αδυναμίες και να την αφήσει να επιτελεί μέσα σε εύλογο χρόνο την πραγματική αποστολή της, δηλ. τον κολασμό των σοβαρών εγκλημάτων.
• Να ενισχυθούν οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής δράσης (π.χ. να περιβληθούν με δεσμευτική ισχύ τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη, να αποκτήσει αρμοδιότητα ακύρωσης παράνομων διοικητικών πράξεων το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης κ.ο.κ.), ώστε να περιορισθεί ο ρυθμός γένεσης νέων διοικητικών διαφορών που τελεί σε ευθεία αναλογία με παρανομίες των διοικητικών οργάνων και έτσι να εκλογικευθεί ο υπέρμετρος φόρτος των διοικητικών δικαστηρίων.
• Να γίνουν πιο ουσιαστικές οι εξετάσεις για την απόκτηση άδειας δικηγορίας, ώστε να περιοριστεί σταδιακά ο υπέρμετρος (ίσως ο μεγαλύτερος στον κόσμο κατ’ αναλογία πληθυσμού) αριθμός των δικηγόρων, ο οποίος λειτουργεί ως αιτιακός παράγοντας δημιουργίας αστικών διαφορών και τελικά οδηγεί στην επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης.

Παράλληλα επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα, με διάφορες αφορμές, το ζήτημα της πληρέστερης κατοχύρωσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί ως κομβικό για ένα κόμμα που επιδιώκει να αφήσει προοδευτικό αποτύπωμα στη διακυβέρνηση της χώρας. Στον τομέα αυτό η σημερινή κυβέρνηση ακολούθησε την πεπατημένη των προκατόχων της, με επιλογές προσώπων καθ’ υπέρβαση της σειράς αρχαιότητας σε θέσεις Προέδρων και Αντιπροέδρων στα ανώτερα δικαστήρια και μάλιστα καθ’ υπέρβαση, σε ό,τι αφορά τις τελευταίες, των πραγματικών αναγκών (αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε καθιερωθεί νομοθετικά ένας εξωπραγματικά υψηλός αριθμός θέσεων Αντιπροέδρων, ακριβώς για να μεγιστοποιηθεί η επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική). Πρέπει να καταργηθούν άμεσα με νόμο όλες οι θέσεις Αντιπροέδρων εκτός από μια για κάθε δικαστήριο (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), και οι υπηρετούντες να παραμείνουν σε προσωποπαγείς θέσεις έως την αποχώρησή τους λόγω ορίου ηλικίας ή προαγωγής. Επίσης χρειάζεται να θεσπιστεί η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα των δικαστηρίων και εισαγγελιών όλων των βαθμίδων και η ανάθεση του χειρισμού στα μέλη τους με πάγια καθ’ ύλη κριτήρια και κατά τα λοιπά με κλήρωση, ώστε να εξαλειφθεί κάθε διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων δικαστών. Τέλος να θεσπιστεί ένα ενδεικτικό σύστημα μοριοδότησης με αντικειμενικά κριτήρια ως προς τοποθετήσεις και τις μεταθέσεις των δικαστών, με την πρόβλεψη υποχρεωτικής ειδικής αιτιολογίας, εφόσον το αρμόδιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά.

11. Ο σεβασμός στη λαϊκή κυριαρχία κρίνεται στην πράξη

Ως προς το πολιτικό σύστημα το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει μια γενικόλογη αναφορά στην «ενίσχυση του ρόλου των αιρετών συλλογικών οργάνων της λαϊκής κυριαρχίας», χωρίς παραπέρα διευκρινίσεις. Αποτελεί ερωτηματικό το πώς συμβιβάζεται αυτό με το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καν υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και συνεπώς, ως πρόσωπα, δεν ήταν αιρετοί και δεν συμμετείχαν στο κορυφαίο συλλογικό όργανο της λαϊκής κυριαρχίας, δηλ. τη Βουλή (αρκετοί από αυτούς τοποθετήθηκαν βέβαια εκ των υστέρων στις λίστες του Σεπτεμβρίου του 2015 και μάλιστα σε προνομιακές θέσεις, με αποτέλεσμα να καταλάβουν βουλευτικές έδρες). Συνεχίσθηκε έτσι η παράδοση των «δοτών» υπουργών που είχε καθιερωθεί από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Νέα Δημοκρατία) στις κυβερνήσεις των προηγούμενων δεκαετιών.
Εξάλλου το κείμενο θέσεων δεν ασχολείται καθόλου με το ζήτημα του περιορισμού του αριθμού των βουλευτών. Με την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου και την καθιέρωση της αναλογικής κατανομής των εδρών στα κόμματα που έχουν υπερβεί το 3% εκπληρώθηκε η σχετική προγραμματική και προεκλογική δέσμευση και έγινε ένα σημαντικό βήμα εκδημοκρατισμού του πολιτικού μας συστήματος. Ωστόσο παραμένει αμετάβλητος στις 300 ο αριθμός των εδρών της Βουλής, παρότι το άρθρο 51 παρ. 1 του Συντάγματος δίνει τη δυνατότητα μείωσής του στους 200, οπότε και θα μειωνόταν αντίστοιχα και η δημόσια δαπάνη για μισθούς, έξοδα, συνεργάτες κ.λπ. Σε μια εποχή δραματικών οικονομικών δυσκολιών για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, η μείωση του αριθμού των βουλευτών θα αποτελούσε έναν ισχυρό συμβολισμό ότι το πολιτικό σύστημα συμμετέχει. Όταν π.χ. η Ολλανδία, με μεγαλύτερο πληθυσμό και πολλαπλάσια οικονομικά μεγέθη από την Ελλάδα, αρκείται σε 150 βουλευτές, η ανάγκη να συντηρούμε εμείς τους διπλάσιους είναι τουλάχιστον δυσδιάκριτη.
Η μνεία της ανάγκης ενίσχυσης του ρόλου των αιρετών συλλογικών οργάνων της λαϊκής κυριαρχίας στο Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. θα ήταν πιο πειστική αν συνδεόταν και από κάποια μορφή αυτοκριτικής για το γεγονός ότι συνεχίστηκε και μετά τον Ιανουάριο του 2015 η εξευτελιστική για το Κοινοβούλιο και αντίθετη στο Σύνταγμα πρακτική της έκδοσης μεγάλου αριθμού πράξεων νομοθετικού περιεχομένου χωρίς να συντρέχει η συνταγματική προϋπόθεση της «απρόβλεπτης» ανάγκης, καθώς και της κατάθεσης από την κυβέρνηση κρίσιμων νομοσχεδίων εκατοντάδων σελίδων και διατάξεων με τη μορφή του κατεπείγοντος, με αποτέλεσμα η ψήφισή τους από τη Βουλή να αποκτά διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, χωρίς οι ίδιοι οι βουλευτές να ξέρουν τι ψηφίζουν.
Επίσης αξιοσημείωτη είναι εδώ η διαγραφή, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, βουλευτή (του Σ. Παναγούλη τον Νοέμβριο του 2015) με απλή δήλωση του προέδρου του κόμματος, χωρίς να έχει προηγηθεί καμιάς μορφής θεσμική πειθαρχική διαδικασία σε κάποιο συλλογικό όργανο, επειδή ο συγκεκριμένος βουλευτής απουσίασε από ψηφοφορία σε «μνημονιακό» νομοσχέδιο. Σε ό, τι αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, και ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης και τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος, εντοπίζεται εδώ έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατικής και θεσμικής λειτουργίας, αντίστοιχο προς ό, τι συνέβαινε στο παρελθόν, σε πιο μαζική κλίμακα βέβαια, στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη Νέα Δημοκρατία (π.χ. τον Φεβρουάριο του 2012 οι τότε αρχηγοί τους Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαράς είχαν διαγράψει περίπου είκοσι βουλευτές καθένας, με απλή δήλωση και χωρίς καμιά πειθαρχική διαδικασία σε συλλογικό όργανο, επειδή καταψήφισαν ή απουσίασαν σε ψηφοφορία επίσης για μνημονιακό νομοσχέδιο).

12. «Καναλάρχες» χωρίς ποινικές εκκρεμότητες ή καταδίκες

Το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε. κάνει λόγο για «ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου και απαλλαγή του από τη διαπλοκή» και εξαγγέλλει ότι θα είμαστε «ασυμβίβαστοι ενάντια στη διαπλοκή και τη διαφθορά». Στο πεδίο αυτό συνιστούν καταρχήν θετικές εξελίξεις η ψήφιση του νόμου 4339/2015 για τις τηλεοπτικές άδειες και η διεξαγωγή, για πρώτη φορά από το 1989 οπότε καταλήφθηκαν «εξ εφόδου» οι τηλεοπτικές συχνότητες, ανοιχτής διαγωνιστικής διαδικασίας. Ωστόσο ζητούμενο στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να αποτελεί όχι μόνο η εισροή εσόδων στα δημόσια ταμεία από τα ποσά που θα καταβάλουν όσοι πλειοδοτήσουν για τις νέες άδειες, αλλά και η θωράκιση του δημόσιου βίου απέναντι σε ποικίλους κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν λόγω του μεγάλου επηρεασμού της κοινής γνώμης από την τηλεόραση. Συνεπώς χρειάζεται να διασφαλιστεί ότι δεν θα διεισδύσουν στο τηλεοπτικό τοπίο πρόσωπα ή επιχειρήσεις συνδεόμενα με το οργανωμένο έγκλημα, οικονομικό και όχι μόνο. Δεν είναι ούτε αριστερό ούτε προοδευτικό να εξαρτάται η καθοριστική συμμετοχή προσώπων στο τηλεοπτικό τοπίο μόνο από οικονομικά κριτήρια και να αγνοούνται οι ποινικές εκκρεμότητες ή και οι ποινικές καταδίκες. Η ισχύουσα νομοθεσία είναι ατελής και ανεπαρκής σε ό, τι αφορά τα κωλύματα συμμετοχής στη διοίκηση και ιδιοκτησία τηλεοπτικών σταθμών. Χρειάζεται συμπλήρωσή της με τη θέσπιση ενός προσωρινού περιορισμού (αναστολή των δικαιωμάτων του μετόχου ή μέλους του Δ.Σ. τηλεοπτικής επιχείρησης-φορέα άδειας μετά την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης για αδικήματα του άρθρου 6 ν. 4339/2015) και ενός οριστικού (έκπτωση μέλους Δ.Σ. και υποχρέωση μεταβίβασης μετοχών ύστερα από αμετάκλητη καταδίκη για τα ίδια αδικήματα).

13. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ανύπαρκτη

Σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική το Κείμενο Θέσεων της Κ.Ε αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, με προϋπόθεση την πλήρη συμμόρφωση της τελευταίας με το Διεθνές Δίκαιο, τον σεβασμό των αρχών της αρχής καλής γειτονίας, τη διαφύλαξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων, καθώς και την τήρηση των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων όσον αφορά τα μειονοτικά και θρησκευτικά δικαιώματα όλων των Τούρκων πολιτών. Στην πραγματικότητα όμως τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Αντίθετα στη γειτονική χώρα υπάρχει ένα ημιαυταρχικό καθεστώς που διολισθαίνει καθημερινά προς έναν ολοένα πιο απροκάλυπτο αυταρχισμό, ενώ παράλληλα απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο σε περίπτωση άσκησης από τη χώρα μας του κυριαρχικού δικαιώματός της για επέκταση των χωρικών υδάτων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συνεχίζει την κατοχή μέρους της Κύπρου, διεξάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της κουρδικής μειονότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, εισβάλει στο συριακό έδαφος για να εξοντώσει και τους Κούρδους της Συρίας κ.ο.κ. Επομένως η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ανύπαρκτη, επειδή την απορρίπτει το ίδιο το τουρκικό καθεστώς και δεν ωφελεί σε τίποτα να συντηρούμε αυταπάτες σχετικά με το ζήτημα αυτό.

14. Η πίστωση χρόνου δεν είναι απεριόριστη

Συμπερασματικά, στην πορεία και τη λειτουργία τόσο του κόμματος όσο και της κυβέρνησης παρατηρούνται σοβαρές στρεβλώσεις. Αν αυτές δεν διορθωθούν είναι ορατός ο κίνδυνος παλινόρθωσης του παραδοσιακού φαύλου πελατειακού-οικογενειοκρατικού συστήματος εξουσίας και βύθισης της χώρας και της κοινωνίας σε μια ακόμη βιαιότερη πτωχοποίηση, ενώ σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα διαφαίνεται υπαρξιακό ζήτημα συνολικά για τον ελληνισμό. Η πίστωση χρόνου που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι απεριόριστη.