Το μονοχρωματικό φως στενού φάσματος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης της λεύκης. Έχει μάλιστα αποδειχθεί ότι όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα της θεραπείας τόσο περισσότερο βελτιώνεται η εμφάνιση του δέρματος, με το πρόσωπο και τον αυχένα να παρουσιάζουν τη σημαντικότερη απόκριση.
«Η λεύκη είναι μια κοινή, χρόνια, επίκτητη διαταραχή αποχρωματισμού του δέρματος που προκαλεί απώλεια των μελανοκυττάρων στο δέρμα και στον βλεννογόνο. Επηρεάζει εξίσου και τα δύο φύλα όλων των φυλών. Το ποσοστό εμφάνισης της πάθησης στον πληθυσμό είναι 1% έως 2%, με τους μισούς να εμφανίζουν την ασθένεια πριν από τα 20 τους χρόνια», όπως μας εξηγεί η δερματολόγος Δρ. Τάνια Βλαδένη, Διευθύντρια ΕΣΥ στο Νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός. «Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές αυτοάνοσες ασθένειες, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα μελανοκύτταρα, τα οποία φαίνονται ανίκανα να αντιμετωπίσουν την ανισορροπία των αντιοξειδωτικών και των βλαβερών ελεύθερων ριζών στο σώμα, με αποτέλεσμα την κυτταρική βλάβη και το θάνατο. Παρότι δεν έχει κανένα άλλο σύμπτωμα, δεν είναι μεταδοτική ούτε απειλητική για τη ζωή, οι επιπτώσεις της στην αυτοεκτίμηση, την κοινωνική ζωή και την ποιότητα ζωής είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι με λεύκη είναι κατά τ’ άλλα υγιείς, υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της λεύκης και δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς (υπερλειτουργία ή υπολειτουργία του). Λιγότερο συχνά, συνυπάρχει με άλλες αυτοάνοσες καταστάσεις, όπως ο διαβήτης τύπου 1 ή ο λύκος».
Η φωτοθεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας με psoralen-UV-A (PUVA) και του μονοχρωματικού φωτός στενού φάσματος (NBUVB), αποτελεί την κύρια μέθοδο θεραπείας για τη γενικευμένη λεύκη, ενώ το excimer laser και διάφοροι τοπικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της εντοπισμένης ασθένειας.
Η διαχείριση της πάθησης είναι αρκετά προκλητική και η προσήλωση των ασθενών είναι καθοριστική για τα επιτυχή αποτελέσματα της φωτοθεραπείας. Αυτό έχει αποδειχθεί άλλωστε από μελέτες. Για παράδειγμα από μια ανασκόπηση που πραγματοποίησαν Νοτιοκορεάτες επιστήμονες διεξήχθη το συμπέρασμα ότι οι ασθενείς πρέπει να επιμένουν στη θεραπεία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γιατί με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η απόκριση στη θεραπεία. Συγκεκριμένα, συμπεριέλαβαν 35 μελέτες στην μετα-ανάλυσή τους, εκ των οποίων οι 29 αφορούσαν 1.201 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε φωτοθεραπεία με μονοχρωματικό φως στενού φάσματος (NBUVB) και οι 9 αφορούσαν 227 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε φωτοθεραπεία psoralen-UVA (PUVA).
Απόκριση παρατηρήθηκε στο 62,1% των συμμετεχόντων σε 3 μελέτες μετά από 3 μήνες θεραπείας, στο 74,2% των συμμετεχόντων σε 11 μελέτες μετά από 6 μήνες θεραπείας και στο 75% των συμμετεχόντων σε 8 μελέτες μετά από 12 μήνες φωτοθεραπείας NBUVB. Τα αντίστοιχα ποσοστά για όσους υποβλήθηκαν σε φωτοθεραπείες PUVA ήταν χαμηλότερα. Αναφέρθηκε ήπια απόκριση στο 51,4% των συμμετεχόντων σε 4 μελέτες στους 6 μήνες θεραπείας και στο 61,6% στους πάσχοντες που συμμετείχαν σε 3 μελέτες μετά από 12 μήνες. Μετά από τουλάχιστον 6 μήνες φωτοθεραπείας NBUVB, παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες αντιδράσεις στο πρόσωπο και το λαιμό στο 44,2% των ασθενών, στο σώμα στο 26,1% των ασθενών, στα άκρα στο 17,3% των ασθενών, σύμφωνα με περαιτέρω αναλύσεις.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η περίοδος θεραπείας είναι καλό να υπερβαίνει τους 6 μήνες. Επίσης, καταδεικνύεται ότι η συνολική απόκριση της θεραπείας στη φωτοθεραπεία NBUVB είναι καλύτερη από αυτή της θεραπείας με PUVA.
«Η φωτοθεραπεία βρίσκεται στο επίκεντρο της θεραπείας για τη λεύκη εδώ χρόνια. Η PUVA παρόλο που είναι αποτελεσματική, έχει αρκετούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των φωτοτοξικών επιδράσεων, της ναυτίας και του δυνητικού κινδύνου για καρκίνο του δέρματος. Επιπλέον, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε παιδιά ή έγκυες γυναίκες λόγω της συστηματικής χρήσης ψωραλενίου.
Η NBUVB σταδιακά πήρε τη θέση της φωτοθεραπείας PUVA, τόσο γιατί έχει επιδείξει ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, αλλά και γιατί δεν χρειάζεται φωτοευαισθητοποιητή, έχει χαμηλότερη αθροιστική δόση και λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες», σημειώνει η Δρ. Βλαδένη.
Πρόκειται για εκπομπή φωτός ιατρικής τεχνολογίας σε τέτοιο μήκος κύματος που επιτυγχάνεται η αναστολή της επίθεσης του ανοσοποιητικού συστήματος κατά των μελανοκυττάρων και παράλληλα επανέρχεται το χρώμα στα ανοιχτότερα σημεία του δέρματος που έχουν προσβληθεί από τη λεύκη. Απαιτούνται συνήθως 2-3 συνεδρίες εβδομαδιαίως, και ο χρόνος της κάθε μίας είναι εξαιρετικά σύντομος. Σημαντικό είναι επίσης ότι οι όποιες (σπάνιες) ανεπιθύμητες ενέργειες του μονοχρωματικού φωτός στενού φάσματος (NBUVB), όπως π.χ. ερύθημα και κνησμός, είναι καλά ανεκτά και εξαφανίζονται λίγες ώρες μετά τη θεραπεία στις περισσότερες περιπτώσεις.
«Η διάγνωση της λεύκης μπορεί να αλλάξει τη ζωή των πασχόντων, οι οποίοι παλεύουν για την αυτοεκτίμηση ή με την κατάθλιψη, αντιμετωπίζοντας συχνά το κοινωνικό στίγμα, λόγω ελλιπούς γνώσεως σχετικά με τη μεταδοτικότητα της πάθησης. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με λεύκη συνήθως επωφελούνται από την ψυχοκοινωνική υποστήριξη εκτός από την ιατρική περίθαλψη. Πρέπει ωστόσο και οι ίδιοι να φροντίζουν τον εαυτό τους προκειμένου να μην γίνεται εντονότερο το πρόβλημα. Δηλαδή, θα πρέπει να προστατεύουν το δέρμα τους από τον ήλιο, να χρησιμοποιούν αντηλιακά με υψηλό δείκτη προστασίας, να αποφεύγουν το solarium και τα τατουάζ», καταλήγει η Δρ. Τάνια Βλαδένη.