Γράφει η Μαρία Λευτάκη
Για μια ακόμη σχολική χρονιά , ίσως τη πιο δύσκολη των τελευταίων ετών λόγω της έξαρσης του κορονοϊού, οι μαθητές με αναπηρία, διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες , που φοιτούν στα σχολεία τυπικής ανάπτυξης, βρίσκονται στο περιθώριο του εκπαιδευτικού πλαισίου.
Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε ό,τι έχει σχέση με την ειδική αγωγή είναι ανύπαρκτη, γεγονός που δεν τους δίνει τη δυνατότητα να βοηθήσουν μαθητές με τις προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες να ενταχθούν ισότιμα στη μαθησιακή διαδικασία αλλά και στη σχολική κοινότητα ευρύτερα. Το αποτέλεσμα είναι το σχολικό περιβάλλον για αυτούς τους μαθητές να καθίσταται συχνά ακατανόητο, αφιλόξενο, αδιάφορο έως και επικίνδυνο. Νέα τμήματα ένταξης δε δημιουργούνται, παρόλο που πολλά σχολεία το δικαιούνται καθώς πληρούν όλες τις προϋποθέσεις, ενώ απ’ τα ήδη υπάρχοντα αρκετά δε θα λειτουργήσουν μιας και στις συγκεκριμένες περιοχές δεν προσλήφθηκαν αναπληρωτές. Οι μαθητές θα στοιβαχτούν σε τμήματα 25-27 ατόμων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι διαγνώσεις τους. Συγκεκριμένα σε ένα τμήμα μαθητών μπορούν να βρίσκονται παιδιά με αναπηρίες, αναπτυξιακές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες και αν το τμήμα αυτό δε ξεπερνάει τους 27 μαθητές δεν υπάρχει η δυνατότητα να διχοτομηθεί. Εκτός λοιπόν από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι μαθητές σε πολυπληθή τμήματα διδασκαλίας, φέτος θα έρθουν αντιμέτωποι και με τον κίνδυνο μόλυνσής τους από τον κορονοϊό, αφού μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας δεν θα τηρούνται ούτε καν οι αποστάσεις ασφαλείας.
Η παράλληλη στήριξη και αυτή τη χρονιά θα λειτουργήσει με τη γνωστή λανθασμένη και ταυτόχρονα παγιωμένη αντίληψη ότι αρκεί να βρίσκεται κάποιος εκπαιδευτικός δίπλα στον μαθητή ακόμη και αν αυτός δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις στην ειδική αγωγή. Αλλά ακόμη και αυτό δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί, μιας και οι προσλήψεις που πραγματοποιήθηκαν δεν επαρκούν για να καλύψουν όλους τους μαθητές που δικαιούνται αυτής της παροχής. Για ακόμη μια χρονιά απουσιάζει το συγκεκριμένο πλαίσιο πάνω στο οποίο οφείλουν να εργαστούν οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης, έτσι ο καθένας πράττει, δυστυχώς, κατά το δοκούν. Το μπάχαλο συνεχίζεται χρόνια τώρα γιατί προφανώς η στήριξη των παιδιών αυτών μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος δεν αποτελεί προτεραιότητα αλλά υποδεέστερη ανάγκη, καθώς ο εκπαιδευτικός της τάξης καλείται συχνά να καλύψει και αυτή την έλλειψη, παρά φυσικά την προαναφερθείσα στην αρχή του κειμένου παντελή έλλειψη σχετικής κατάρτισης.
Κατά συνέπεια ο τρόπος που εφαρμόζεται το πρόγραμμα της παράλληλης στήριξης στα σχολεία της χώρας κρίνεται ανεύθυνος αντιπαιδαγωγικός και κυρίως για τους μαθητές στο φάσμα του αυτισμού, επικίνδυνος.
Οι προσλήψεις και οι τοποθετήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε μια και μόνο φάση, κατά την έναρξη του διδακτικού έτους. Οι εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης αντί να τοποθετούνται στις σχολικές μονάδες για λίγες μόνο ώρες και μέρες την εβδομάδα, θα έπρεπε να βρίσκονται με το μαθητή που έχουν αναλάβει, όλες τις διδακτικές μέρες και ώρες του σχολικού προγράμματος.
Οι εκπαιδευτικοί τέλος του συγκεκριμένου προγράμματος , πάντα με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειας, θα έπρεπε να μπορούν να συνεχίζουν να στηρίζουν το μαθητή τους για περισσότερο από ένα διδακτικά έτη, αν κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο καθώς, ιδίως για τους μαθητές που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, η εκπαιδευτική και κοινωνική τους εξέλιξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη σταθερότητας , ρουτίνας, προσώπου-σημείου αναφοράς, κατάλληλα καταρτισμένου φυσικά.
Η παράλληλη στήριξη είναι ένα πρόγραμμα που οφείλουν οι ιθύνοντες να το εφαρμόζουν όχι με “μπακαλίστικη” λογική, π.χ. ένας εκπαιδευτικός ανά 3-4 μαθητές, τοποθετημένος σε 2 και 3 διαφορετικά σχολεία. Αν θέλουν πραγματικά αποτελέσματα θα πρέπει η κάλυψη των κενών να βασίζεται στις πραγματικές και διαπιστωμένες ανάγκες.
Επιπροσθέτως, δε νοείται, εν μέσω πανδημίας ,οι μαθητές αυτοί που ανήκουν σε ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, να βρίσκονται στο σχολείο αστήρικτοι. Ιδίως τη παρούσα σχολική χρονιά όπου οι δυσκολίες των παιδιών έχουν πολλαπλασιαστεί, διότι και το επίπεδο της σταθερότητάς τους έχει διαταραχθεί σε πολλούς τομείς της ζωής τους, η απουσία, έστω και μερικώς, του εκπαιδευτικού παράλληλης στήριξης ισοδυναμεί με έμμεσο, απ’ τη πλευρά της πολιτείας, αποκλεισμό των μαθητών αυτών από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Τη διαφορετικότητα των μαθητών αυτών οφείλουν όλοι όσων οι αποφάσεις επηρεάζουν τη ζωή και την εξέλιξή τους να την αντιληφθούν και να την αντιμετωπίσουν ως μέρος της κανονικότητας που μας περιβάλλει. Και αν πραγματικά ο στόχος είναι η ένταξη και η συμπερίληψη τους εντός του σχολικού και του κοινωνικού πλαισίου, οφείλουν να τους συμπεριφέρονται με σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Η Μαρία Λευτάκη είναι Κοινωνικός. Λειτουργός, Αντιπρόεδρος Συλλόγου Γονέων Κηδεμόνων και Φίλων παιδιών με Αυτισμό και Ειδικές Ανάγκες “Η Αγία Σκέπη”