«Σε μια χρονική συγκυρία που ο τουρισμός στη χώρα μας δείχνει να ανθίσταται σθεναρά στην γενικότερη διολίσθηση της οικονομίας, η κυβέρνηση και οι υπουργοί της αντί να λαμβάνουν μέτρα στρατηγικού σχεδιασμού και θεσμικής περιχαράκωσης του τουρισμού, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του στα πλαίσια μιας αειφόρου πολιτικής, υιοθετούν άκριτα σενάρια με αντιαναπτυξιακό προσανατολισμό και φοροεισπρακτική λογική, τα οποία σε περίπτωση εφαρμογής τους θα έχουν ως αποτέλεσμα την κατακρήμνιση και του τελευταίου δυναμικού πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας, του τουρισμού και παράλληλα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.» Επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αρκαδίας Κώστας Μαρινάκος για την εκκολαπτόμενη αύξηση του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής στα τουριστικά καταλύματα της χώρας, από το 6,5% στο 23%.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του κ. Μαρινάκου:
«”Άτακτη υποχώρηση κατά κράτος” αν όχι “φόνο εκ προμελέτης για τον τουρισμό” θα μπορούσαμε μόνο να χαρακτηρίσουμε δηλώσεις όπως αυτή του υπουργού Επικρατείας κ. Φλαμπουράρη χτες στο Mega και των γενικότερων καταστροφικών σεναρίων περί αύξησης του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής στα τουριστικά καταλύματα της χώρας, από το 6,5% στο 23%.
Σε μια χρονική συγκυρία που ο τουρισμός στη χώρα μας δείχνει να ανθίσταται σθεναρά στην γενικότερη διολίσθηση της οικονομίας, η κυβέρνηση και οι υπουργοί της αντί να λαμβάνουν μέτρα στρατηγικού σχεδιασμού και θεσμικής περιχαράκωσης του τουρισμού, με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξή του στα πλαίσια μιας αειφόρου πολιτικής, υιοθετούν άκριτα σενάρια με αντιαναπτυξιακό προσανατολισμό και φοροεισπρακτική λογική, τα οποία σε περίπτωση εφαρμογής τους θα έχουν ως αποτέλεσμα την κατακρήμνιση και του τελευταίου δυναμικού πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας, του τουρισμού και παράλληλα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Όλες οι έγκριτες μελέτες καταδεικνύουν κατά καιρούς, με τον πιο σαφή τρόπο, ότι μια πιθανή αύξηση του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής από το 6,5% στο 13% , πόσω μάλλον δε στο 23%, θα επέφερε ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία με πολύ χαμηλότερα έσοδα και καταστροφικές συνέπειες στο ΑΕΠ και στην απασχόληση, πλήττοντας κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα εκείνες που δραστηριοποιούνται σε περιοχές της χώρας με μικρή τουριστική απήχηση και με υψηλό βαθμό εξάρτησης από την εγχώριο αγορά.
Ο τουριστικός τομέας στο σύνολό του, από την πρώτη στιγμή τάχθηκε στο πλευρό της κυβέρνησης στη δύσκολη περίοδο των διαπραγματεύσεων κάνοντας άμεσα αποδεκτή μια άνοδο του συντελεστή ΦΠΑ στη διαμονή κοντά στο 10%, και την παράλληλη διατήρηση του συντελεστή εστίασης στο 13%, όρια τα οποία μπορούν να θεωρηθούν αποδεκτά για την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Κάθε άλλο δυσμενέστερο σενάριο θα έχει ως αποτέλεσμα τη στροφή της ροής εκατομμυρίων επισκεπτών, εκ μέρους των tour operator, σε προορισμούς λιγότερο ακριβούς και περισσότερο προσοδοφόρους για αυτούς και την καταδίκη της χώρας μας σε τουριστική απομόνωση.
Επιδίωξη της κυβέρνησης στην παρούσα δύσκολη συγκυρία θα έπρεπε να είναι η βελτίωση και η ανάπτυξη του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και όχι η κατάργησή του. Αυτό πάνω απ’ όλα απαιτεί αναπτυξιακές πολιτικές, έστω και με επώδυνο χαρακτήρα και όχι προσφυγή σε μια σειρά ακόμα οικονομικών μέτρων που θα βαθύνουν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα στις μικρομεσαίες ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, στην εθνική μας οικονομία και στην κοινωνική συνοχή».