Να ψηφίσουμε ή να απέχουμε;

kalpesΤου Δη­μή­τρη Τσί­του*

Με ε­πι­κεί­με­νες τις ε­κλο­γές κα­θώς και τα ό­σα συμ­βαί­νουν αυ­τό το χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα που τα­λαι­πω­ρεί­ται η χώ­ρα, υ­πάρ­χει έ­να α­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πο­σο­στό Ελ­λή­νων πο­λι­τών οι ο­ποί­οι εί­τε έ­χουν εκ­φρα­σθεί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά υ­πέρ της α­πο­χής α­πό την ψη­φο­φο­ρί­α, εί­τε αμ­φι­τα­λαν­τεύ­ον­ται για το ε­άν θα πρέ­πει να ψη­φί­σουν ή να α­πέ­χουν.

Ο­πωσ­δή­πο­τε, η α­πο­χή δεν βο­η­θά­ει σε τί­πο­τε α­πο­λύ­τως. Ί­σως, και μάλ­λον, ευ­νο­εί το «σύ­στη­μα» και ,ί­σως, για αυ­τό το λό­γο δι­α­κη­ρύσ­σον­ται ποι­νές για ό­σους δεν ψη­φί­σουν. Εί­ναι και αυ­τό έ­να τέ­χνα­σμα ώ­στε να πει­σμώ­σουν κά­ποι­οι και γι αυ­τό να μην ψη­φί­σουν. Η πο­λι­τεί­α δί­νει έ­να με­γά­λο «ερ­γα­λεί­ο» στα χέ­ρια των πο­λι­τών της αλ­λά δεν μπο­ρεί να τους ε­ξα­ναγ­κά­ζει να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν αν αυ­τοί εί­ναι «α­χρεί­οι».

Η ευ­θύ­νη των πο­λι­τών εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λη σχε­τι­κά με την α­πό­φα­ση ψή­φου ή α­πο­χής. Εί­ναι α­δι­α­νό­η­το να α­πέ­χει κά­ποι­ος α­πό τις ε­κλο­γές. Υ­πάρ­χει ό­μως έ­να σκε­πτι­κό για αυ­τούς που θε­ω­ρούν σω­στή ε­πι­λο­γή την α­πο­χή και ας προ­σπα­θή­σου­με να κα­τα­λά­βου­με πως προ­έρ­χε­ται.

Το «πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα» στην Ελ­λά­δα έ­χει πτω­χεύ­σει ε­δώ και χρό­νια –ό­χι πως πα­λαι­ό­τε­ρα ή­ταν κα­λύ­τε­ρο, αλ­λά κρα­τού­σαν τα προ­σχή­μα­τα- και δεν έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα, ως δι­ε­φθαρ­μέ­νο σύ­στη­μα, να προ­σφέ­ρει κά­ποι­α ελ­πί­δα στους πο­λί­τες της χώ­ρας. Ε­πέ­δει­ξε πρω­το­φα­νή –παγ­κο­σμί­ως- α­νι­κα­νό­τη­τα, ε­θνι­κή μει­ο­δο­σί­α και υ­πο­τέ­λεια στους ξέ­νους, ε­ξα­θλί­ω­σε και ε­ξα­χρεί­ω­σε το λα­ό, έ­κα­νε και κά­νει πε­ρί­ερ­γους νο­μι­κούς χει­ρι­σμούς, οι πρά­ξεις του δεν εί­ναι δι­α­φα­νείς, και, τε­λι­κά ξε­κί­νη­σε και συ­νε­χί­ζει να ε­φαρ­μό­ζει μια πραγ­μα­τι­κή γε­νο­κτο­νί­α.

Εί­ναι, λοι­πόν, φυ­σι­κό οι πο­λί­τες να αι­σθά­νον­ται α­πο­γο­η­τευ­μέ­νοι δι­ό­τι στα πράγ­μα­τα εί­ναι πά­λι αυ­τοί που ή­ταν και οι ί­διοι ε­πι­δι­ώ­κουν με κά­θε τρό­πο να πα­ρα­μεί­νουν ως πα­ρά­γον­τες στη δι­οί­κη­ση της χώ­ρας. Και­νούρ­γι­ες «κα­τα­στά­σεις» δεν εμ­φα­νί­ζον­ται και ό­ποι­ες προ­σπά­θει­ες γί­νον­ται εί­τε εί­ναι φαι­δρές εί­τε κα­τα­σπι­λώ­νον­ται και γε­λοι­ο­ποι­ούν­ται α­πό τα ΜΜΕ τα ο­ποί­α τρέ­φον­ται ως πα­ρά­σι­τα α­πό το ε­κά­στο­τε κα­θε­στώς και τα δι­ά­φο­ρα συμ­φέ­ρον­τα που τα υ­πο­στη­ρί­ζουν.

Ό­μως η α­πο­γο­ή­τευ­ση και η έλ­λει­ψη εμ­πι­στο­σύ­νης και ελ­πί­δας δεν εί­ναι λό­γοι που πρέ­πει να ο­δη­γούν σε α­πο­χή. Α­πο­χή ση­μαί­νει «πα­ραι­τού­μαι»! Αλ­λά α­πό τι; Μια πα­ραί­τη­ση ση­μαί­νει ό­τι «πα­ρα­δί­δο­μαι ως πρό­βα­το ε­πί σφα­γήν» και μά­λι­στα α­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα! Εί­ναι αυ­τό που θέ­λει ο κά­θε χει­μα­ζό­με­νος και τα­πει­νω­μέ­νος πο­λί­της;

Εί­ναι βέ­βαι­ο ό­τι αυ­τοί που έ­χουν εν­τα­χθεί στο «σύ­στη­μα» ού­τε καν σκέ­πτον­ται να α­πέ­χουν. Α­πε­ναν­τί­ας, θα πο­λε­μή­σουν με νύ­χια και με δόν­τια για να δι­α­τη­ρή­σουν τα «κε­κτη­μέ­να». Θα κά­νουν ό­τι μπο­ρούν για να μη βρε­θούν «ε­κτός νυμ­φώ­νος», δι­ό­τι τό­τε θα εί­ναι ευ­ά­λω­τοι για τα χί­λια μύ­ρια α­το­πή­μα­τα και κα­κουρ­γή­μα­τα που έ­χουν δι­α­πρά­ξει.

Τι μπο­ρεί να κά­νει κά­ποι­ος ε­νάν­τια «σ΄αυ­τούς»;
Να ψη­φί­σει. Να μην α­πέ­χει. Να γί­νει ε­νερ­γός και υ­πεύ­θυ­νος πο­λί­της. Το ο­φεί­λει στον ε­αυ­τό του, στα παι­διά του, και α­κό­μη, και σ’ αυ­τούς τους συ­ναν­θρώ­πους του –που κι αυ­τοί υ­πο­φέ­ρουν- τους ο­ποί­ους δεν γνω­ρί­ζει και ού­τε θα γνω­ρί­σει πο­τέ.

Η ψή­φος αν δεν δο­θεί κά­που εί­ναι ε­θνι­κό έγ­κλη­μα.

Η ψή­φος κά­που πρέ­πει να πά­ει. Ας εί­ναι ψή­φος ε­πι­λο­γής για κά­ποι­ους που τους θε­ω­ρού­με κα­λύ­τε­ρους. Ας εί­ναι ψή­φος ορ­γής, εκ­δί­κη­σης και τι­μω­ρί­ας γι αυ­τούς που μας α­δί­κη­σαν και μας πρό­δω­σαν. Ας εί­ναι μια έμ­πρα­κτη δι­α­μαρ­τυ­ρί­α.

Ό­πως κι αν έ­χουν τα πράγ­μα­τα στην ε­πο­χή μας δεν γί­νον­ται πλέ­ον καλ­πο­νο­θεί­ες. Το α­πο­τέ­λε­σμα των ε­κλο­γών θα εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κή ει­κό­να των δι­α­θέ­σε­ων του λα­ού. Αυ­τή την ει­κό­να δεν μπο­ρεί κα­νείς να την α­γνο­ή­σει – ού­τε οι «εν­τός» ού­τε και οι «ε­κτός» της χώ­ρας. Για τους «εν­τός» δεν υ­πάρ­χουν πολ­λές ελ­πί­δες αλ­λα­γής της συμ­πε­ρι­φο­ράς τους. Εί­ναι α­λα­ζό­νες, μέ­χρι το με­δού­λι «πο­λι­τι­κοί πα­λαι­άς κο­πής» και α­δί­στα­κτοι. Ό­μως το μή­νυ­μα θα εί­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό για τους ε­κτός. Οι «ε­κτός» δεν θέ­λουν να δι­α­κιν­δυ­νεύ­σουν. Και αυ­τοί εί­ναι που θα έ­χουν λό­γο –και τρό­πο- να αλ­λά­ξουν κά­πως τα πράγ­μα­τα με ό­ποι­ον «δι­α­χει­ρι­στή» κα­θί­σει στο θρό­νο της ε­ξου­σί­ας.
Το τι θα προ­κύ­ψει α­πό τις ε­κλο­γές θα εί­ναι το «εν­δει­κτι­κό» της ω­ρι­μό­τη­τας του Ελ­λη­νι­κού λα­ού. Α­πό το α­πο­τέ­λε­σμα των ε­κλο­γών θα φα­νεί αν μας α­ξί­ζει κά­τι κα­λύ­τε­ρο ή πρέ­πει να πά­θου­με και άλ­λα –χει­ρό­τε­ρα.
Ας μην μας κα­τα­τρέ­χουν τα κα­κά του πα­ρελ­θόν­τος. Ας έ­χου­με μια νο­σταλ­γί­α για το μέλ­λον.

Πρέ­πει να ψη­φί­σου­με. Ο κα­θέ­νας ό­τι κρί­νει σω­στό και δί­και­ο και ό­τι τον συμ­φέ­ρει. Οι ι­δε­ο­λο­γί­ες «πή­ραν δρό­μο» α­πό τον και­ρό που τα στο­μά­χια μέ­νουν ά­δεια και οι τσέ­πες χω­ρίς λε­φτά.

*Ο Δη­μή­τρης Τσί­τος γεν­νή­θη­κε στην Ξάν­θη. Ερ­γά­σθη­κε στο δί­κτυ­ο της Mobil Oil Corporation.
Α­σχο­λεί­ται ως σύμ­βου­λος για την α­νά­πτυ­ξη αν­θρω­πί­νου δυ­να­μι­κού σε θέ­μα­τα με­τα­τό­πι­σης ε­δραι­ω­μέ­νης νο­ο­τρο­πί­ας (paradigm shift). Έ­χει συγ­γρά­ψει βι­βλί­α για δι­α­πραγ­μα­τεύ­σεις.
Ζει στην Α­θή­να

madatoforos.com