Του Κωνσταντίνου Κλώκα*
«Στη θύμηση μου ήρθες χθές
σεπτή μορφή γλυκύτατη μα όχι ξεχασμένη.
Στο χέρι σου κρατώντας ανθισμένες πασχαλιές
φαινόσουνα χαρούμενη ευτυχισμένη.
Στεκόσουν αταλάντευτη αγέρωχη ορθή,
μιλώντας μου στεντόρεια μα τόσο τρυφερά για να με συμβουλεύσεις.
Να μου σταθείς συμπαραστάτης, οδηγός
έτοιμη μάννα μου εσύ να με ξανασμιλέψεις.
Την πρώτη καλημέρα της ζωής είπα στην αγκαλιά σου
στής πατρικής μας κάμαρας το καθρεφτάκι,θυμίσου,
τα πρώτα τότε γράμματα αρθώνοντας κοντά σου,
την ευτυχία έβλεπα να βγαίνει απ` την ψυχή σου.
Στην τρυφερή μου την καρδιά τότε έμαθες θαρρώ,
όταν η μέρα σκοτεινιάζει.
Όχι το σκοτάδι,αλλά το φώς,
να βλέπω της αυγής που πλησιάζει.
Τα λόγια σου θεμέλια, στολίδια του μυαλού μου,
ανεκτίμητα, αλάθητα,είναι η καταφυγή μου.
Της καλοσύνης πρέσβειρα σε όλη τη ζωή σου
δύναμη έπαιρνα εγώ από τη διδαχή σου.
Των πρότερων των παιδικών νοσταλγικών μου εικόνων
καρτερική, απροσπέλαστη, φάρος των αξιών μου.
Όμως και των κατοπινών,των άσπρων μου μαλλιών, και χρόνων
των υψηλών ιδανικών, ακριβό απαύγασμα εσύ των λογισμών μου.
Ποια αστραπή στον ουρανό σου έστησε καρτέρι;
Δύσκολη μου είπες η Ζωή. Στρατόνι, με αγκορτσιά αγκαθωτή,
μα όλες οι κακοτοπιές,σου χαλυβδώσαν την ψυχή.Με δίδαξες υπομονή.
Και πάντα ήσουνα εκεί αγγελική μου εσύ μορφή.
Κυκλάμινό μου άγριο και πέτρα ριζιμιά
μυρτιές, αηδόνια,πέρδικες, αστέρια του νοτιά.
Ήλιε φεγγάρι θάλασσα,τάγματα αγγελικά,
θρηνήστε σας παρακαλώ έφυγε η Κυρά.
Στις γειτονιές της νιότης μου, με σύμμαχό την όστρια, να περπατήσω θέλω,
τα χρόνια που επέρασαν μπροστά μου για να φέρω.
Να ξαναειδώ τις πασχαλιές, τά πρώτα χελιδόνια,
να ειδώ τον Επιτάφιο, της άνοιξης τα` αηδόνια.
Και στου πατρικού σπιτιού κοντά στην πικροδάφνη σά σταθώ,
χαρούμενη να με προϋπαντείς θα ’θελα να σε ξαναβρώ.
Αλήθεια γίνεται; Μυρτιές του ουρανού, εσάς ρωτώ.
Μόνο για μια φορά, αυτό θα ήθελα να ξέρω.»
*Στη Μνήμη της Μητέρας μου Σταματίας