Ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο Υπουργικό Συμβούλιο

“Κυρίες και Κύριοι Υπουργοί,

Είναι μια ιδιαίτερη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου η σημερινή.

Είναι η πρώτη μας συνεδρίαση μετά την ιστορική απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου που έκλεισε αμετάκλητα τον κύκλο των αξιολογήσεων και των Μνημονίων, αλλά ταυτόχρονα έδωσε και μια ουσιαστική και  οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Και το ότι είναι οριστική η απόφαση αυτή, δεν αποτελεί μόνο δική μας επισήμανση. Το σύνολο των διεθνών αναλυτών, των οίκων αξιολόγησης που αναβαθμίζουν ξανά την Ελλάδα ο ένας μετά τον άλλoν, το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των κρατών μελών της Ευρωζώνης και των πολιτικών τους ηγεσιών, αναγνωρίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της απόφασης αυτής. Μιας απόφασης που η Ελλάδα δικαιούνταν. Μιας απόφασης που αποτελεί   – θα έλεγα-  την ελάχιστη αναγνώριση στις θυσίες του ελληνικού λαού.Θυσίες, που δεν ήταν πάντα δίκαιες, πρέπει να ομολογήσουμε .Διότι υπήρχαν πολλές φορές  και λάθη και  υπερβολές και  αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων, για τις οποίες ευθύνη έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος, αλλά όχι μόνο αυτές. Ευθύνη έχουν και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους. Τώρα όμως – και αυτό τον χαρακτήρα έχει και η σημερινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου- είναι, νομίζω,  η στιγμή όχι να  κοιτάμε πίσω, όχι να κοιτάμε το παρελθόν, αλλά να κοιτάξουμε μπροστά, να κοιτάξουμε στο μέλλον ,στην επόμενη μέρα.

Η επόμενη μέρα μπορεί να είναι μια ελπιδοφόρα μέρα, διότι εξασφαλίσαμε συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, που η εφαρμογή τους δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να ανακτήσει μια σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος. Με την επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και την περίοδο χάριτος, αποπληρωμής κεφαλαίου και τόκων για τα δάνεια του EFSF, του Ταμείου  Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και μιλάμε για  ύψος δανείων  100 δισεκατομμυρίων Ευρώ.  Έτσι γίνεται το αποφασιστικό βήμα ώστε μεσοπρόθεσμα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ, κάτι που προέβλεπε η απόφαση του Ιουνίου του περασμένου έτους του Eurogroup, που έβαλε το πλαίσιο για τις αποφάσεις που πάρθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.

Η συνολική σε χρήμα αποτίμηση αυτού του μέτρου είναι αδύνατη αυτή τη στιγμή. Αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι τα πολύ πιο περιορισμένα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που ήδη εφαρμόζονται, αποτιμώνται αυτή τη στιγμή από τον ESM σε 60 δις ευρώ, μπορεί κανείς να συλλάβει την τάξη μεγέθους της αναδιάρθρωσης που έχουμε μπροστά μας.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Έχουμε επίσης εξασφαλίσει την επιστροφή των κερδών των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν αγοράσει, ύψους 4,8 δις ευρώ. Επιστροφές που θα γίνονται σε ετήσιες δόσεις, εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που έχουν συμφωνηθεί.  Αλλά κυρίως έχουμε εξασφαλίσει και ένα πολύ σημαντικό στήριγμα, ένα αποκούμπι, για πιθανές αναταράξεις που μπορεί να υπάρχουν στον χώρο των αγορών, όχι με δική μας ευθύνη, από εξωγενείς παράγοντες. Και αναφέρομαι στο λεγόμενο    χρηματοδοτικό μαξιλάρι ύψους περίπου 25 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Πρόκειται εδώ για ένα  κρίσιμο μέτρο, μια δικλείδα ασφαλείας που καλύπτει χρηματοδοτικά τις ανάγκες της χώρας για τουλάχιστον δύο έτη μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης. Έτσι οι έξοδοι στις αγορές θα γίνονται χωρίς χρηματοδοτική πίεση και θα αποσκοπούν στη βέλτιστη διαχείριση του χρέους μας. Και είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της ένα τέτοιο τεράστιο αποθεματικό.  Αλήθεια, πόση διαφορά υπάρχει  εδώ με τα άδεια ταμεία και τα μηδενικά αποθέματα που άφησε πίσω της τον Γενάρη του ΄15 η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου;

Ποια άβυσσος είναι αυτή που χωρίζει τη διαχειριστική ανεπάρκεια των προηγούμενων κυβερνήσεων με μια  συνετή και υπεύθυνη διαχείριση του δημόσιου χρέους που πετύχαμε τα τρία αυτά χρόνια εμείς; Όμως πολύς λόγος έχει γίνει και για το καθεστώς της μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Και τι δεν έχουμε ακούσει τις τελευταίες μέρες μέσα στην προσπάθεια κάποιων να σχετικοποιήσουν  μια προφανή  διαπραγματευτική επιτυχία. Έχουμε ακούσει για τέταρτο μνημόνιο, έχουμε ακούσει για νέες  αβάσταχτες δεσμεύσεις, για θηλιές και άλλα τέτοια καταστροφικά.

Η αλήθεια είναι όμως ότι τίποτα από αυτά  δεν ισχύει. Και όποιος θέλει να δει την αλήθεια είναι  εκεί για  να την αναγνώσει και να τη δει. Η μεταμνημονιακή παρακολούθηση της Ελλάδας θα γίνεται στο γνωστό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί για όλα τα κράτη μέλη της ΕΖ που βρέθηκαν σε προγράμματα στήριξης και εξήλθαν αυτών.

Η μόνη διαφορά είναι ότι οι εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών θα είναι κατά δύο περισσότερες ετησίως. Και βεβαίως πρωταρχικός ρόλος θα είναι αυτός της  Κομισιόν. Και βάση της παρακολούθησης δεν είναι κάποια νέα ή επιπλέον προαπαιτούμενα αλλά είναι  τα κριτήρια που τέθηκαν στην απόφαση του Eurogroup στις 21 του Ιούνη. Δηλαδή η εμβάθυνση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων, όπως για παράδειγμα η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, η ανεξαρτησία Αρχών, όπως η Αρχή δημοσίων εσόδων και η στατιστική αρχή και φυσικά η  επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί.

Πράγματα δηλαδή γνωστά και δεδομένα, που καμία σχέση δεν έχουν με νέες δεσμεύσεις ή με όσα πιθανώς θα αναγκαζόμασταν να δεσμευθούμε στη πορεία αν επιλέγαμε όσα μας προέτρεπαν αυτοί που είχαν δεσμεύσει τη χώρα σε πλεονάσματα του 4,5 και 5%. Αυτοί που απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια, μη ολοκληρώνοντας επιτυχώς ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο πρόγραμμα. Και τώρα για να εξυπηρετήσουν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες επιθυμούσαν να παραμείνει η χώρα στην ομηρεία της μνημονιακής εποπτείας. Δυστυχώς για αυτούς, ευτυχώς για τη χώρα, όμως,  τους διαψεύσαμε. Έχουμε καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς νέα προαπαιτούμενα. Χωρίς νέα προαπαιτούμενα  και νέες αιρεσιμότητες  έναντι μέτρων για το χρέος. Τα μέτρα για το χρέος έχουν παρθεί όλα με την απόφαση που είχαμε προχθές , χωρίς ασφυκτική επιτροπεία έναντι χρηματοδότησης.

Η Ελλάδα, λοιπόν, από τον Σεπτέμβρη και μετά που θα τελειώσουν, από τις 21 Αυγούστου που τελειώνει  και τυπικά  το 3ο  Πρόγραμμα Στήριξης, είναι μια χώρα που θα μπορεί να στέκεται στα πόδια της ξανά. Θα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της με τις δικές της δυνάμεις. Και το σημαντικότερο είναι ότι  οι κυβερνήσεις που θα εκλέγει ο ελληνικός λαός θα αποφασίζουν αυτές τα μέσα της πολιτικής προκειμένου να καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Αυτή είναι η αλήθεια όσο και αν κάποιους  αυτό τους ενοχλεί. Όσο και αν κάποιοι αδυνατούν να το πιστέψουν.

Εμείς όμως οφείλουμε, κυρίες και κύριοι υπουργοί, να μη μείνουμε μονάχα στη διατύπωση – και με όρους , αν θέλετε, οικονομικούς- της έννοιας της καθαρής εξόδου. Αλλά οφείλουμε να προσδιορίσουμε τι σημαίνει καθαρή έξοδος στη καθημερινότητα των πολιτών, ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τη χώρα και τους πολίτες.

Αυτό καλούμαστε τώρα να σχεδιάσουμε, αυτό καλούμαστε να  συγκεκριμενοποιήσουμε και να υλοποιήσουμε. Και αυτό το θέμα έχει η σημερινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Αυτός είναι ο πολιτικός στόχος στη νέα περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας, για τη χώρα, για τους πολίτες και για τα κοινωνικά στρώματα που δέχτηκαν τις αβάσταχτες, πολλές φορές, πιέσεις των μνημονιακών προγραμμάτων. Και είναι προφανές ότι αυτός ο νέος πολιτικός δρόμος που καλούμαστε να ανοίξουμε, αυτή η νέα μέρα που οφείλουμε να σχεδιάσουμε, δεν μπορεί να είναι μια επιστροφή στο παρελθόν. Στις επιλογές δηλαδή και τις πρακτικές του παλιού πολιτικού συστήματος, στις μέρες της γενικευμένης διαφθοράς και φοροδιαφυγής, στις μέρες της επέκτασης με ασύδοτο δανεισμό, στις μέρες μιας επίπλαστης αντικοινωνικής αφθονίας των λίγων. Χρειάζεται σήμερα αντιθέτως μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, μια – θα την ονόμαζα- λελογισμένη επέκταση στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Μια επέκταση με δύο στόχους: Από τη μια τη στήριξη των πλέον αδύναμων και από την άλλη την τόνωση της αναπτυξιακής προοπτικής της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε κάποιες βασικές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες είναι γνωστές και διατυπωμένες. Ας τις επαναλάβω: Έχουμε μπροστά μας την προοπτική της  επαναρρύθμισης της αγοράς εργασίας με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Έχουμε μπροστά μας την προοπτική της αύξησης του κατώτατου μισθού.

Έχουμε μπροστά μας τις στοχευμένες μόνιμες φοροελαφρύνσεις από τον δημοσιονομικό χώρο, ππου με βάση το ψηφισμένο μεσοπρόθεσμο, προβλέπει για το 2019 έναν δημοσιονομικό χώρο  700-750 εκ. ευρώ, που για πρώτη φορά, αυτά θα αποτυπωθούν πιο συγκεκριμένα στον προϋπολογισμό του 2019. Έχουμε μπροστά μας την προοπτική για την περαιτέρω στήριξη του κοινωνικού κράτους και ειδικά της υγείας αλλά και της πρόνοιας. Έχουμε βεβαίως την προοπτική επανάληψης και φέτος, όπως δείχνουν τα στοιχεία της απόδοσης της οικονομίας,  μερίσματος κοινωνικής αλληλεγγύης στοχευμένα σε κοινωνικές κατηγορίες που το έχουν ανάγκη.

Έχουμε μπροστά μας την προοπτική της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα με συγκεκριμένα θεσμικά μέτρα. Την προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός φιλικότερου κλίματος για τους επενδυτές και για την προσέλκυση άμεσων επενδύσεων. Βεβαίως έχουμε και τη στήριξη των νησιών μας, με τη διατήρηση του χαμηλού ΦΠΑ στα νησιά της προσφυγικής κρίσης, με ταυτόχρονο διπλασιασμό των  κονδυλίων από ευρωπαϊκούς πόρους για έργα ανάπτυξης στα νησιά του Αιγαίου, τα επόμενα χρόνια.

Αλλά έχουμε και την εφαρμογή του νόμου, που πριν από λίγες μέρες ψηφίσαμε και αφορά το μεταφορικό ισοδύναμο, μια θεσμική τομή, προκειμένου οι πολίτες που κατοικούν στα νησιά μας να μην αισθάνονται, να μην είναι πολίτες β ΄κατηγορίας, να αμβλύνουμε εν πάση περιπτώσει σε κάποιο βαθμό – σημαντικό θα έλεγα- τις ανισότητες ανάμεσα στους νησιώτες και τους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας.

Όμως όλα αυτά και άλλα πολλά που έχουμε μπροστά μας, και θα πρέπει να τα εξειδικεύσουμε με ορόσημο τη ΔΕΘ, χρήζουν μελέτης. Χρειάζεται  να εξειδικευτούν περαιτέρω,  να πάρουν την μορφή πολιτικών δράσεων με αρχή μέση και τέλος. Επαναλαμβάνω, και να αντιληφθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται οι πολίτες στην καθημερινότητά τους την έννοια της καθαρής εξόδου για να πάρει σάρκα και οστα η επόμενη των μνημονίων μέρα στον τόπο μας.

Και για πρώτη φορά , θα έλεγα, ότι έχουμε σήμερα τη δυνατότητα με ένα διευρυμένο πεδίο ελευθερίας να ξεδιπλώσουμε τη δική μας πολιτική με άξονα  αυτό που ονομάσαμε  δίκαιη ανάπτυξη.

Και θέλω να επαναλάβω εδώ:

Ότι όσο θα απομακρυνόμαστε από τη μνημονιακή περίοδο και όσο η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης θα γίνεται πολιτική πράξη και δράση τόσο οι διαχωριστικές πολιτικές γραμμές θα γίνονται πιο ορατές και πιο σαφείς.

Τόσο τα πολιτικά διλήμματα που έχουμε μπροστά μας  θα γίνονται πιο σαφή, αλλά και αμείλικτα θα έλεγα.

Διότι δεν μπορεί κανείς να μην πάρει θέση στο ερώτημα, στο δίλημμα: Αν είναι υπέρ της ανάκτησης των ρυθμίσεων υπέρ των εργαζομένων και της αύξησης του κατώτατου μισθού ή συντάσσεται με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με την κατάργηση του οχταώρου, με έναν βεβαίως δημόσιο τομέα αναποτελεσματικό, ανίσχυρο ή με έναν δημόσιο τομέα ισχυρό και ανταποδοτικό. Αν τάσσεται υπέρ της διάλυσης του δημοσίου τομέα ή υπέρ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων για την ανασυγκρότησή του.

Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα της επόμενης ημέρας. Δεν μπορεί κανείς να μην πάρει θέση στο κρίσιμο, αμείλικτο ερώτημα, αν στηρίζει το κοινωνικό κράτος και το ασφαλιστικό σύστημα ή τις απολύσεις γιατρών, καθηγητών, δασκάλων, τη διάλυση του δημοσίου τομέα, τη ρήτρα 5 απολύσεις προς 1 πρόσληψη, πέντε αποχωρήσεις προς μία πρόσληψη, που έχει πει δημόσια ότι θέλει  να επαναφέρει ο κ. Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι εμείς καταφέραμε να συμφωνήσουμε για την επόμενη περίοδο το 1 προς 1. Αυτά είναι τα κρίσιμα ζητήματα της επόμενης περιόδου.

Και ξέρετε, το να τεθούν αυτά τα διλήμματα πολύ συγκεκριμένα στην ημερήσια διάταξη, μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις που έχουμε να πάρουμε, είναι αυτό που πραγματικά φοβούνται οι αντίπαλοί μας. Διότι τώρα που κατέρρευσαν ολοκληρωτικά τα κινδυνολογικά σενάρια και η μαζική τρομοκρατία που προσπαθούσαν να εξαπολύσουν τα δύο προηγούμενα χρόνια, ότι δεν κλείσουν οι αξιολογήσεις, δεν θα πάρουμε μία λύση – τομή όπως έγινε για το χρέος, ότι δεν υπάρξει μία προοπτική επιστροφής στην κανονικότητα, τώρα είναι που θα πρέπει να αντιπαρατεθούν προγραμματικά και να καταθέσει ο καθένας τις προτάσεις του για την επόμενη ημέρα. Και τα διλήμματα αυτά θα διαγραφούν έντονα.

Και βεβαίως, θα μου επιτρέψετε να πω ότι, όταν θα διαγραφούν έντονα αυτά τα διλήμματα και οι προγραμματικές διαφορές, θα γίνουν ακόμα πιο σαφείς οι ανατριχιαστικά αντικοινωνικές προτάσεις που καταθέτει διαρκώς, βεβαίως με επικοινωνιακό ρετουσάρισμα – αλλά αυτή είναι η ουσία – ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ο κ. Μητσοτάκης.

Διότι, τι κινδυνολογία μπορεί να στήσει, όταν το ελληνικό δεκαετές ομόλογο είναι σήμερα στο 3,89% δηλαδή έχει πέσει από το φράγμα του 4%, το ψυχολογικό, θα έλεγα, φράγμα, και όταν το πενταετές έσπασε το φράγμα του 3% και κινείται σήμερα στο 2,95%; Δεν μπορεί κανείς να πείσει κινδυνολογώντας πια για την οικονομία.

Και ακριβώς, επειδή φοβούνται ότι αυτή η εξέλιξη θα έχει συνέχεια, ακριβώς επειδή βλέπουν ότι η χώρα αλλάζει σελίδα, φοβούμαι ότι  αποφάσισαν να κάνουν κάτι δραματικά επικίνδυνο: Να ασπαστούν την γραμμή μιας νέας εθνικοφροσύνης στην οποία έχει παρασύρει, πιστεύω και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, τον κ. Μητσοτάκη η ακροδεξιά ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας που τον κρατάει όμηρο.

Και με αφορμή το θέμα της ΠΓΔΜ ο κύριος Μητσοτάκης, πιστεύω, ότι έβγαλε πια οριστικά και αμετάκλητα την μάσκα του φιλελεύθερου κεντροδεξιού μεταρρυθμιστή και αποφάσισε να ακολουθήσει τον κ. Σαμαρά στο εμπόριο του δήθεν, επαναλαμβάνω, δήθεν πατριωτισμού. Με το λόγο και τις πρακτικές του πριμοδοτεί στην πραγματικότητα ένα και μόνο πράγμα και καταφέρνει ένα και μόνο πράγμα: Να νομιμοποιήσει έναν ακροδεξιό ακτιβισμό και έναν εθνικιστικό πολιτικό λόγο, που πολλές φορές φλερτάρει ανοιχτά με τον φασισμό.

Και αυτό δεν είναι επικίνδυνο μόνο για τη Νέα Δημοκρατία που πλέον χάνει κάθε διεθνή αξιοπιστία και μεταλλάσσεται πυρηνικά. Αυτό είναι επικίνδυνο για τη χώρα.

Το σημαντικό είναι, ότι με αυτή την πολιτική επιλογή εκτρέφεται ο φανατισμός, ο διχασμός, αλλά και ακραίοι φασιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί, όπως αυτός της Χρυσής Αυγής αλλά και άλλων, που, αν και περιθωριακοί, νιώθουν τώρα πιο ασφαλείς να βγουν ξανά από τις κρυψώνες τους.

Και αυτή η γραμμή που ακολουθεί, θα έλεγα, ότι είναι μία γραμμή που διαχωρίζει πλέον μία παράταξη με μεγάλη προσφορά στη δημοκρατία και στον τόπο, η συντηρητική παράταξη, με μεγάλες διαφωνίες που μπορεί να έχουμε – αλλά είναι μία γραμμή που την διαχωρίζει πλέον από την παραδοσιακή ακροδεξιά.

Και θα μου επιτρέψετε να συσχετίσω αυτές τις εξελίξεις στη χώρα μας και με τις εξελίξεις το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη. Είχαμε μία κρίσιμη σύνοδο Κορυφής την προηγούμενη Πέμπτη και Παρασκευή με αφορμή τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης. Όπου εκεί, είχαμε, από τη μια το μέτωπο της ανθρωπιστικής και δικαιοκρατικής διαχείρισης του προσφυγικού στην Ευρώπη και από την άλλη τις απόψεις εκείνες και τις ηγεσίες εκείνες που εκφράζουν έναν έντονο διχαστικό λόγο, που εκφράζουν έναν ακραία σωβινιστικό, αντιμεταναστευτικό και πολλές φορές ρατσιστικό λόγο.

Πολύ φοβούμαι, ότι σε αυτή την αντιπαράθεση, σε αυτή την σύγκρουση ιδεών, η ηγεσία σήμερα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παίρνει το μέρος των δυνάμεων της ακραίας δεξιάς στην Ευρώπη του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας του κ. Όρμπαν ή του Αυστριακού καγκελάριου του κ. Κουρτς. Του κ. Κουρτς, θυμίζω, ο οποίος όχι μόνον ανατροφοδοτεί μία αντιμεταναστευτική ρητορική, αλλά συνδυάζει αυτόν τον ακραίο διχαστικό λόγο με μία ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική πρόταση. Διότι είναι αυτός ο οποίος πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσε και το νόμο για την υποχρεωτική 12ωρη εργασία.

Αυτή είναι η αντιπαράθεση σήμερα που διεξάγεται στην Ευρώπη. Μία αντιπαράθεση η οποία διατρέχει οριζόντια, θα έλεγα, το πολιτικό σύστημα, καθώς βλέπουν ότι είναι απόλυτα διχασμένη και η μεγαλύτερη πολιτική οικογένεια, η συντηρητική οικογένεια στην Ευρώπη: Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Διότι αυτοί είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά από την άλλη μεριά άλλοι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος κρατούν μία εντελώς διαφορετική θέση και στάση.

Φοβάμαι λοιπόν ότι αυτή είναι νέα πολιτική οικογένεια της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, του κ. Μητσοτάκη, η πολιτική συμμαχία μιας ακραίας δεξιάς που θέλει να αφήσει μόνη της την Ελλάδα να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση και να επιβάλλει στην Ευρώπη μία νέα αντικοινωνική ατζέντα.

Όλες αυτές οι επιλογές, λοιπόν, εγώ πιστεύω και θέλω να το πω ευθαρσώς, είναι επιλογές που, όχι έρχονται σε αντίθεση με την κυβέρνηση – αυτό είναι προφανές – αλλά έρχονται σε αντίθεση με αυτό που εγώ θα ονόμαζα, με πλήρη αίσθηση ευθύνης αυτού που λέγω, του «εθνικού συμφέροντος».

Η Ελλάδα είναι μία χώρα που βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα δύο μεγάλες κρίσεις: μία οικονομική και μία προσφυγική. Καταφέραμε όμως να ανταπεξέλθουμε αναδεικνύοντας αρχές και αξίες. Όλη η Ευρώπη και όλος ο κόσμος μιλά για το πρόσωπο που έδειξε η Ελλάδα στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.

Καταφέραμε ταυτόχρονα να αναβαθμίσουμε τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας. Η Ελλάδα, όχι μόνο δεν έγινε μέρος της κρίσης ασφάλειας στην περιοχή, αλλά είναι πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτές οι επιλογές, οι ακραία νεοφιλελεύθερες αλλά και επιλογές που φλερτάρουν με τις ιδέες και τις αξίες μιας άκρας δεξιάς, σήμερα είναι επιλογές που βρίσκονται σε αντίθεση με το εθνικό συμφέρον.

Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, οι έλληνες πολίτες και ιστορία γνωρίζουν και δημοκρατικά αντανακλαστικά έχουν και την πραγματική ευρωπαϊκή προοπτική επιθυμούν, σε τελευταία ανάλυση. Και ευρωπαϊκή προοπτική αληθινή δεν είναι ο καθένας μόνος του. Είναι αλληλεγγύη, είναι διαμερισμός των βαρών και της ευθύνης. Και οι Έλληνες πολίτες πιστεύω, ότι βλέπουν καθαρά σήμερα ποιες δυνάμεις είναι αυτές που μπορεί να εγγυηθούν την δημοκρατική σταθερότητα, το άνοιγμα της Ελλάδας στον κόσμο, την κοινωνική προστασία και την ευημερία.

Θέλω, λοιπόν, να σας πω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι μετά από αυτή την κρίσιμη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την προηγούμενη εβδομάδα που ανέδειξε μία διχασμένη Ευρώπη και η συγκυρία το έφερε σε αυτή την κρίσιμη συνεδρίαση να είναι, που η Ελλάδα αναδεικνύεται ως η χώρα μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος. Που τελείωσε επιτυχώς ένα δύσκολο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που ανακάμπτει οικονομικά, που έχει ένα πλέον διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος από κει που ήταν μη διαχειρίσιμο όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι μετά από αυτό το κρίσιμο συμβούλιο, ότι η Ελλάδα δια της κυβέρνησής της σήμερα, της συμμαχικής κυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και των ΑΝ.ΕΛ., η Ελλάδα παίρνει για μία ακόμη φορά το σωστό μέρος της ιστορίας σε μία σύγκρουση που ξεπερνά τα σύνορά μας. Είναι μία σύγκρουση, θα έλεγα, που αφορά την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο. Και παίρνουμε το σωστό μέρος της ιστορίας. Βρισκόμαστε στην πλευρά, στο στρατόπεδο εκείνων των δυνάμεων που προασπίζονται τις ευρωπαϊκές αξίες και τα πανανθρώπινα ιδανικά. Και πιστεύω βαθιά, ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες αυτό το κατανοούν και όταν έρθει η ώρα, θα δώσουν τη δική τους απάντηση σε όσους επιχειρούν να τους κατατάξουν ή θα επιχειρήσουν να τους κατατάξουν στο λάθος στρατόπεδο της ιστορίας, στη λάθος μεριά της ιστορίας.

Και θα αποδείξουν, βεβαίως, ότι τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού που ιστορικά άνοιγε πάντα δρόμους για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη, θα είναι αυτά τα αντανακλαστικά που δεν θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να γυρίσει πίσω. Σε κάποιους, μάλλον, να γυρίσουν την Ελλάδα πίσω. Η Ελλάδα θα προχωρήσει μπροστά σε μία προοπτική οικονομικής ευημερίας, ανάκαμψης, προόδου, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό είναι το σχέδιό μας.

Μπαίνουμε σε μία ευθεία που είναι απαλλαγμένη από τα δυσβάσταχτα βάρη και τα εμπόδια του παρελθόντος.

Αυτή η ευθεία, αυτοί οι 14 μήνες που έχουμε μπροστά μας είναι όμως και οι πιο δύσκολοι, από την άποψη ότι πρέπει από δω και στο εξής να αποδείξουμε, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε με την ίδια και ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τώρα που δεν θα’ χουμε τους «βαρβάρους», για να θυμηθώ και τον Καβάφη «τι θα γένουμε τώρα χωρίς βαρβάρους;». Νομίζω, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα και θα το αποδείξουμε.

Σας ευχαριστώ.”