Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απορρίπτει ως απαράδεκτη, την ερώτηση του Νίκου Χουντή, για μίζες γερμανικών εταιριών σε έλληνες αξιωματούχους.
Ενώ σήμερα το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel επανέρχεται με νέα στοιχεία, σχετικά με μίζες εκατομμυρίων της γερμανικής εταιρίας Rheinmetall Defence Electronics (RDE), σε έλληνες αξιωματούχους, για οπλικά συστήματα, την περίοδο 2008-2011, ο γερμανός Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υποψήφιος Πρόεδρος της Κομισιόν με τους Σοσιαλδημοκράτες, κ. Σουλτς, απορρίπτει ως απαράδεκτη σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή που είχε κατατεθεί από τον Φεβρουάριο.
Στην ερώτησή του, ο Νίκος Χουντής, αφού εξέθετε την υπόθεση στην οποία εμπλέκεται και ο νυν πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, ζητούσε από την Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους η Γερμανία εξακολουθεί να είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν έχει επικυρώσει «ούτε τη σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς», καθώς και εάν «οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής παρακολουθούν την εν λόγω υπόθεση».
Έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι, αντί απάντησης εκ μέρους της Κομισιόν, απάντησαν οι υπηρεσίες του κ. Σουλτς πως η ερώτηση δεν κατατέθηκε με απόφαση του ίδιου του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διότι έκρινε ότι το θέμα «υπερβαίνει την αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής».
Σημειώνεται ότι η αιτιολογία της απόρριψης είναι έωλη, εφ’ όσον και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, την οποία η Γερμανία αρνείται να επικυρώσει. Οφείλει επίσης η Επιτροπή, να παρακολουθεί υποθέσεις ενδεχόμενων δωροδοκιών, ακόμη και αν για αυτές έχουν επιληφθεί τα εθνικά δικαστήρια.
Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση του Νίκου Χουντή και η απάντηση των υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Ερώτηση Νίκου Χουντή
«Πρόσφατα δημοσιεύματα της γερμανικής εφημερίδας Der Spiegel εμπλέκουν τον νυν Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, σε υποθέσεις δωροδοκιών στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν επικεφαλής των εταιριών Rheinmetall και STN Atlas. Παρατίθενται επίσης στοιχεία από τις ανακριτικές Αρχές της Βρέμης, σύμφωνα με τα οποία, μεταξύ των κατηγορουμένων βρίσκονται δέκα πρώην συνεργάτες της Rheinmetall και έξι συνεργάτες της STN Atlas. Οι ίδιες αρχές μάλιστα, σε απόφαση έκδοσης εντάλματος έρευνας σημειώνουν ότι «ήδη από το 1999 η STN Atlas είχε θέσει ερώτημα στην ηγεσία του ομίλου για τον χειρισμό ασυνήθιστα υψηλών προμηθειών προς τον “συνεταίρο συνεργασίας” ενός Έλληνα αντιπροσώπου». Δεδομένου ότι στην απάντησή της Ε-007718/2013, η Επιτροπή μου απάντησε ότι η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν έχει επικυρώσει, ούτε τη σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, και ότι, «Η εφαρμογή των πολιτικών για την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα κράτη μέλη παρακολουθείται στο πλαίσιο του μηχανισμού υποβολής εκθέσεων για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην ΕΕ», με «αξιολογήσεις των προσπαθειών των κρατών μελών κατά της διαφθοράς» και «έκθεση των συστημικών προβλημάτων».
Ερωτάται η Επιτροπή:
Έχει προβεί σε συστάσεις προς τη Γερμανία προκειμένου να επικυρώσει τις 2 αναφερθείσες συμβάσεις περί διαφθοράς; Ποιους λόγους επικαλείται η Γερμανία για τη μη επικύρωσή τους;
Γνωρίζει εάν διεξάγονται έρευνες σε Ελλάδα και Γερμανία για τη διαλεύκανση της συγκεκριμένης υπόθεσης που αφορά σε αθέμιτες πρακτικές σε δημόσιες συμβάσεις, δωροδοκίες, κ.λπ.; Από ποιες αρχές; Σε τι στάδιο βρίσκονται; Παρακολουθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής την εν λόγω υπόθεση; Εάν ναι, ποιες είναι αυτές; Εάν όχι, υπό ποίες προϋποθέσεις θα αναλάβουν τη διερεύνησή της;»
Απάντηση Υπηρεσιών Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:
«Αξιότιμε κ. Χουντή
Ο Πρόεδρος μου ζήτησε να σας ενημερώσω για την απόφασή του, σε εφαρμογή του Annex III των Κανόνων Διαδικασιών, σχετικά με τη δυνατότητα αποδοχής ερωτήσεων για γραπτή απάντηση (Κανόνας 117).
Καθώς η Ερώτησή σας Ε-001247/2014/αναθ.1 θεωρήθηκε ότι υπερβαίνει την αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής, ο Πρόεδρος την έκρινε απαράδεκτη.
Υπογραφή
Francessca R. Ratti»