Παπαδημούλης: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται ένα ισχυρό restart για να ξαναγίνει ελκυστική στους πολίτες της»

“Δεν υπάρχει καμία συζήτηση για νέο πρόγραμμα”

PAPADIMOULIS, Dimitrios (GUE/NGL, EL)Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Free Sunday», ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, αναφέρεται στο «παράθυρο ευκαιρίας» που παρουσιάζεται να ολοκληρωθεί η 2η αξιολόγηση στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και στην ανησυχία που προκύπτει από την προεδρία Τραμπ στις ΗΠΑ.

Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη:

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να μου πείτε, σε ποια φάση βρισκόμαστε με το ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Γιατί μοιάζει να έχει «κολλήσει»;

Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας και των Ευρωπαίων δανειστών μας να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση στο Eurogroup του Φεβρουαρίου και να συμφωνηθούν και τα ζητήματα που προκύπτουν για μετά το 2018, σε ότι αφορά τα καθαρά πρωτογενή πλεονάσματα και το χρέος. Δεν πρέπει να χαθεί αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» γιατί μετά μπαίνουμε σε μια αλυσίδα εκλογικών αναμετρήσεων, ξεκινώντας από τις ολλανδικές εκλογές στις 15 Μαρτίου, και νομίζω ότι κανέναν δεν συμφέρει να ξαναζήσουμε τις εντάσεις του καλοκαιριού του 2015.

Η Ελλάδα ανακάμπτει, η ελληνική οικονομία, μετά από τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού και μια τρομακτική ύφεση και ανεργία που βίωσε από το 2010 και μετά, σταδιακά ανακάμπτει. Η χώρα μας είναι ο ισχυρός πυλώνας σταθερότητας σε μια πολύ ταραγμένη περιοχή στο ΝΑ άκρο της Ευρώπης, σηκώνει τεράστιο βάρος με το προσφυγικό και δεν συμφέρει κανέναν, μια χώρα όπως η Ελλάδα να ξαναδεί να κυλάει η πέτρα της κρίσης στη ρίζα του βουνού θυμίζοντας το μύθο του Σίσυφου.

Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι καθυστερεί το κλείσιμο της αξιολόγησης με αποτέλεσμα να αυξάνει ο «λογαριασμός», αλλά και ότι τελικά η ολοκλήρωσή της θα φέρει νέα επώδυνα μέτρα. Το σχόλιό σας;

Η αντιπολίτευση, και κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τα δύο κόμματα που προκάλεσαν τη χρεοκοπία της χώρας, μια ύφεση 25% και τον τριπλασιασμό της ανεργίας, καλό θα ήταν να κάνουν μια σοβαρή αυτοκριτική και να αφήσουν στην άκρη τη μηδενιστική αντιπολίτευση. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οδήγησαν στη χρεοκοπία το 2010 και συνέβαλαν στην είσοδο της χώρας σε δημοσιονομική επιτροπεία και στα επώδυνα μνημόνια, πήραν την πενταετία 2010-2014 μέτρα λιτότητας 62 δισεκατομμυρίων ευρώ, περικόπτοντας συνεχώς συντάξεις και μισθούς, τριπλασιάζοντας την ανεργία και τα ποσοστά φτώχειας, μειώνοντας την εθνική παραγωγή κατά 25%, διαλύοντας και υπερχρεώνοντας τον κλάδο της υγείας, αφήνοντας κάθε τομέα της δημόσιας πολιτικής έρμαιο συμφερόντων και πελατειακών σχέσεων, αναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ιδίως από την ταλαντούχα νέα γενιά, να μεταναστεύσουν αναγκαστικά στο εξωτερικό.

Αυτός είναι λοιπόν ο «λογαριασμός» που τα δύο κόμματα άφησαν πίσω τους. Ας κρατήσουν τα περί «λογαριασμών» για δική τους εσωτερική αυτοκριτική, καθώς και τα ίδια τους τα κόμματα έχουν χρεοκοπήσει, έχοντας επιπλέον φορτώσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ θαλασσοδανείων στις πλάτες των φορολογούμενων. Όσο για το κλείσιμο της αξιολόγησης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο, είμαστε κοντά σε αυτό. Η καθυστέρηση δεν οφείλεται στην ελληνική πλευρά, αλλά στην κόντρα μεταξύ του ΔΝΤ και του κ. Σόιμπλε, με τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, για καθαρά εσωκομματικούς και εκλογικούς λόγους, να κάνει πως δεν βλέπει την πραγματικότητα και κάποιους στο ΔΝΤ να παίζουν τα δικά τους παιχνίδια καθυστερήσεων.

Τελικά, τι μέλλει γενέσθαι με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα; Υπάρχει περίπτωση, αν το Ταμείο δεν συμμετάσχει να επικρατήσει η θέση Σόιμπλε για την ανάγκη νέου προγράμματος;

Το ζητούμενο είναι η εφαρμογή, χωρίς νέες καθυστερήσεις, των συμφωνηθέντων στο 3ο πρόγραμμα. Δεν υπάρχει καμία απολύτως συζήτηση για νέο πρόγραμμα. Αυτά, όπως σημείωσα και πρωτύτερα, είναι θολές διατυπώσεις του κ. Σόιμπλε για εσωκομματικούς λόγους και για να ασκήσει πίεση στο ΔΝΤ να μείνει. Το πρόγραμμα υπάρχει, η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό, και αυτό οφείλει να κάνει και η άλλη πλευρά, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία τον Αύγουστο του 2018 και να τελειώνουμε με τα μνημόνια. Και αυτό αφορά τόσο στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και στην εκταμίευση της δόσης, όσο και στην αποσαφήνιση του δημοσιονομικού ορίζοντα (πλεονάσματα και χρέος) μετά το 2018.

Νέος πρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο -όπου εσείς επανεκλεγήκατε αντιπρόεδρος. Τι να περιμένουμε από τον κ. Ταγιάνι;

 Δεν είναι η καλύτερη δυνατή εξέλιξη. Ωστόσο υπάρχει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν πρέπει να μας διαφύγει, και αυτό αφορά στο γεγονός ότι ο άλλοτε ισχυρός μεγάλος συνασπισμός του Λαϊκού κόμματος και των Σοσιαλιστών παύει να υπάρχει. Η ευρεία στήριξη του Πιτέλα από 282 βουλευτές είναι η «μαγιά» που μπορεί να οδηγήσει σε «στροφή» των Σοσιαλιστών προς πιο προοδευτικές πολιτικές, βάζοντας στην ατζέντα επίμαχα ζητήματα που απασχολούν την πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών, όπως η ενίσχυση της απασχόλησης, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και της φτώχειας, μια κοινωνική πολιτική με επίκεντρο των άνθρωπο και όχι τα επιμέρους επιχειρηματικά συμφέροντα και τις πολιτικές ελίτ. Μια πολιτική που αντιμάχεται την καταστροφική λιτότητα, την διάλυση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων. Η Ευρωομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και εγώ προσωπικά, εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προέρχεται από το ΕΛΚ όπως και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πηγαίνουμε για «Ευρώπη της Κεντροδεξιάς»;

Αυτή η συντηρητική μονομέρεια δεν είναι θετική, γιατί ενισχύει την επίμονη εφαρμογή ενός νεοφιλελεύθερου, άκρως συντηρητικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου Το μοντέλο αυτό τροφοδοτεί την άκρα δεξιά και τα λαϊκιστικά και ξενοφοβικά κόμματα που με τον δήθεν αντισυστημικό τους λόγο «χαϊδεύουν» τα ενστικτώδη αντανακλαστικά σημαντικής μερίδας της κοινωνίας και επιδιώκουν μια μεγάλη και επικίνδυνη οπισθοδρόμηση -οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική.

Η ραγδαία άνοδος αυτών των πολιτικών σχηματισμών, και το γεγονός ότι έλκουν την επιρροή τους κυρίως από λαϊκά στρώματα είναι αποτέλεσμα απογοήτευσης και αντίδρασης απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές στην ΕΕ. Είναι όμως και αποτέλεσμα της αδύναμης κινητοποίησης των προοδευτικών δυνάμεων, της έλλειψης συνεκτικής δράσης και μιας οργανωμένης -σε ευρωπαϊκό επίπεδο- πολιτικής πρότασης που θα «απαντά» πειστικά στις προκλήσεις της εποχής. Κινήσεις και προσπάθειες γίνονται σε όλα τα επίπεδα, με την ενεργό συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, για τη συγκρότηση μια ισχυρής προοδευτικής συμμαχίας για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, με δημοκρατία. Μένει να αποδεχθεί στην πράξη κατά πόσο θα είναι αποτελεσματικές.

Ποιες είναι οι πρώτες σας εντυπώσεις από την προεδρία Τραμπ στις ΗΠΑ; Θεωρείτε ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας;

Σαφώς και υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η εκλογή, η ρητορική και οι πρώτες ενέργειες του Τραμπ, ενισχύουν την αβεβαιότητα. Ο Τραμπ είναι -και δεν το κρύβει- σύμμαχος όσων επιδιώκουν τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Η ΕΕ χρειάζεται να αναπτύξει μια κοινή και συνεκτική γραμμή, με έμφαση στην ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της κοινωνικής και περιφερειακής συνοχής – και αυτά συνιστούν μια ακόμη πρόκληση για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ειδικά για την Ελλάδα, τι περιμένετε ότι θα φέρει ο Τραμπ στην πολιτική των ΗΠΑ;

Είναι ακόμη νωρίς να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, επιδίωξη της κυβέρνησης πρέπει να είναι το εθνικό συμφέρον της χώρας και η περαιτέρω ανάδειξή της σε πυλώνα σταθερότητας, συνεργασίας και ανάπτυξης ισχυρών περιφερειακών σχέσεων σε μια ιδιαίτερη ευαίσθητη γεωγραφική ζώνη.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι θεωρεί πως η Ε.Ε. βαίνει προς διάλυση. Συμμερίζεστε αυτή την εκτίμηση;

Το σενάριο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εμφανώς αβαντάρει και ο Τραμπ, είναι σημαία της άκρας δεξιάς και οδηγεί σε μια τεράστια και πολύπλευρη οπισθοδρόμηση. Η ΕΕ βρίσκεται ενώπιον της μεγαλύτερης κρίσης ταυτότητας που γνώρισε ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει οι «27» να μείνουν ενωμένοι ενισχύοντας την κοινωνική, οικονομική και πολιτική συνοχή. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί όσο η πολιτική λιτότητας και οι α λα καρτ δεσμεύσεις και υποχρεώσεις των κρατών-μελών υπερισχύουν του κοινού, συλλογικού συμφέροντος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται άμεσες και ριζικές αλλαγές, ένα ισχυρό restart, για να ξαναγίνει ελκυστική και πειστική στους πολίτες. Αλλιώς, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μια ισχυρής, διαλυτικής κρίσης.