Στην Αρχή για την Καταπολέμηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, τη λεγόμενη αρχή το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, «δίνουν» οι εφορίες τους φορολογούμενους οι οποίοι έχουν υποπέσει σε σημαντικές φορολογικές παραβάσεις. Στη συνέχεια η Αρχή κρίνει αν πρέπει να προχωρήσει στη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου, αφού βέβαια διαπιστώσει αν συντρέχουν οι λόγοι για την άσκηση ποινικής δίωξης με την κατηγορία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Σε εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων η οποία εστάλη σε όλες τις εφορίες, τα τελωνεία και τα ελεγκτικά κέντρα αναλύονται οι υποχρεώσεις των εφοριών αναφορικά με την ειδοποίηση της Αρχής και οι οποίες απορρέουν από νόμο που ψηφίστηκε το 2008.
Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η Αρχή θα πρέπει να ειδοποιείται στις εξής περιπτώσεις:
-μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης η οποία οδηγεί σε αποφυγή πληρωμής φόρου άνω των 3.000 ευρώ. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης για απόδοση ΦΠΑ ή άλλων παρακρατούμενων φόρων (π.χ. φόρος μισθωτών υπηρεσιών, ειδικοί φόροι κατανάλωσης)
-μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση αποδείξεων και τιμολογίων καθ’ υποτροπή εντός χρονικού διαστήματος 3 ετών από τον εντοπισμό της παράβασης αυτής για πρώτη φορά
– μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές
– μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων
-διάπραξη αδικημάτων λαθρεμπορίου
Εφόσον κριθεί από την Αρχή ότι υπάρχουν ενδείξεις για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τότε με απόφαση του επικεφαλής της μπορεί να διαταχθεί η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, μετοχών και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, το άνοιγμα τραπεζικών θυρίδων και η δέσμευση και απαγόρευση μεταβίβασης κάθε ακίνητου και κινητού περιουσιακού στοιχείου του φορολογούμενου.
Επίσης η Αρχή οφείλει να ενημερώνει μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων για τις περιπτώσεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από φορολογικά αδικήματα, τελωνειακά αδικήματα ή αδικήματα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Εφόσον στην απόφαση της Αρχής περιλαμβάνεται η απαγόρευση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου (κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων κ.λπ.), οποιαδήποτε πράξη εκποίησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η εκ μέρους του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου επίσπευση προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού είναι μη νόμιμη, μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου ή μέχρι την για οποιοδήποτε λόγο ανάκληση της απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε η δέσμευση.
Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν εμποδίζει την κίνηση της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης (επιβολής κατάσχεσης, κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων κ.λπ.) των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων.
Το μέτρο της δέσμευσης και της απαγόρευσης μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων για αδικήματα που συνδέονται και με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπερισχύει κάθε άλλου μέτρου που έχει δικαίωμα να λάβει το Δημόσιο. Αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να “βγάλει” σε πλειστηριασμό τα δεσμευόμενα ακίνητα ή κινητά περιουσιακά στοιχεία.
capital.gr