Όταν ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκτήσει παιδί, το τελευταίο που χρειάζεται είναι να του λέει κανείς «μην αγχώνεσαι». Μερικές φορές, ωστόσο, είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να κάνει.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπιστούν οι λόγοι για τους οποίους μερικά ζευγάρια επιτυγχάνουν γρήγορα μια εγκυμοσύνη και άλλα ταλαιπωρούνται επί μήνες και χρόνια. Ολοένα περισσότερα στοιχεία, όμως, υποδηλώνουν ότι το στρες μπορεί να είναι ένας παράγοντας στη δύσκολη αυτή εξίσωση.
Η υπογονιμότητα είναι ένα συχνά σιωπηλό δεινό. Τα περισσότερα ζευγάρια αποφεύγουν να μιλήσουν γι’ αυτήν στην οικογένεια ή τους φίλους τους, ενώ ακόμα και με τον γιατρό τους περιορίζονται σε συζητήσεις για την ιατρική της πλευρά.
Μέσα τους όμως συχνά υποβόσκουν πολλά αρνητικά συναισθήματα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται στρες, αισθήματα απομόνωσης και απώλειας του ελέγχου της ζωής τους, μερικές φορές αισθήματα ντροπής και ενοχών, ενώ συχνά πλήττεται και η αυτοεκτίμησή τους. Η εσωτερίκευση αυτών των συναισθημάτων, όμως, αυξάνει την ψυχική ευαλωτότητά τους και ανοίγει το δρόμο στην κατάθλιψη και σε μια φτωχή ποιότητα ζωής.
«Η συσχέτιση του στρες με τη γονιμότητα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής διχογνωμίας εδώ και χρόνια», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life. «Οι γυναίκες με υπογονιμότητα αναφέρουν αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, επομένως είναι σαφές ότι η υπογονιμότητα προκαλεί στρες. Αυτό που είναι λιγότερο ξεκάθαρο είναι αν το στρες θα μπορούσε να αποτελεί αιτία της υπογονιμότητας. Η πιθανή επίπτωσή του είναι δύσκολο να διερευνηθεί, διότι το στρες είναι κάτι υποκειμενικό και δύσκολα μετρήσιμο, ενώ κατά την έναρξη των θεραπειών για υπογονιμότητα τα περισσότερα ζευγάρια είναι αισιόδοξα για την έκβασή τους. Έτσι, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν μακροχρόνιες, αξιόπιστες μελέτες, που να διερευνούν τη γονιμότητα πριν και μετά την εμφάνισή του στρες. Ωστόσο οι, έστω και μικρές, υπάρχουσες μελέτες υποδηλώνουν ότι το στρες πιθανώς είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας».
Το 2018, π.χ., δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Reproductive Immunology μελέτη σε 45 υπογόνιμα ζευγάρια που έκαναν εξωσωματική. Όπως έδειξε, το 72% των ζευγαριών ήταν ψυχικά επιβαρυμένα. Όσα είχαν τα υψηλότερα επίπεδα ορισμένων μορίων που αυξάνονται σε συνθήκες στρες, είχαν και τις λιγότερες πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης με την εξωσωματική.
Άλλες μελέτες έχουν συσχετίσει την μειωμένη γονιμότητα με τις αυξημένες συγκεντρώσεις της α-αμυλάσης στο σάλιο. Η α-αμυλάση είναι ένα ένζυμο που εκκρίνεται από τους σιελογόνους αδένες σε αντίδραση στο στρες. Μία από τις μελέτες αυτές δημοσιεύθηκε το 2014 στο επιστημονικό περιοδικό Human Reproduction. Πραγματοποιήθηκε σε σχεδόν 400 γυναίκες από τις ΗΠΑ και έδειξε πως όσες είχαν τα υψηλότερα επίπεδα α-αμυλάσης στο σάλιο τους, είχαν 29% λιγότερες πιθανότητες εγκυμοσύνης έπειτα από 12 μήνες προσπαθειών. Οι γυναίκες αυτές είχαν επίσης διπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν με υπογονιμότητα, σε σύγκριση με τις συνομήλικές τους με τα χαμηλότερα επίπεδα του ενζύμου.
Μία άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2019 στο επιστημονικό περιοδικό Stress, συσχέτισε και στα δύο φύλα τα αυξημένα επίπεδα α-αμυλάσης με μειωμένες πιθανότητες εγκυμοσύνης. Η μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε στην Κίνα, έγινε σε ζευγάρια που υποβάλλονταν σε εξωσωματική.
Πώς θα μπορούσε, όμως, το στρες να επηρεάσει τη γονιμότητα; «Υπάρχουν διάφοροι πιθανοί μηχανισμοί, αλλά τίποτα δεν έχει αποδειχθεί ακόμα οριστικά», απαντά ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Μία θεωρία είναι ότι το στρες μειώνει τη λίμπιντο, οπότε τα ζευγάρια κάνουν λιγότερο συχνά σεξ. Μία άλλη ότι το στρες καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα με τρόπο που παρεμποδίζει την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα. Ενδέχεται επίσης να επηρεάζει με πιο έμμεσο τρόπο τη γονιμότητα, παρεμποδίζοντας π.χ. τον ύπνο, με συνέπεια την αποδιοργάνωση των κιρκάδιων ρυθμών (βιολογικό ρολόι) και της ορμονικής παραγωγής».
Υπάρχουν επίσης μερικές μελέτες που συσχετίζουν το στρες με την ποιότητα του σπέρματος, προσθέτει. Οι περισσότερες συσχετίζουν τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής με μειωμένη συγκέντρωση σπερματοζωαρίων. Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων είναι μία από τις παραμέτρους του σπέρματος που παίζουν ρόλο στη γονιμότητα. Μάλιστα μερικοί ερευνητές έχουν εκφράσει τη θεωρία ότι το στρες μειώνει την παραγωγή των σπερματοζωαρίων επειδή διεγείρει την παραγωγή των γλυκοκορτικοειδών (είναι ορμόνες που σε περίπτωση υπερπαραγωγής παρεμποδίζουν την σπερματογένεση).
Στις γυναίκες, εξάλλου, οι ψυχολογικές παρεμβάσεις που μειώνουν το στρες σχετίζονται με βελτίωση στα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης. Το 2015 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Open συνδυασμένη ανάλυση (μετανάλυση) 39 μελετών, που δημοσιεύθηκαν την περίοδο 1978-2014. Οι μελέτες αυτές είχαν συμπεριλάβει περισσότερους από 2.700 άνδρες και γυναίκες που υποβάλλονταν σε θεραπείες υπογονιμότητας. Όπως έδειξε, τα ζευγάρια που υποβάλλονταν σε γνωστική συμπεριφορική θεραπεία ή συμμετείχαν σε προγράμματα ενσυνειδητότητας (mindfulness) είχαν διπλάσιες πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης σε σύγκριση με όσα δεν ακολουθούσαν τέτοιου είδους στρατηγικές μείωσης του στρες. Τα οφέλη ήταν πολύ εντονότερα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, ενώ όσο μειωνόταν το άγχος των γυναικών, τόσο περισσότερο βελτιώνονταν τα ποσοστά εγκυμοσύνης.
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουν τα ζευγάρια που είναι αντιμέτωπα με την υπογονιμότητα; «Αν και το όλο θέμα είναι ακόμα ανοικτό και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως, αν ηρεμήσουν, θα επιτύχουν τον στόχο τους, καλό είναι να προσπαθήσουν να διαχειριστούν το στρες τους», συνιστά ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, το στρες φαίνεται πως είναι ένας παράγοντας στην υπογονιμότητα. Είτε λοιπόν είναι αιτία, είτε συνέπεια ή και τα δύο, γεγονός παραμένει πως υπάρχει στη ζωή των ζευγαριών και δεν τους προσφέρει τίποτα θετικό».