Γράφει ο Παναγιώτης Αθανασόπουλος
Το Νοσοκομείο της Καλαμάτας, ένας από τους σημαντικότερους υγειονομικούς πυλώνες της Μεσσηνίας, βρίσκεται σε μια κρίσιμη κατάσταση που αγγίζει τα όρια της κατάρρευσης. Οι ελλείψεις σε προσωπικό, υλικά και εξοπλισμό έχουν μετατρέψει τη νοσηλεία σε μια δοκιμασία, τόσο για τους ασθενείς, όσο και για το προσωπικό που εργάζεται κάτω από ασφυκτικές συνθήκες. Ενώ οι γιατροί, οι νοσηλευτές και το διοικητικό προσωπικό δίνουν καθημερινά μάχη για να κρατήσουν ζωντανό το νοσοκομείο, η κυβέρνηση αρκείται σε υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, αφήνοντας το δημόσιο σύστημα υγείας να παραπαίει.
Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το νοσοκομείο δεν είναι αποτέλεσμα ενός τυχαίου γεγονότος ή μιας συγκυριακής κρίσης. Είναι η φυσική συνέπεια μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εδώ και χρόνια υπονομεύει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μειώνοντας τις δαπάνες, παγώνοντας προσλήψεις και προωθώντας έμμεσα (ή και άμεσα) τη στροφή των πολιτών στον ιδιωτικό τομέα. Η Μεσσηνία, όπως και οι υπόλοιπες περιοχές της χώρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις τραγικές συνέπειες αυτής της στρατηγικής. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: πόσες ζωές θα χαθούν, πόσοι συμπολίτες μας θα υποφέρουν μέχρι η κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της;
Το προσωπικό του νοσοκομείου έχει επανειλημμένα καταγγείλει τις σοβαρές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Γιατροί που εξαναγκάζονται σε εξοντωτικά ωράρια, τμήματα που λειτουργούν με προσωπικό κάτω των ελάχιστων απαιτήσεων. Αυτή είναι η καθημερινότητα στο Νοσοκομείο Καλαμάτας. Η Παθολογική Κλινική βρίσκεται σε οριακή κατάσταση, με έναν ελάχιστο αριθμό γιατρών να προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες ενός ολόκληρου νομού. Οι εφημερίες γίνονται με μεγάλη δυσκολία, με τους εναπομείναντες γιατρούς να εργάζονται μέχρι εξάντλησης, ενώ οι λίστες αναμονής για εξετάσεις και νοσηλεία συνεχώς μεγαλώνουν.
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στα χειρουργεία, όπου η έλλειψη αναισθησιολόγων έχει οδηγήσει σε ματαιώσεις επεμβάσεων. Ασθενείς που χρειάζονται άμεση χειρουργική παρέμβαση αναγκάζονται να μεταφερθούν σε άλλες πόλεις, διακινδυνεύοντας την υγεία τους. Η παιδιατρική και η καρδιολογική κλινική επίσης λειτουργούν με ελάχιστους γιατρούς, αδυνατώντας να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες της περιοχής. Τα επείγοντα περιστατικά εξυπηρετούνται με μεγάλη δυσκολία, με πολύωρη αναμονή και ταλαιπωρία, αφού οι ελλείψεις σε προσωπικό καθιστούν αδύνατη την ταχεία αντιμετώπισή τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ καθυστερούν λόγω έλλειψης διαθέσιμων διασωστών ή οδηγών, ενώ συχνά οι πολίτες αναγκάζονται να περιμένουν ώρες για απλές ιατρικές πράξεις.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει σοβαρή έλλειψη υλικών. Γάζες, σύριγγες, φάρμακα, ακόμα και βασικός ιατρικός εξοπλισμός συχνά δεν επαρκούν. Νοσηλευτές και γιατροί βρίσκονται μπροστά στο τραγικό δίλημμα να εξοικονομήσουν υλικά για τα πιο κρίσιμα περιστατικά, λες και βρισκόμαστε σε συνθήκες πολέμου.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να υποβαθμίζει τη σημασία των δημόσιων νοσοκομείων, παρότι οι πολίτες διαμαρτύρονται και το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Αντί για άμεσες προσλήψεις και χρηματοδότηση, επιλέγει να μιλά για «νοικοκύρεμα» των δαπανών, παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτό το «νοικοκύρεμα» σημαίνει λιγότερο προσωπικό, λιγότερα υλικά και περισσότερη ταλαιπωρία για τους πολίτες. Το αφήγημα ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» καταρρέει από μόνο του όταν βλέπουμε τις κυβερνητικές προτεραιότητες. Υπάρχουν κονδύλια για εξοπλισμούς, για προσλήψεις συμβούλων, για επικοινωνιακές εκστρατείες, αλλά όταν πρόκειται για την υγεία του λαού, ξαφνικά επικρατεί σιγή. Οι εργαζόμενοι στο Νοσοκομείο Καλαμάτας δεν ζητούν πολυτέλειες – ζητούν τα αυτονόητα: προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά και συνθήκες εργασίας που να επιτρέπουν την παροχή αξιοπρεπούς φροντίδας στους πολίτες.
Η στρατηγική είναι πλέον ξεκάθαρη: το δημόσιο σύστημα υγείας αφήνεται να καταρρεύσει, ώστε οι πολίτες να αναγκαστούν να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που συμβαίνει στην Καλαμάτα δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, όπου τα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν με ελλείψεις και η μόνη «λύση» που προωθείται είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, η σύμπραξη με ιδιώτες και η παραχώρηση βασικών υπηρεσιών στον επιχειρηματικό τομέα. Για όσους έχουν χρήματα, πάντα θα υπάρχουν ιδιωτικά θεραπευτήρια. Για τους υπόλοιπους, όμως, τι απομένει; Οι πολίτες της Καλαμάτας και όλης της χώρας βλέπουν καθημερινά τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής. Η υγεία μετατρέπεται σε πολυτέλεια, και όποιος δεν μπορεί να πληρώσει, απλά μένει αβοήθητος.
Η κατάσταση στο Νοσοκομείο Καλαμάτας δεν επιδέχεται άλλες καθυστερήσεις. Οι εργαζόμενοι έχουν ήδη ξεπεράσει τα όριά τους, οι πολίτες βρίσκονται σε απόγνωση και οι συνέπειες αυτής της πολιτικής γίνονται όλο και πιο ορατές. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης να παρέμβει άμεσα, να προχωρήσει σε μαζικές προσλήψεις, να χρηματοδοτήσει το νοσοκομείο και να διασφαλίσει πως οι πολίτες της Μεσσηνίας έχουν πρόσβαση σε αξιοπρεπή υγειονομική περίθαλψη. Αντί να μιλά για «μεταρρυθμίσεις» που εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα, ας φροντίσει να επιτελέσει το στοιχειώδες καθήκον της: να προστατεύσει τη δημόσια υγεία.
Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει. Η υγεία δεν μπορεί να περιμένει. Και η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να κρύβεται πίσω από δικαιολογίες. Οι ευθύνες της είναι ξεκάθαρες, και η οργή του κόσμου ολοένα και μεγαλώνει. Η απαξίωση του Νοσοκομείου Καλαμάτας δεν είναι απλώς μια διαχειριστική αποτυχία. Είναι ένα έγκλημα της κυβέρνησης εις βάρος της κοινωνίας. Και αυτό το έγκλημα δεν θα μείνει ατιμώρητο.
Ο Παναγιώτης Αθανασόπουλος είναι εκπαιδευτικός, μέλος του Συντονιστικού της Ν.Ε. της Νέας Αριστεράς Μεσσηνίας.