Τις διαφορές για τις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις που περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα, σε σύγκριση με τις δεσμεύσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, αναδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ με άτυπο ενημερωτικό σημείωμά του.
Παράλληλα, αναδεικνύει και επισημαίνει τη διαφοροποίηση, από το παρελθόν, του νέου ανεξάρτητου Ταμείου αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, η αποσαφήνιση των σημαντικών παραμέτρων για τη λειτουργία του οποίου είχε αποτελέσει το κομβικό σημείο για την επίτευξη (ή μη) της συμφωνίας της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου της κυβέρνησης με τους θεσμούς.
Όπως αναφέρεται, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων αποτέλεσε ένα από τα πεδία της σύγκρουσης του ΣΥΡΙΖΑ με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, με την Κουμουνδούρου να επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις προηγούμενες συμφωνίες οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε ένα ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων τηρώντας συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και ποσοτικούς στόχους (22 δισ.Euro έως το 2020), τα οποία στο σύνολο τους θα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.
Αναφέρεται ακόμη ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούσαν «ταχύτατη εκποίηση της περιουσίας του ελληνικού λαού μέσω σκανδαλωδών διαδικασιών καθώς επί της ουσίας ήταν αναγκαστικές πωλήσεις», κάτι για το οποίο αποτελεί απόδειξη «το γεγονός της συνεχούς αναθεώρησης επί τα χείρω των ποσοτικών στόχων των εσόδων και η πρόκληση δικαστικής διερεύνησης σε πολλές περιπτώσεις (πχ. πώληση και ενοικίαση 28 ακινήτων του δημοσίου)».
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα το ελληνικό δημόσιο υποχρεούται να προχωρήσει σε εννέα (9) ιδιωτικοποιήσεις εντός της επόμενης τριετίας, στοιχείο που αποτελεί μέρος του αναγκαίου συμβιβασμού της κυβέρνησης για το κλείσιμο της συμφωνίας και την αποτροπή του προηγούμενου σχεδίου για την πώληση 23 περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων επιχειρήσεις στρατηγικού και ενδιαφέροντος και υψηλής κοινωνικής σημαντικότητας όπως τα ΕΛΠΕ, η ΔΕΠΑ η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ.
Μέρος του νέου προγράμματος αποτελεί η δημιουργία ενός νέου ανεξάρτητου ταμείου αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, στα πρότυπα των αντίστοιχων κρατικών ταμείων του εξωτερικού (sovereign funds) στο οποίο εν δυνάμει θα ενσωματωθούν τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία με σκοπό: Την αξιοποίησή τους, την προστασία και τη μεγέθυνση της αξίας τους, την ουσιαστική ένταξή τους στον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας, αντί της αναγκαστικής εκποίησης τους που ίσχυε έως σήμερα.
Όσον αφορά στις σημαντικές παραμέτρους για τη λειτουργία του ταμείου, η αποσαφήνιση των οποίων αποτέλεσε το κομβικό σημείο για τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, υπογραμμίζεται ότι: Το ταμείο θα έχει έδρα την Ελλάδα, η διοίκηση και η διαχείριση του θα γίνεται από τις ελληνικές αρχές, με τους θεσμούς να περιορίζονται σε ρόλους εποπτείας και χορήγησης τεχνικής βοήθειας.
Σημαντική διαφοροποίηση από το παρελθόν αποτελεί το γεγονός ότι η κατεύθυνση των προσόδων από το νέο ταμείο δεν θα αφορά αποκλειστικά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αλλά επιτεύχθηκε μια βασική προγραμματική πρόταση για χρήση μέρους των εσόδων για χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Συγκεκριμένα:
Το 50% θα χρησιμοποιηθεί για για την επιστροφή της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και άλλων περιουσιακών στοιχείων
25% θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της αναλογίας χρέους/ΑΕΠ, 25% θα χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις.
Αναφέρεται επιπλέον ότι ο τρόπος λειτουργίας του νέου ταμείου, η εσωτερική δομή του, ο κώδικας εταιρικής διακυβέρνησης, η πιθανή σύνθεση των στοιχείων του ενεργητικού του (πχ. μετοχές εταιρειών και τραπεζών, η ΕΤΑΔ, ακίνητα,το ΤΑΙΠΕΔ κ.α.) και η μεθοδολογία της βέλτιστης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ανεξάρτητης Ομάδας Δράσης που θα συστήσει η ελληνική κυβέρνηση.
Πέραν των ανωτέρω, αναφέρεται στο σημείωμα ότι θεωρείται και είναι απαραίτητη η εκπόνηση ενός προγράμματος καταγραφής και προστασίας της Δημόσιας Περιουσίας, η οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Τέλος, συμπληρώνεται πως η κυβέρνηση σε συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών καλείται να δράσει για την δημιουργία μητρώου καταγραφής της δημόσιας περιουσίας, την δημιουργία θεσμών ελέγχου για την προστασία της και την καλύτερη αξιοποίηση της προς όφελος όχι μόνο των κρατικών εσόδων αλλά και για την δημιουργία κοινωνικών υποδομών που θα βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών.
thepaper.gr