Γράφει το μέλος του ”Ευκλή”, Γρηγόρης Δρακόπουλος.
Την περασμένη Κυριακή (6/10ου) πενήντα οκτώ φυσιολάτρες του Συλλόγου Πεζοπόρων και Ορειβατών Καλαμάτας ”Ο Ευκλής” ξεκινήσαμε από την πόλη μας με προορισμό το φαράγγι του Βουραϊκού, το οποίο βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Καλάβρυτα.
Η πεζοπορία ξεκίνησε λίγο πριν τον σταθμό Μέγα Σπήλαιο. Από την αρχή της διαδρομής, θαυμάζει κανείς το φυσικό τοπίο με τα πανύψηλα δέντρα, να στέκονται δεξιά και αριστερά του Βουραϊκού ποταμού.
Ακολουθώντας λοιπόν τις ράγες και τα νερά, που κυλούσαν άλλοτε αργά και ήρεμα και άλλοτε γοργά και αφρισμένα, ξεκινήσαμε με τον δικό μας ρυθμό με προορισμό την στάση Νιάματα.
Όσο προχωρούσαμε η διαδρομή αποκάλυπτε όλη την κρυμμένη της ομορφιά, αποτέλεσμα της σύνθεσης του φυσικού τοπίου και των έργων για την εγκατάσταση του οδοντωτού.
Κάθε τόσο συναντούσαμε τα στενά περάσματα μέσα από τους βράχους, τα οποία εκτός της πρακτικής τους αξίας μας χάριζαν και μια διαφορετική θέα μέσα από την εναλλαγή σκιάς και φωτός και την ιδιαίτερη προοπτική, που προσφέρουν στα μάτια των πεζοπόρων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση ”Πόρτες”, απ’ όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει τον σχισμένο στα δύο βράχο, του οποίου η σχισμή αποδίδεται μυθολογικά στον ήρωα Ηρακλή.
Αξίζει να σταθεί για λίγο κανείς εκεί και να θαυμάσει το μοναδικό και εντυπωσιακό αυτό θέαμα.
Πέραν όμως της φυσικής και τεχνητής ομορφιάς, πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός τις στιγμές που περνάει το τρένο και σε προειδοποιεί για τον ερχομό του με το χαρακτηριστικό του ήχο.
Όπως επίσης απαιτείται προσοχή κατά την διάβαση από τις γέφυρες, οι οποίες ωστόσο χαρίζουν σε όσους τις περνούν μια διαφορετική θέα προς τον ποταμό και τα άγρια βράχια του.
Έτσι συνεχίσαμε με αμείωτο ενδιαφέρον τη διαδρομή μέχρι τον προορισμό μας, τα Νιάματα, θαυμάζοντας το όλο τοπίο και την μοναδική του ομορφιά.
Από τα Νιάματα επιβιβαστήκαμε στο τραίνο, το οποίο μας οδήγησε πίσω στο Μέγα Σπήλαιο, χαρίζοντάς μας παράλληλα μια διαφορετική προοπτική της διαδρομής, που προηγουμένως είχαμε περπατήσει.
Το φαράγγι του Βουραϊκού, όπως κάθε φυσικός χώρος, πρέπει να προσεγγίζεται με σεβασμό και προσοχή και σε ανταμείβει με τις πλέον ευχάριστες αναμνήσεις, μέχρι να επιστρέψει κανείς για την επόμενη επίσκεψή του.