Ένα βήμα πριν να βάλει τέλος στα περιττά χειρουργεία και στις βιοψίες ασθενών στους οποίους έχει διαγνωστεί όγκος στον εγκέφαλο, βρίσκεται ο καθηγητής Πυρηνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ανδρέας Φωτόπουλος καθώς με μία ειδική εξέταση θα διαπιστώνεται εάν είναι καλοήθης ή κακοήθης.
Ο κ. Φωτόπουλος έχει αφιερώσει τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής του στο ερευνητικό πρόγραμμα που ανέπτυξε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ιωαννίνων πάνω στον τομέα της απεικόνισης εγκεφαλικών βλαβών.
Όπως εξήγησε στο «Έθνος», έχει αναπτύξει μία μέθοδο με ένα ραδιοφάρμακο που χρησιμοποιείται στην πυρηνική ιατρική, το οποίο έχει την ιδιότητα -αφού χορηγηθεί ενδοφλεβίως σε ασθενείς- να κάνει τη διαφοροδιάγνωση των παθήσεων που εντοπίζονται σε μία μαγνητική τομογραφία, δηλαδή να διαπιστώνει εάν πρόκειται για καλοήθη ή κακοήθη όγκο, για απόστημα ή φλεγμονή.
Η ερευνητική του προσπάθεια, που διαρκεί εδώ και 11 χρόνια, και τα αποτελέσματα μέσα από εκατοντάδες ασθενείς αλλά και οι περισσότερες από 50 εργασίες που έχουν δημοσιευτεί σε διακεκριμένα επιστημονικά περιοδικά οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του χρηματοδοτικού προγράμματος «Ορίζοντας 2020 (Horizon 2020) για την Ερευνα και τη Καινοτομία» να εγκρίνει συνολική χρηματοδότηση 4,7 εκατομμυρίων ευρώ για τα επόμενα 4 χρόνια. Πρόκειται για ένα από τα λίγα εγκεκριμένα έργα τέτοιου τύπου πανευρωπαϊκά και το μόνο στον τομέα της Πυρηνικής Ιατρικής.
«Την τελευταία δεκαετία στο τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής διαπιστώσαμε ένα έλλειμμα στη διάγνωση για τις βλάβες στον εγκέφαλο. Η μαγνητική τομογραφία, ενώ απεικονίζει τη βλάβη, δεν μπορεί να διαφοροδιαγνώσει μία βλάβη που εντοπίζεται στον εγκέφαλο (δηλαδή να διαπιστωθεί εάν πρόκειται για καλοήθη ή κακοήθη όγκο). Ετσι, ο ασθενής, σε πολλές περιπτώσεις οδηγείται στο χειρουργείο ή γίνεται βιοψία χωρίς να υπάρχει λόγος» αναφέρει ο κ. Φωτόπουλος.
Το μυστικό
Το μυστικό, όπως εξηγεί, κρύβεται στη χορήγηση ενός ραδιοφαρμάκου στους ασθενείς οι οποίοι προηγουμένως έχουν κάνει μαγνητική τομογραφία και έχει διαγνωστεί μία βλάβη στον εγκέφαλο.
«Χορηγείται το φάρμακο, και μετά από διάστημα μισής ώρας ο ασθενής μπαίνει στο μηχάνημα spect γ-camera. Εάν φανεί υψηλή πρόσληψη του φαρμάκου πάνω στη βλάβη, τότε ο όγκος είναι κακοήθης», τονίζει ο κ. Φωτόπουλος και προσθέτει: «Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί λύση στην έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος και οι ασθενείς δεν θα κάνουν άσκοπες επεμβάσεις και βιοψίες, ενώ ανάλογα και με τη διάγνωση θα τροποποιείται η θεραπεία. Τεράστιο θα είναι επίσης το κέρδος και για το σύστημα υγείας το οποίο θα εξοικονομήσει πολλά χρήματα, λόγω της μη πραγματοποίησης άσκοπων χειρουργικών επεμβάσεων».
Μετά το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την έγκριση του ποσού-μαμούθ των 4,7 εκ. ευρώ για το ερευνητικό έργο «GLIOMARK: Validation of blood-brain-barrier permeability as a glioma biomarker by means of the radiotracer 99mTc-tetrofosmin and single-photon emission computer tomography», η έρευνα θα συνεχιστεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια σε επιλεγμένα νοσοκομεία – ιδρύματα του εξωτερικού αλλά και σε ελληνικά νοσοκομεία.
«Είμαι πολύ αισιόδοξος ότι το έργο θα εγκριθεί και αμέσως μετά θα είναι διαθέσιμο στην αγορά ένα από τα λίγα διαγνωστικά προϊόντα για τους εγκεφαλικούς όγκους, το οποίο, σε συνδυασμό με τη διαγωνιστική τεχνική πυρηνικής ιατρικής spect, θα προσφέρει στην ιατρική κοινότητα ένα αξιόπιστο εργαλείο με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος», κατέληξε ο κ. Φωτόπουλος.
Πηγή: Έθνος