Στα 700 δισ. ευρώ πρόκειται να ανέλθει το κόστος για την Ελλάδα από τη μη προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέχρι το 2100 σύμφωνα με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας, τόνισε χθες το βράδυ ο αναπληρωτής ΥΠΕΝ Γιάννης Τσιρώνης σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα «Η πρόκληση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και το COP21».
Η εκδήλωση διοργανώθηκε από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας, ενόψει των εργασιών της Συνόδου COP21 τον προσεχή Δεκέμβριο στο Παρίσι, όπου η διεθνής κοινότητα αναμένεται να καταλήξει σε μία νομικά δεσμευτική συμφωνία για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής.
Ο αναπληρωτής υπουργός εκτίμησε ότι «εάν όλος ο πλανήτης δράσει συγκροτημένα, έχουμε μπροστά μας μία τεράστια ευκαιρία για μία νέα βιώσιμη ανάπτυξη, για νέες θέσεις εργασίας».
Εξέφρασε παράλληλα την αισιοδοξία του ότι «χάρη στις γενναίες προσπάθειες που έκανε η Γαλλική κυβέρνηση, θα έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα στο Παρίσι».
«Η σύνοδος COP21 στο Παρίσι είναι πολλή σημαντική, καθώς εκεί πρέπει να αποφασίσουμε ποιόν πλανήτη θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές» δήλωσε απ΄ την πλευρά του ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα κ. Κριστόφ Σαντεπί.
Όπως ανέφερε, «ο πρόεδρος Ολάντ έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς πρόσφατα βρέθηκε στην Κίνα στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας». Τόνισε δε, ότι «μένει πολλή δουλειά να γίνει το προσεχές διάστημα γιατί αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία συμφωνία δεσμευτική, εφικτή, έτσι ώστε να ορίσουμε συγκεκριμένες προθεσμίες, για να μπορέσουμε να δούμε τα αποτελέσματα που θα έχουν επιτευχθεί με βάση τη συμφωνία μας και να δούμε πώς θα καταφέρουμε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη».
Εκ΄ μέρους της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση, επεσήμανε ότι σύμφωνα με επιστημονικές μετρήσεις, το κόστος για τη χώρα μας σε περίπτωση προσαρμογής της στην κλιματική αλλαγή μπορεί να μειωθεί στα 400 δισ. ευρώ.
«Αυτό δείχνει τη σημασία της έγκαιρης λήψης μέτρων και οργάνωσης σε επίπεδο αειφόρου ανάπτυξης» ανέφερε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι το «σχέδιο Ολάντ», όπως το χαρακτήρισε, είναι «ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα σχέδια για την παγκόσμια απειλή της κλιματικής αλλαγής».
Απ΄ την πλευρά του ο κ. Μιχάλης Σκούλος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Global Water Partnership Mediterranean δήλωσε ότι «ίσως είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί να κάνουμε κάτι για τις επόμενες», συμπληρώνοντας ότι «αν και οι αναλύσεις δεν είναι αισιόδοξες, ο τρόπος που χαράσσουμε τις πολιτικές μας είναι αισιόδοξος».
Οι διακεκριμένοι Γάλλοι επιστήμονες Ντομινίκ Ρεϋνό και Βινσέν Ανρί Ποχ ανέλυσαν επιστημονικά δεδομένα μέσω προσομοιώσεων, σχετικά με την αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη. Επεσήμαναν ότι οι όποιες αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο χρειάζεται να στηριχθούν στην περαιτέρω επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση του φαινομένου της υπερθέρμανσης του πλανήτη, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και τη διατήρηση της αύξησης της θερμοκρασίας σε λιγότερους από 2 βαθμούς κελσίου μέχρι το 2050.
«Μητέρα όλων των εξωτερικοτήτων» χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή ο κ. Αναστάσιος Ξεπαπαδέας, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κάνοντας γνωστό ότι συνολικές εκπομπές 100 γιγατόνων άνθρακα, ισοδυναμούν σε δύο βαθμούς κελσίου. Όπως είπε, μέχρι στιγμής έχουμε καλύψει 400 γιγατόνους, μένουν άλλοι 600, ενώ καταναλώνονται κατ΄ έτος 30-35 γιγατόνοι.
Όπως τόνισε, είναι δουλειά και υπευθυνότητα των μεγάλων χωρών, του βιομηχανικού Βορά και της αναπτυσσόμενης Ασίας, καθώς «αν δεν περιορίσουν τις εκπομπές, τότε θα είναι μία ήττα της κοινωνίας των εθνών». «Η προσαρμογή για τις μικρές χώρες είναι αναγκαιότητα» ανέφερε ο κ. Ξεπαπαδέας, κάνοντας λόγο για ένα αμυντικό πρόγραμμα επενδύσεων και τη δυνατότητα δημιουργίας μίας ατμομηχανής ανάπτυξης.
Ο κ. Παντελής Κάπρος, καθηγητής στο ΕΜΠ, διερωτήθηκε εάν αρκούν οι έως τώρα δεσμεύσεις της διεθνούς κοινότητας για το κλίμα, εκφράζοντας την ανησυχία ότι εάν δεν ενταθούν οι προσπάθειες μέχρι το 2030, ο χρόνος μέχρι το 2050 θα είναι πολύ περιορισμένος, καθώς -όπως είπε- θα ακολουθηθεί μία καταστροφική πορεία με 6 – 8 βαθμών κελσίου αύξηση της θερμοκρασίας.
Ο κ. Κάπρος ξεκαθάρισε ότι δεν είναι αρκετά τα INDC (Intended Nationally Determined Contributions, Προβλεπόμενες Εθνικά Επιλεγμένες Συνεισφορές, δηλ. οι προβλεπόμενες δεσμεύσεις των κρατών όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή) στην πορεία προς τους 2 βαθμούς. Θα πρέπει να τεθούν σύντομα ακόμα πιο φιλόδοξοι στόχοι, καθώς επίσης και να προετοιμαστεί ένα πρόγραμμα γέφυρα μεταξύ των INDC και της βέλτιστης πορείας προς τους 2 βαθμούς, όπως είπε.
Σημειώνεται ότι παρά τις ρητές δεσμεύσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και Βραζιλία και του συνόλου της ΕΕ, «αγκάθι» για την CO21 παραμένει, μεταξύ άλλων, η χρηματοδότηση της προσαρμογής των χωρών στην κλιματική αλλαγή.
Τέλος, η εκδήλωση έκλεισε με συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων και του κοινού, το οποίο κατέκλυσε το αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου.
enikonomia.gr